Δημοκρατία θνήσκουσα (;)…

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Το ζήτημα της λειτουργίας της (κοινοβουλευτικής) μας δημοκρατίας, κάθε άλλο παρά νέο είναι. Είναι παμπάλαιο. Για τη παρακμή και τον εκφυλισμό της συζητούν ειδικοί από χρόνους που εμείς δεν βρισκόμασταν στη ζωή. Το ίδιο όμως παλιός είναι και ο αγώνας τούτο το ιδανικό, (περισσότερο από «σύστημα» είναι ιδανικό), να διασωθεί.

Ποιοι θέλουν τη δημοκρατία;

Όσοι πιστεύουν σε ανώτερες μορφές ανθρωπισμού –διότι εκεί ο άνθρωπος αποτελεί το κέντρο του ενδιαφέροντος της κοινωνίας, εκεί ο άνθρωπος αποτελεί αντικείμενο σεβασμού ως άνθρωπος.

Όσοι πιστεύουν σε ευγενικότερες μορφές ιδανικών –διότι όπου ο ανθρωπισμός αναδύεται ο ειλικρινής στόχος, εκεί και τα ευγενικότερα ιδανικά.

Όσοι πιστεύουν στην ελευθερία τους –διότι η ελευθερία είναι κάτι το μαχητό, διότι πρέπει να αγωνίζεσαι για να την κάνεις δική σου, κανείς δεν πρόκειται να αγωνιστεί γι’ αυτή απλά για να τη παραδώσει σ’ άλλα χέρια : τα δικά σου.

Όσοι πιστεύουν στην υπευθυνότητά τους –διότι η δημοκρατία για να μην ευτελίζεται, να μην εξευτελίζεται, απαιτεί την υπευθυνότητα των .........

πολλών απέναντι στους κανόνες λειτουργίας και τις πολιτικές αρχές της, απέναντι τελικά στους ίδιους τους εαυτούς τους.

Όσοι πιστεύουν όχι στο δικαίωμα της συμμετοχής, μα στην υποχρέωση της συμμετοχής, όχι (μονάχα) στη (στιγμιαία) συμμετοχή τους στις εκλογικές διαδικασίες (αυτό αποτελεί το ελάχιστο αυτής της απαίτησης), μα στην (διαρκή) υποχρέωση να επεμβαίνουν ενεργά στο καθημερινό πολιτικό γίγνεσθαι, με όποιο τρόπο ο καθείς θεωρεί ότι αρμόζει περισσότερο στις ατομικές του ικανότητες, δεξιότητες και γνώσεις : απαιτεί το οριστικό θάψιμο του «ωχαδερφισμού».

Βέβαια απ’ την άλλη, κάποιοι βολεύονται απ’ τις δυσλειτουργίες της δημοκρατίας.



Κάποιοι ωφελούνται τα μέγιστα απ’ την πολιτική απάθεια, απ’ τη «κόπωση» των πολιτών από μια δημοκρατία που δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε, πόσο μάλλον που κατά την κοινή αντίληψη του μέσου ανθρώπου, βρίσκεται σε μια παρακμιακή φάση –τούτη τη πραγματικότητα κανείς εκπρόσωπος τούτου του παρηκμασμένου πολιτικού συστήματος δεν θα την αναγνωρίσει.



Όσο λιγότεροι συμμετέχουν ουσιαστικά σ’ αυτό το πολιτικό γίγνεσθαι, τόσο κάποιοι άλλοι θα αναλαμβάνουν το ρόλο του καπετάνιου στο σκάφος πάνω στο οποίο όμως επιβαίνουμε όλοι μας, για να το κουμαντάρουν σύμφωνα με τα δικά τους αποκλειστικά συμφέροντα. Κι όσο περισσότερο οι πολλοί απέχουν, τόσο περισσότερο θα το πληρώνουν, και τόσο περισσότερο θα αισθάνονται και θα είναι δυστυχείς. Κι όσο περισσότερο θα αισθάνονται και θα γίνονται δυστυχείς, τόσο περισσότερο θα το πληρώνουν και τόσο περισσότερο θα απέχουν απ’ τη προσπάθεια που θα τους έβγαζε απ’ αυτόν τον φαύλο –όπως εξελίσσεται- κύκλο.



Ιστορικά αυτός ο φαύλος κύκλος σπάει συνήθως με μια «έκρηξη», με μια «επανάσταση». Τούτη η «επανάσταση», πριν οριστικοποιηθεί τι μορφή θα έχει και τι μέσα αγώνα θα χρησιμοποιήσει, έπεται μιας άλλης επανάστασης, που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «επανάσταση των προσδοκιών» (χρησιμοποιώ αναλογικά εδώ τον όρο αυτό, που ο (μακαριστός) καθηγητής μου Θανάσης Κανελλόπουλος είχε χρησιμοποιήσει για τη περίπτωση των πρώην αποικιακών χωρών. Βλ : Α. Π. Κανελλόπουλος : Η Οικονομική της Αναπτύξεως, Τόμος 1ος, σελ. 11-12). Έτσι, όσοι μιλάνε για «ανατροπή» τούτης της παθογένειας της δημοκρατίας μας, για «ρήξη» με το παρελθόν, όσοι επαναλαμβάνουν μεθυστικά όπως άλλοτε έκαναν οι «ξεβράκωτοι» της οδού Μουφτάρ στη Συμβατική Συνέλευση στις 9 Δεκέμβρη του 1792 : «Μας γράφετε στα παλιά σας τα παπούτσια; Δεν θα μας γράφετε για πολύ» (Raoul Vaneigem : Η επανάσταση της καθημερινής ζωής, εκδ. Άκμων, σελ. 333), λοιπόν, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν πρόκειται να συμβεί, αν προηγούμενα δεν αναστηθούν οι ουσιαστικές προσδοκίες των πολλών και οι ουσιαστικές ελπίδες τους. Διότι αυτό που είναι το πιο επικίνδυνο, είναι ταφεί η ίδια η ελπίδα κι οι ίδιες οι προσδοκίες. Αυτό είναι που θέλουν οι λίγοι. Αυτός θα είναι ο τάφος των πολλών : η παραίτηση. Προσέξτε : δε συζητώ καθόλου για τη στιγμιαία συμμετοχή μας μέσα απ’ την εκλογική διαδικασία σ’ αυτό το «γίγνεσθαι». Συζητώ για τον διαρκή προβληματισμό, για την διαρκή αγωνία, για τον διαρκή θυμό, για την διαρκή κραυγή, για τη διαρκή έκφραση γνώμης : αυτό θα είναι το ξεσήκωμα της ελπίδας, η «επανάσταση των προσδοκιών». Προσέξτε πόσο ο «καθωσπρεπισμός» όσων αγωνίζονται για την επιφανειακή δημοκρατία αποστρέφεται (κατ’ ουσίαν : φοβάται) αυτές τις λέξεις. Δεν σας θέλουν θυμωμένους, δεν σας θέλουν προβληματισμένους, δεν σας θέλουν να έχετε την ικανότητα να αγωνιάτε, δεν σας θέλουν θυμωμένους, δε θέλουν τη γνώμη σας –τι να τι κάνουν άλλωστε στην εποχή των τεχνοκρατών και της ειδημονοκρατίας; Σας θέλουν «ήρεμους», πες σα σε καταστολή. Δεν θέλουν τη διαρκή συμμετοχή σας –αυτή που έχει μεγάλο πολιτικό ενδιαφέρον-, θέλουν τη στιγμιαία εκλογική συμμετοχή σας –αυτή που έχει μεγάλο κομματικό ενδιαφέρον. Δε θέλουν πολιτικοποιημένους πολίτες, θέλουν κομματικοποιημένους.



Χτες, για πρώτη φορά στη χώρα μας, κι έχει σημασία διότι μιλάμε για τη χώρα όπου γεννήθηκε η δημοκρατία, επιτέλους «πετύχαμε» και κάτι που θεωρείται ίδιον της Δυτικοευρωπαϊκής Δημοκρατίας –όπου η διακυβέρνηση κατ’ ουσίαν έχει εκχωρηθεί με διαρκή λευκή επιταγή στους λίγους : 1 στους 2, δεν πήγε καθόλου να ψηφίσει. Κι ας μη μας πούνε πάλι για τη χαλαρή ψήφο, διότι στις εθνικές εκλογές η «αυξημένη» συμμετοχή οφείλεται κυρίως στην υποχρεωτικότητα της ψηφοφορίας. Βέβαια, κάπως απαλύνθηκε τούτη η στιφάδα με το να αναδυθούν και κάποιες άλλες νέες πολιτικές δυνάμεις, με το να «χτυπηθεί» κάπως ο δικομματισμός (κάτι ψιλογρατσουνιές κατ’ ουσίαν). Αυτή η αποχή, είναι κακό προμήνυμα αν η συνέχεια θα το καταγράψει ως μια παγιωμένη πλέον πραγματικότητα. Διότι χειρότερο κι απ’ το να αποφασίζουν για σένα χωρίς εσένα, είναι να αποφασίσεις εσύ ο ίδιος να αποφασίζουν χωρίς εσένα για σένα…

Μιλάμε λοιπόν, εδώ στη χώρα μας, μα και γενικότερα, για μια «θνήσκουσα» δημοκρατία; Τα πράματα μπορεί να μην πάνε καλά, όμως ας κρατήσουμε –ακόμα- το ερωτηματικό…