«Δε χρειάζομαι συνδικάτο» -

Μια αληθινή ιστορία Διαθήκης από το μέλλον

Γράφει ο Αλέξανδρος
Πιστοφίδης


«Τι έκανες πατέρα ενάντια σ αυτό που σου ρήμαξε τη ζωή και συνθλίβει τη δική μου;»



Ο Ράνταλ Κέλερ από τη μικρή πόλη Kανάπολις της Βόρειας Καρολίνα, είναι 43 ετών αλλά μοιάζει σαν να είναι 60. Τα τελευταία χρόνια της ανεργίας τον κατέβαλαν και τον γέρασαν όσο τίποτε άλλο. Από τα δεκάξι του δούλευε στο μοναδικό εργοστάσιο της περιοχής, στην κλωστοϋφαντουργία Pillowtex. Στο ίδιο εργοστάσιο δούλευαν οι γονείς, τα αδέρφια του και όλο σχεδόν το σόϊ του. Όταν το καλοκαίρι του 2003 έκλεισε η Pillowtex για πάντα, μαζί της κατέρρευσε και ολόκληρος ο κόσμος του. Τα 27 καλύτερα χρόνια της ζωής του τα πέρασε μέσα σε αυτό το εργοστάσιο, που ήταν σαν το σπίτι του. Μεγάλωσε σχεδόν μέσα σ΄αυτό, όπως ολόκληρη η Κανάπολις.
Στις αρχές του περασμένου αιώνα, χιλιάδες επιχειρήσεις έφευγαν από το βορρά της Αμερικής για να εγκατασταθούν στο νότο, όπου υπήρχαν φθηνά εργατικά χέρια και το σημαντικότερο, δεν υπήρχαν συνδικάτα. Μέσα σε αυτό το ιδανικό για επιχειρήσεις κλίμα της εποχής, ήρθε το 1906 και η........
Pillowtex από το βιομηχανικό βορρά για να αγκαλιάσει στοργικά τους καλοκάγαθους αγρότες της μικρής πόλης. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να τους χτίσει όμορφα μικρά σπιτάκια γύρω από το επιβλητικό εργοστάσιο με την τεράστια τσιμινιέρα, που έμοιαζε σαν εκκλησιά με καμπαναριό. Η Pillowtex τους επιδοτούσε το νοίκι, ακόμη και το ρεύμα τους. Αυτή η στοργική ζεστή αγκαλιά, ήταν το αντίτιμο, ώστε όταν κάποτε ήρθαν κάποιοι «ταραξίες» απ έξω για να τους οργανώσουν σε συνδικάτο, οι περισσότεροι εργάτες, όπως και ο Ράνταλ Κέλερ, φόρεσαν επιδεικτικά ένα μπλουζάκι, δώρο της εταιρείας με σύνθημα: «Δε χρειάζομαι συνδικάτο», έχω αυτούς που με αγαπούν!
Αυτό ήταν ίσως και ο λόγος, που το κλείσιμο του εργοστασίου τους βρήκε όλους απροετοίμαστους. Εκλεισε μέσα σε μια νύχτα και οι 5000 απολυμένοι δεν
κατάλαβαν τίποτα, αλλά ούτε είχαν καν το χρόνο, έστω να το συζητήσουν μεταξύ τους, και ότι σε πονάει, αλλά δεν μπορείς ούτε να το συζητήσεις, σε καταρρακώνει και σε συνθλίβει ψυχικά και σωματικά. Εν τω μεταξύ, όπως όλοι οι άλλοι, εδώ και χρόνια επισκέπτεται ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα επιμόρφωσης. Μια λύση που είναι ήδη γνωστή και στην Ελλάδα με τα λεγόμενα σεμινάρια της ΕΕ, τα οποία δημιουργήθηκαν για να πλουτίζουν κάποιοι επιτήδειοι και να παραμένουν αδρανείς και ήσυχοι οι άνεργοι Στο πρόγραμμα αυτό, ο Ράνταλ, μαθαίνει ρητορική, ιστορία, θρησκευτικά και η γυναίκα του αγγειοπλαστική, αφού δεν έχει νόημα να μάθει κάτι άλλο μιας και δεν υπάρχουν πλέον εργοστάσια στην περιοχή. Ο μοναδικός που δουλεύει στην οικογένεια είναι ο 18χρονος γιός του, κι αυτός σαν απλός μισθοφόρος στο μακρινό Ιράκ. Και παρότι ο πατέρας του αργοπεθαίνει, δεν έχει εδώ και δύο μήνες κανένα νέο από το Ιρακ, και ο ίδιος έχει να αγοράσει καινούργιο πουκάμισο εδώ και δύο χρόνια, δεν έχει να πει κανένα κακό λόγο για την κυβέρνηση αλλά ούτε και για τον ιδιοκτήτη της Pillowtex, τον David Murdock (καμία σχέση με τον μεγιστάνα των ΜΜΕ Rupert Murdoch αλλά το ίδιο αδίστακτος).
Η προτεσταντική ηθική του Ράνταλ, δεν του επιτρέπει να ρίχνει το φταίξιμο σε άλλους αλλά μόνο στον εαυτό του. Για έναν πιστό προτεστάντη ισχύει ο κανόνας : «όποιος πέφτει οφείλει να σηκωθεί μόνος του». Πέρα από την κυριακάτικη προσευχή στην κατάμεστη εκκλησία, η άλλη μοναδική του παρηγοριά είναι τα νέα φθηνά ψυχοφάρμακα κατά της κατάθλιψης, που τον κρατούν ακόμη όρθιο. Ο γερμανός δημοσιογράφος του περιοδικού «Der Spiegel», που έκανε το ρεπορτάζ για τη μικρή πόλη της Βορείου Καρολίνας, έμεινε έκπληκτος με την ιώβεια καρτερικότητα του Ράνταλ και των συντρόφων του. Γι αυτό και ο τίτλος του ρεπορτάζ ήταν: «οι καταδικασμένοι της Kannapolis»

Η Kannapolis απλώνεται παντού σαν πανώλη

Στις αρχές του περασμένου αιώνα, ένα φάντασμα πλανιόταν πάνω από όλες τις βιομηχανικές χώρες του κόσμου, το φάντασμα των εργατικών κινημάτων. Η δύναμή τους ήταν τέτοια, που οι εργοδότες ή συμβιβάζονταν με καλύτερες συνθήκες εργασίας και καλύτερες αμοιβές, ή πήγαιναν σε αγροτικές περιοχές όπως της Kannapolis, όπου οι άνθρωποι είναι συντηρητικοί, αγαπούν την εκκλησία και απεχθάνονται τους συνδικαλιστές και όλους εκείνους που «σπέρνουν διχόνοια» στην κλειστή κοινωνία. Αυτό το φάντασμα και ο κίνδυνος των κοινωνικών ανατροπών ήταν που οδήγησαν σε ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο του καπιταλισμού αλλά και σε μια άνευ προηγουμένου οικονομική ανάπτυξη. Με την κατάρρευση του αντίπαλου δέους, του σοσιαλισμού, την απόλυτη κυριαρχία των ΗΠΑ, την απαξίωση των συνδικάτων και τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, που κάθε τόσο κόβεται και ράβεται στα μέτρα των πολυεθνικών, τα πράγματα έχουν αλλάξει ραγδαία.
Αυτές οι αμερικανικές κοινωνικές συνθήκες της Kannapolis, απλώνονται εν τω μεταξύ σαν πανώλη πάνω από τους εργαζόμενους όλου του κόσμου. Στο Πέραμα, στη Δράμα, στη Σόφια, στη Μαδρίτη, ακόμη και στη Σαγκάη, η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα έχουν μπει για τα καλά στη ζωή εκείνων που εργάζονται. Η Μοναδική απάντηση σε αυτήν τη λαίλαπα της απαξίωσης της εργασίας και της ισοπέδωσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, θα ήταν η αλληλεγγύη των εργαζομένων και η οργάνωσή τους. Αν κρίνει όμως κανείς από το ποσοστό οργάνωσης των εργαζομένων σε όλες τις χώρες, διαπιστώνει ότι οι οπαδοί της προτεσταντικής ηθικής, του,«ο σώζων εαυτόν σωθείτω», αυξάνονται και πληθύνονται. Μαζί τους θα αυξηθεί και η ασθένεια του αιώνα, η κατάθλιψη. Και όπου πει καλημέρα η κατάθλιψη, λέει καληνύχτα για πάντα ο συνειδητοποιημένος ενεργός πολίτης. Με τον απομονωμένο, φοβισμένο και τρομοκρατημένο κάνεις ότι θέλεις.
Στρατευμένοι θεωρητικοί και οπαδοί του νεοφιλελευθερισμού, έχουν αρχίσει εδώ και χρόνια έναν αφανή πόλεμο εναντίον κάθε μορφής εργατικών ενώσεων. Ενώ οι αυτοαποκαλούμενοι νεοφιλελεύθεροι είναι οργανωμένοι στις πιο αλλοπρόσαλλες και συνωμοτικές ομάδες-λέσχες προώθησης συμφερόντων και διαδηλώνουν μάλιστα ακόμη και για τα δικαιώματα των σκύλων τους, έχουν πείσει πολλούς εργαζόμενους, πως η οργάνωση στα συνδικάτα και ο αγώνας υπέρ των δικαιωμάτων τους, «κάνει κακό στην υγεία». (Πριν μερικά χρόνια, σε διαδήλωση στο Σύνταγμα υπέρ των δικαιωμάτων των αδέσποτων σκύλων συμμετείχε και ο κος Ανδριανόπουλος, ο οποίος κατά τα άλλα δεν βρίσκει αφορμή να μην καταφερθεί κατά των συνδικάτων και των εργατικών διεκδικήσεων. Αυτό που αναγνωρίζει στο σκύλο του, το θεωρεί πολυτέλεια στους εργαζόμενους, διότι οι εργαζόμενοι δεν είναι τίποτα παραπάνω από αναλώσιμα ζωντανά εργαλεία). Σε μια εποχή, όπου εκείνοι που λένε στους επιχειρηματίες, πως η επιβίωση περνάει μέσα από δίκτυα, συνεργασίες και συγχωνεύσεις, στους εργαζόμενους προτείνουν «ατομικές προσπάθειες, εγκράτεια σε διεκδικήσεις και αποχή (νηστεία) από τα συνδικάτα».
Τον καλό μας άνθρωπο από την Κανάπολη, τον κάθε μακροχρόνια άνεργο άνω των 40 και 50 που εξακολουθεί να σκέπτεται, τον βασανίζει ένα μεγάλο δίλημμα. Βλέπει γύρω του συσσωρευμένο ένα τεράστιο πλούτο και παρότι εργάζεται μια ζωή σκληρά, δεν του ανήκει τίποτα. Τον τρομάζει η σκέψη ότι κάποια στιγμή, στα 60 ή 70 του, θα τον ρωτήσει το παιδί του: «για πες μου πατέρα, μπορείς να μου πεις αν νιώθεις πως τα κατάφερες στη ζωή σου»; Κι αν του πει όχι, το επόμενο τρομαχτικό ερώτημα ίσως να είναι : «και τι έκανες ενάντια σ αυτό που σου ρήμαξε τη ζωή και συνθλίβει τη δική μου ρε Μ……..Α»;
Το αν τα επόμενα χρόνια θα αυξηθούν, εκείνοι που θα βρεθούν στη δυσάρεστη και τραγική θέση του «καλού ανθρώπου από την Κανάπολη», θα εξαρτηθεί από το συσχετισμό δυνάμεων εργοδοτών και οργανωμένων εργαζομένων στα συνδικάτα. Μην στέλνετε λοιπόν κάποιον να ρωτήσει για ποιον χτυπάει η καμπάνα. Η καμπάνα χτυπάει για όλους τους εφησυχασμένους με τα ψευτοδιλήμματα και τις υποσχέσεις, που στη θέση των διεκδικήσεων τοποθετούν την καλοσύνη και την ελεημοσύνη εκείνων που εκμεταλλεύονται την εργασία τους και τη ζωή τους.
Μπορεί τα συνδικάτα σήμερα να είναι συμβιβασμένα και ανύπαρκτα. Μπορεί οι περισσότεροι συνδικαλιστές να είναι αποξενωμένοι από τις πραγματικές ανάγκες και τα προβλήματα των εργαζομένων, μπορεί να είναι διεφθαρμένοι, αλλά τα χειρότερα συνδικάτα είναι καλύτερα από τα ανύπαρκτα.
Επειδή οι περισσότεροι πολιτικοί μας είναι διεφθαρμένοι, επειδή οι περισσότεροι υψηλόβαθμοι ρασοφόροι μας είναι διεφθαρμένοι, δε σημαίνει ότι αντίστοιχα θα πάψουμε να ψηφίζουμε ή θα βγούμε από την εκκλησία χαρίζοντάς τους το «μαγαζί»;