Θυμώνω με τους δασκάλους μου...


Γράφει : O Giatros

Όλοι εμείς οι Έλληνες, που για τον άλφα ή βήτα λόγο βρισκόμαστε τους τελευταίους μήνες στο εξωτερικό, βιώνουμε την κρίση της Ελληνικής οικονομίας με ιδιαίτερο νομίζω τρόπο. Γινόμαστε δηλαδή απευθείας αποδέκτες της παγκόσμιας κοινής γνώμης, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί (δικαίως ή αδίκως) από τα μέσα ενημέρωσης, έξω από τα σύνορα της πατρίδας μας.

Μόλις έχω επιστρέψει από μια κοινωνική εκδήλωση κάπου στη Βόρειο Αμερική. Εκεί, και χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα εγώ και η χώρα μας στο επίκεντρο της συζήτησης, σε μια ομήγυρη ατόμων με καταγωγή από τελείως διαφορετικά μέρη του κόσμου.

- ¨Αλήθεια τι γίνεται τελικά με την οικονομία εκεί κάτω στην Ελλάδα ?¨ ξεκίνησε τη κουβέντα ο Ιταλός.

- ¨ Ναι, με εσάς τους Έλληνες το ευρώ πάει κατά ..........
διαβόλου
¨ συνέχισε ο Αμερικανός….

- ¨Τελικά καταφέρατε να πείσετε τους Γερμανούς να σας ξεχρεώσουν πάλι ?? Προσέθεσε με υποτιμητικό τόνο ο Καναδός.

- ¨Καλά να πάθετε. Επιτέλους ήταν καιρός εκεί κάτω στην Ελλάδα να αρχίσετε να συμμαζεύετε τα οικονομικά σας¨ συμπλήρωσε με τρανταχτή φωνή ο Έλληνας ομογενής. Είχε αυτό το ύφος που έχω συναντήσει ξανά στους ομογενείς μας, σα να υπαινίσσεται ¨όχι που νομίζατε ότι εσείς θα περνάτε καλά και εγώ θα βασανίζομαι εδώ πάνω¨, αλλά για αυτό ίσως πρέπει να μιλήσουμε άλλη φορά.

- ¨ Καλά που είστε εσείς και κάνετε εμάς τους Ιρλανδούς να φαινόμαστε άγιοι¨ υπερθεμάτισε ο συμπαθητικός νεαρός Ιρλανδός, δίνοντας το τελειωτικό χτύπημα. Όλοι μαζί ξέσπασαν σε χαχανητά.

Κοκκίνισα, ντράπηκα. ¨Τα πράγματα είναι λίγο καλύτερα τώρα….. Πήραμε μέτρα¨ προσπάθησα να ψελλίσω, επιστρατεύοντας κάποιο χαμόγελο αμηχανίας…

Και πάλι χαχανητά.

- ¨Οι Γερμανοί είναι πολύ θυμωμένοι μαζί σας¨ επέμεινε ο Καναδός.

Κάποιος άλλαξε το θέμα της συζήτησης. Η κουβέντα πήγε αλλού. Ευτυχώς, γλίτωσα τα χειρότερα…

Κάθομαι στο δωμάτιό μου, μην έχοντας συνέλθει εντελώς ακόμα από αυτό το παράξενο αίσθημα της Εθνικής ταπείνωσης. Ανακαλώ στη μνήμη μου όσα συνέβησαν λίγο νωρίτερα και ένα αίσθημα οργής με καταλαμβάνει:

Θυμώνω με τους δασκάλους μου στο δημοτικό, στο γυμνάσιο, το λύκειο, το πανεπιστήμιο. Θυμώνω πραγματικά…

Θυμώνω μαζί τους γιατί όλα αυτά τα χρόνια με βομβάρδιζαν με γνώσεις για το πόσο σπουδαίοι και μοναδικοί ήταν οι πρόγονοί μου. Για τους ένδοξους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, τους επιστήμονες, τους δημιουργούς. Για τους ανδρείους, λιτούς, Σπαρτιάτες και τους κατακτητές και εκπολιτιστές Μακεδόνες. Για τους δίκαιους και ηθικούς πολίτες της πόλης των Αθηνών. Μου εξιστορούσαν για το πώς εμείς οι Έλληνες μεταλαμπαδεύσαμε στα υπόλοιπα έθνη το λίκνο του πολιτισμού. Τους διδάξαμε τη Δημοκρατία. Τους δώσαμε τους Ολυμπιακούς αγώνες μαζί με τα ιδεώδη του ολυμπισμού… Και άλλα πολλά.

Δυστυχώς όμως, δε φρόντισαν να με διδάξουν το κυριότερο. Πως σπουδαιότερο δηλαδή από το να γνωρίζουμε την ένδοξη ιστορία μας και το πόσο σπουδαίοι ήταν οι πρόγονοί μας, είναι να φανούμε ΑΝΤΑΞΙΟΙ ΤΟΥΣ. Ότι ως φορείς τέτοιας κληρονομιάς, χρέος έχουμε να είμαστε πάντα πρωτοπόροι. Στην ηθική, στον πολιτισμό, στην επιστήμη, στην έρευνα. Παρέλειψαν να με κάνουν να καταλάβω, πως είναι το πεπρωμένο μας , σαν Έθνος, όχι μόνο να είμαστε ισάξιοι των προγόνων μας, αλλά ολοένα και καλύτεροι…

Αντίθετα, οι δάσκαλοί μου έθεσαν τον πήχη χαμηλά. Με εξανάγκασαν σε μια στείρα απομνημόνευση ένδοξων στιγμών της ιστορίας μου και σε κουραστική αναμάσηση των κατορθωμάτων τους. Κάποιοι το ονόμασαν προγονολατρία... Αντί να με παροτρύνουν να συναγωνίζομαι το παρελθόν μου, με άφησαν να εφησυχάζω. Σαν τον πλούσιο κληρονόμο, που αντί να εργάζεται σκληρά να διατηρήσει και να αυγατίσει αυτά που κληρονόμησε, αυτός αφού τα κατασπατάλησε και τα ευτέλισε, κυκλοφορεί τώρα στις γειτονιές, κακοντυμένος, άπλυτος, φτωχός και κακομοιριασμένος. Βρίζει, πτύει και διαπληκτίζεται. Διηγείται με καμάρι, δεξιά και αριστερά, το πόσο σπουδαία ήταν η οικογένειά του και πόσο πλούσια και ένδοξη ζωή κάποτε είχε. Και το μόνο που προκαλεί γύρω του είναι την αποστροφή και τον οίκτο, μαζί με κάποια ψήγματα συμπάθειας.…

Με τύφλωσαν οι δάσκαλοί μου με το να μου λένε με επιμονή, πως η «βαριά βιομηχανία της Ελλάδας είναι ο τουρισμός». «Ζούμε στην ωραιότερη χώρα του κόσμου» μου έλεγαν. «Η Ελλάδα δεν έχει πλουτοπαραγωγικές πηγές, μα έχει τον ήλιο και τη θάλασσα και αυτό αρκεί» επαναλάμβαναν αποκοιμίζοντάς με. Άφησαν τη χώρα να καθρεφτίζεται αυτάρεσκα στα νερά των θαλασσών της, να στολίζεται και να φτιασιδώνεται στις παραλίες της και να προσφέρει τα κάλλη της απλόχερα στις μυριάδες των ¨αφελών¨ επισκεπτών της. Σα την νέα, πανέμορφη ξανθιά κοπέλα, που επενδύει όλο της το είναι στην ομορφιά της. Που περνάει τις ώρες της μπροστά στον καθρέφτη χτενίζοντας και στολίζοντας τα μαλλιά της και που ξεπουλάει τα κάλλη της στον καθένα, αποκομίζοντας εφήμερα αγαθά και οφέλη. Και δε γνωρίζει η δύσμοιρη, πως η ομορφιά περνάει και πως σε δύσκολους καιρούς, άλλα και όχι η ομορφιά, ούτε τα χρυσά μαλλιά της, είναι που θα τη σώσουν… Μας έκαναν λοιπόν τους Έλληνες τουριστικούς πράκτορες, ξεναγούς, εστιάτορες, ξενοδόχους. Αυτή είναι η ¨βαριά μας βιομηχανία¨. Λες και οι ένδοξοι πρόγονοί μας, για τέτοιους μας προόριζαν….

Ακόμα δε μπορώ να συνέλθω από τη σημερινή μου ντροπή…

Θυμώνω λοιπόν με τους δασκάλους μου. Νιώθω πως με κορόιδεψαν. Με πρόδωσαν. Τώρα το ξέρω πλέον καλά. Και η δική μου η γενιά είναι γενιά χαμένη. Μια ελπίδα μου μένει. Οι επόμενες γενεές, τα νέα Ελληνόπουλα να έχουν καλύτερους δασκάλους. Τέτοιους, που επιτέλους να τους διδάξουν, όχι μόνο το ποιοι ήμασταν σαν Έλληνες, αλλά κυρίως, ποιοι πρέπει και μπορούμε να ήμαστε!


Σας ευχαριστώ για τη φιλοξενία.