Εξω οι Ξένοι

Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης

Η Συνοικία είχε να ζήσει τέτοια αναταραχή από την εποχή του πολέμου. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη και όλα έδειχναν, πως δίχως την παρουσία ισχυρής αστυνομικής δύναμης θα θρηνούσαμε θύματα. Οι κάτοικοι μιας ολόκληρης συνοικίας διαδήλωναν κατά των ξένων. Το οργισμένο πλήθος απαρτιζόταν από πολίτες-λούμπεν (κοινωνικός πάτος) αλλά και από καθωσπρέπει «χριστιανούς» της διπλανής πόρτας, που ένιωθαν να απειλούνται από τους ξένους. Ανάμεσα στο μαινόμενο πλήθος υπήρχαν και πολλοί νεαροί-«ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», που μιμούμενοι τους μεγάλους, πετούσαν πέτρες στους ξένους που είχαν στριμωχθεί σε ένα αδιέξοδο. Οι σκληρότεροι από όλους όμως ήταν ομάδες νέο-ναζί, που μυρίστηκαν αίμα και ήρθαν από τις γύρω περιοχές με όλα τα γνωστά τους «σύνεργα πειθούς», που διαθέτουν. Αφού, με πολεμικές ιαχές, έβαλαν φωτιά σε ένα παρακείμενο οίκημα που έμεναν πολιτικοί πρόσφυγες από την Ασία, άρχισαν να βγάζουν κραυγές ηδονής, κάθε φορά που έβλεπαν ανθρώπους κρεμασμένους από τα παράθυρα του φλεγόμενου οικήματος. Η τηλεόραση, δεν μπορούσε φυσικά να είναι απούσα από ένα τέτοιο γεγονός. Μια μεσόκοπη κυρία, με φάτσα δεσμοφύλακα στρατοπέδου συγκέντρωσης παίρνει το μικρόφωνο από τα χέρια του δημοσιογράφου για να δημοσιοποιήσει τα «επιχειρήματά» της κατά των ξένων: «δεν θέλουμε ξένους στην πόλη μας. Είναι βρώμικοι. Κινδυνεύει η υγεία μας. Μυρίζουν σκορδίλα. Τρώνε, πως το λένε αυτό το τζατζίκι. Το καλοκαίρι πήγα σε μια από τις χώρες τους διακοπές (για τον ρατσιστή όλοι οι άλλοι, οι αλλοεθνείς είναι από την ίδια χώρα) και για να σκεφτείτε πόσο βρώμικοι είναι, το χαρτί τουαλέτας που σκουπίζουν τον πισινό τους δεν το πετάνε μέσα στη λεκάνη όπως εμείς αλλά το βάζουν σε μια σακούλα. Δεν ξέρω κι εγώ τι το κάνουν μετά και αν το ξαναχρησιμοποιούν. Δεν έχω τίποτα εναντίον τους σας λέω, αλλά πώς να το κάνουμε είναι βρώμικοι, είναι διαφορετικοί ,έχουν άλλα ήθη και έθιμα δεν ταιριάζουμε». Οι σκηνές αυτές έχουν μείνει χαραγμένες στη μνήμη μου. Ηταν Αυγουστος του 1992 και όλα αυτά συνέβησαν στο Ρόστοκ της Γερμανίας, στη Συνοικία Lichterhagen. Μια ολόκληρη πόλη, που δεν είχε συνηθίσει στην παρουσία ξένων, μετά την πτώση του τείχους και με ανεργία πάνω από 30%, άρχισε να βλέπει τους ξένους σαν απειλή. Μετά τους Βιετναμέζους που υπήρχαν από την εποχή της DDR, οι πρώτοι που πήγαν εκεί ήταν έλληνες εστιάτορες. Οι αναφορές της κυρίας στην τηλεόραση, έδειχναν καθαρά την Ελλάδα. Ένα χρόνο μετά από αυτά τα γεγονότα και μετά από μια παρουσία 22 ετών και μια σχετικά καλή καριέρα (επιστημονικός συνεργάτης σε ένα γερμανικό δημόσιο ίδρυμα) εγκατέλειψα τη χώρα αυτή.

Το ότι θα ζούσα και στη χώρα μου, αν και όχι τόσο ακραίες, αλλά παρόμοιες σκηνές και μάλιστα στην περιοχή του Αγίου (Ελεήμονα των Πάντων και κυρίως των κατατρεγμένων) Παντελεήμονα, ούτε να το φανταστώ δεν μπορούσα. Πολλοί από τους διαδηλωτές θα πήγαν σίγουρα πριν μερικά χρόνια να προσκυνήσουν την Αγία Ζώνη. Κάποιοι, ίσως να προσευχήθηκαν και στην Παναγία να τους απαλλάξει από τους ξένους, τους διαφορετικούς, αδιαφορώντας αν κι εκείνη ήταν ξένη και μάλιστα εβραία. Για να μην κατηγορηθώ όμως κι εγώ με τη σειρά μου για ρατσισμό προς τους κατοίκους του Αγίου Παντελεήμονα, θα πρέπει να υπογραμμίσω ότι κατανοώ την δυσαρέσκεια όλων για την κατάσταση στην περιοχή τους, αυτό όμως που δεν καταλαβαίνω είναι η γενικευμένη και απλουστευμένη εχθρότητα εναντίον όλων των ξένων και η λαθεμένη στόχευση. Το πρόβλημα δεν είναι η ξένοι, γενικά και αόριστα, αλλά η ανυπαρξία μεταναστευτικής πολιτικής της χώρας μας, που αναπόφευκτα θα οδηγήσει και σε άλλες ακρότητες. Το 1974, όταν πρωτοπήγα στην πόλη της Βρέμης υπήρχαν 700 έλληνες μετανάστες και 7 φοιτητές. Οι έλληνες σύχναζαν στα δύο εστιατόρια του σιδηροδρομικού σταθμού δημιουργώντας ενοχλητικές συνθήκες γκέτο. Ανάμεσά στους, όπως συμβαίνει σε όλες τις κοινωνίες του κόσμου, υπήρχαν και αρκετοί τυχοδιώκτες, μικρέμποροι ναρκωτικών, καταδικασμένοι για απάτες και μικροκλοπές, δύο για απόπειρα βιασμού και ένας για παιδεραστία. Κάθε τόσο, οι ιδιοκτήτες των εστιατορίων τους πέταγαν έξω με τη βία. Βλέποντας την κατάσταση και νιώθοντας στο πετσί μας έναν γενικευμένο και άδικο ρατσισμό, οι 7 φοιτητές, μαζί με άλλους τόσους εργαζόμενους ιδρύσαμε την Ελληνική Κοινότητα. Και εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα και η διαφορά με την ελληνική πολιτεία. Μόλις, σαν σύλλογος, απευθυνθήκαμε στις γερμανικές αρχές, μας έδωσαν μια τεράστια αίθουσα για την έδρα μας και για τις πολιτιστικές εκδηλώσεις μας, εντελώς δωρεάν καθώς και ένα κονδύλιο ετησίως για τα έξοδά μας. Σε δύο χρόνια η κοινότητά μας είχε πάνω από 600 μέλη. Απομονώσαμε εκείνους που με τη συμπεριφορά τους αμαύρωναν την φήμη των ελλήνων και με μια σειρά από πολιτιστικές εκδηλώσεις, στις οποίες συμμετείχαν κάθε φορά δεκάδες γερμανοί και άλλοι μετανάστες, κερδίσαμε την εκτίμηση των γερμανών και γίναμε σεβαστοί συμπολίτες. Οι μόνοι που μας κυνήγησαν στην κυριολεξία ήταν το Ελληνικό Προξενείο του Αμβούργου, που από αντιπερισπασμό ίδρυσε μαζί με εκείνους που απομονώσαμε το Ελληνικό Σπίτι. Οσοι έζησαν στην Γερμανία γνωρίζουν ότι αυτήν την τακτική την εφήρμοσαν όλα τα προξενεία μας σε όλες τις γερμανικές πόλεις. Ηταν τα κατάλοιπα μιας στρατηγικής από την Χούντα. Προτιμούσαν τους έλληνες ανοργάνωτους και υποχείρια στις παράνομες συναλλαγές τους. Σε όλα τα προξενεία υπήρχαν υπάλληλοι περίεργων συναλλαγών μαφιόζικου χαρακτήρα με εκβιασμούς και μίζες, οι οποίοι έβλεπαν τις ελληνικές κοινότητες σαν εμπόδιο.

Στη χώρα μας υπάρχουν σήμερα πολλοί σύλλογοι ξένων, που με τη βοήθεια της πολιτείας θα μπορούσαν να κάνουν ότι κάναμε εμείς με επιτυχία, αν είχαν την αρωγή της. Αντ αυτού, η ελληνική πολιτεία δίνει εκατοντάδες και εκατομμύρια ευρώ σε δεκάδες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, που για τα μάτια του κόσμου έχουν και ένα-δυο ξένους στο ΔΣ, για να κάνουν δήθεν πολιτική στήριξης των μεταναστών. Το πρόβλημα δεν το δημιουργούν οι ξένοι αλλά η ανυπαρξία μεταναστευτικής πολιτικής. Σαφώς θα πρέπει να μπουν κανόνες και διαφοροποιήσεις . Σαφώς και θα πρέπει να μπουν όρια στα ποσοστά ξένων οικονομικών μεταναστών (όχι πολιτικών προσφύγων). Σαφώς θα πρέπει και οι ξένοι να έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις, για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει να έχουν και τα ίδια δικαιώματα.

Είμαι σίγουρος ότι ελάχιστοι είναι εκείνοι που βλέπουν τους ξένους σαν παράσιτα και φυλετικά κατώτερους και αυτοί είναι κυρίως ακροδεξιοί και άτομα με νοητική υστέρηση. Αυτό δείχνουν και οι υποτιμητικές εκφράσεις κάποιων κατοίκων του Αγ. Παντελεήμονα για τους «κουλτουριάρηδες υποστηρικτές των ξένων». Για έναν ακροδεξιό, όποιος διαβάζει, συλλογιέται και τιμά το ανθρώπινο γένος είναι κουλτουριάρης. Γι αυτούς, ο άνθρωπος πρέπει να αφήνεται ελεύθερος να δρα μόνο με τα ένστικτά του, όπως επιβάλει το ζωικό βασίλειο.