Όταν η διαπιστωτική «αντιπολίτευση» διεκδικεί αγωνιστικά εύσημα - Και μια πρόταση αντιμνημονιακής στρατηγικής.

Γράφει ο Βασίλης Δημ. Χασιώτης 


«Ήρθαν και άλλαξαν τα πάντα χωρίς να γνωρίζουν τίποτα. Αυτή δεν είναι δουλειά χειρουργού, διότι ο χειρουργός γνωρίζει από ανατομία και ξέρει να διορθώσει, είναι δουλειά χασάπηδων γιατί βάρεσαν στο ψαχνό».

Αλεχάνδρο Σέρκας – Ευρωβουλευτής

(Δήλωση με αφορμή την έκθεση του Ευρωκοινοβουλίου για τα μνημόνια που εφαρμόστηκαν σε Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία και Κύπρο)

«Το δυστύχημα είναι ότι στο εσωτερικό της χώρας υπάρχουν πρόσωπα και δυνάμεις που ακόμη κι αυτή την ώρα, ως άλλοι κουκουλοφόροι, δίνουν γη και ύδωρ στους αφερέγγυους εταίρους και δανειστές μας. Επειδή ορισμένοι εκ των αναγνωστών διερωτώνται ποιοι είναι οι κουκουλουφόροι που ακόμη κι αυτή την ώρα δίνουν γη και ύδωρ στους αφερέγγυους εταίρους μας, διευκρινίζουμε ότι αναφερόμαστε κυρίως στο πλήθος των υποτελών προθύμων της πολιτικής, των.....
επιχειρήσεων και της δημοσιογραφίας που συνεπικουρούν τον Πολ Τόμσεν, υπερασπίζονται με πάθος κάθε έμπνευση των τροϊκανών και επικρίνουν χωρίς αιδώ οποιονδήποτε εκφράζει αντίθετη άποψη ή διατυπώνει ανησυχίες και φόβους για την οικονομία, τη χώρα και το λαό της.»

(Κύριο άρθρο της εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 21/11/2012,  «Αφερέγγυοι εταίροι και εγχώριοι κουκουλοφόροι»)


Αν συνεχίσει έτσι η κατάσταση, της ευδαίμονος αταραξίας σε ό,τι συμβαίνει στο τόπο, σε ό,τι συμβαίνει στον καθένα μας, φοβούμαι ότι σε λίγο θα ξεχάσουμε και τα ονόματα των ηγετών της αντιπολίτευσης, ακριβώς όπως ξεχάσαμε τα ονόματα των συνδικαλιστικών μας ηγεσιών, ή το χειρότερο, θα τα θυμόμαστε ακριβώς για να θυμόμαστε πώς σε περίοδο τόσο μεγάλων αθλιοτήτων σε βάρος ενός ολόκληρου λαού, υπήρξε τόσο μεγάλη ανοχή, που η αθλιότητα βεβαίως έχει κάθε λόγο να τη θεωρεί ως επιβεβαίωση της δικής της παρουσίας.

Η ξένη κατοχική δύναμη της Τρόικας, και το ντόπιο μνημονιακό μπλοκ, οφείλουν πολλά, μα πάρα πολλά, στο πολιτικό και ιδιαίτερα στο κοινοβουλευτικό αντιμνημονιακό μπλοκ, το οποίο με τη στρατηγική του, που περιορίζεται, στη καλύτερη των περιπτώσεων, σε μια ηχηρή –κι αυτό όχι πάντα- πλην άκρως βερμπαλιστική αντιπολίτευση, προσφέρει έτσι την καλύτερη υπηρεσία προς τις μνημονιακές δυνάμεις. Διότι αυτό που θέλουν οι τελευταίες, τουλάχιστον η ξένη Τρόϊκα, δεν είναι τόσο να μην ανέβουν κάποια στιγμή στην εξουσία οι αντιμνημονιακές δυνάμεις, αλλά να μην ανέβουν ΠΡΙΝ ολοκληρωθεί το παιχνίδι τους, όσα εν πάση περιπτώσει θέλουν να περάσουν, και κυρίως όσα θέλουν να περιέλθουν στη κατοχή τους.

Μετά, βλέπουμε…

Άλλωστε, στη παρούσα συγκυρία, ούτε δικός μου καημός είναι να φύγουν τούτοι και να έρθουν εκείνοι. Ο δικός μου καημός είναι να φύγει ο ξένος κατακτητής, είναι να δοθεί μάχη ώστε να επιτευχθεί μια συμφωνία στο ζήτημα του εξωτερικού χρέους που να μην εξαφανίζει οικονομικά και κοινωνικά από προσώπου γης την κοινωνία και το λαό, κι αυτό το αίτημα της αξιοπρεπούς αντιμετώπισης αυτού του λαού θα είναι μια γνήσια κόκκινη γραμμή που δεν θα επιτραπεί σε κανέναν ξένο να την παραβιάσει, είναι τέλος η χώρα, να είναι εθνικά κυρίαρχη, τόσο, όσο κάθε άλλη χώρα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτοί είναι οι κυρίαρχοι στόχοι, και πρέπει να δοθεί ο αγώνας ενωμένος από όλους όσους πιστεύουν σ’ αυτούς. Στόχος δεν είναι η συγκυβέρνηση αντιμνημονιακών δυνάμεων που σε σοβαρά ζητήματα –π.χ. εθνικά- δεν συναντώνται πουθενά. Αυτή τη στιγμή, προέχει να απαλλαγεί η χώρα από τα ξένα δεσμά, που δεν της επιτρέπουν να έχει δική της, εθνικά κυρίαρχη κυβέρνηση. Σ’ αυτή τη συγκυρία, πρέπει σύσσωμη, από κοινού οι πολιτικές δυνάμεις που δηλώνουν ότι αντιτίθενται στη παρουσία της Τρόϊκας και των πολιτικών της, όχι εδώ, μα στο διεθνές και κυρίως το ευρωπαϊκό κοινό, στους ευρωπαϊκούς λαούς, να καταγγείλουν όχι τα σκληρά μέτρα που η Τρόϊκα έχει επιβάλλει σε ένα λαό, αυτό αφορά εμάς αλλά φοβούμαι ότι κανείς ξένος δεν θα χάσει τον ύπνο του γι΄ αυτό, μα το γεγονός ότι τα μέτρα αυτά είναι μέτρα που πλήττουν, ανατρέπουν δημοκρατικά και κοινωνικά κεκτημένα στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γίγνεσθαι, τόσο στο επίπεδο των ατομικών όσο και των συλλογικών και κρατικών δικαιωμάτων, να επισημάνουν τη σημασία αυτών των δυσμενών ανατροπών για τους ίδιους τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς λαούς, να υπογραμμίσουν τον κίνδυνο κάποια στιγμή οι πολιτικές αυτές, να εγκαθιδρυθούν παγίως σε όλη την Ευρώπη ή σε μεγάλα τμήματά της. Φαντάζομαι π.χ., μια κοινή παρουσία ας πούμε του κ. Τσίπρα, του κ. Καμμένου και του κ. Κουτσούμπα, και ίσως και του κ. Κουβέλη, να δίνουν στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες κοινές συνεντεύξεις Τύπου καταγγέλλοντας τις αθλιότητες που διαπράττονται σε βάρος της Δημοκρατίας και των δημοκρατικών ευρωπαϊκών κεκτημένων στη χώρα μας, να μιλάνε με ανοιχτά χαρτιά και όχι με μισόλογα και υπονοούμενα, ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν ΓΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ εναντίον της αθλιότητας που έχει επιβληθεί στη χώρα μας από τη Τρόϊκα, πέραν των όποιων άλλων πολιτικών αγώνων εντός της ίδιας της χώρας μας –λίγο παρακάτω θα πω και γι’ αυτό δυο λόγια.

Όμως, ιδού ένα ερώτημα : γιατί σώνει και καλά, να κάνουμε πόλεμο με τους δανειστές μας και όχι διαπραγμάτευση, αγώνας κι αυτή, μα όχι σώνει και καλά πόλεμος! Το ερώτημα αυτό έχει μια πολύ εύκολη απάντηση. Διότι εδώ, στη χώρα μας, διαπραγμάτευση ούτε έγινε, μα ούτε και η Τρόϊκα ήρθε για να διαπραγματευτεί μαζί μας. Ήρθε να ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ. Τα Μνημόνια, δεν υπήρξαν προϊόντα ζυμώσεων και αντιπαραθέσεων ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΩΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ που έπεσαν στο τραπέζι και μέσω αμοιβαίων υποχωρήσεων των δύο πλευρών να προήλθε μια σύνθεση. Τα Μνημόνια είναι οι μονομερείς προτάσεις – αξιώσεις της Τρόϊκας, και η ελληνική πλευρά, απλά, έτρεχε εδώ κι εκεί, τη κάθε φορά, κάτι να απαλύνει, και ό,τι αρχικά φαινόταν να «πετύχαινε» και σε ό,τι αρχικά φαινόταν η Τρόϊκα να υποχωρεί, απλά, ΕΠΙΒΑΛΛΟΝΤΑΝ σε κάποια από τις επόμενες επισκέψεις του κλιμακίου της ξένης Κατοχικής Δύναμης. Θυμηθείτε, αρχής γενομένης από τον Μάϊο του 2010, πόσα πράγματα είχαν «διασωθεί» : οι 13ος και 14ος μισθός, οι συντάξεις και κυρίως οι επικουρικές συντάξεις, ο κατώτατος μισθός, απλά, για να αναφέρω ορισμένα θέματα. Θα πρέπει κανείς είτε πραγματικά να αγνοεί τον ίδιο τον ορισμό της «διαπραγμάτευσης», είτε να μην έχει ιδέα το τι σημαίνει διαπραγμάτευση στον πραγματικό κόσμο της οικονομίας, είτε τέλος, απλά να πολιτικολογεί αναίσχυντα. Ο Πόλεμος εναντίον της ελληνικής κοινωνίας, της ελληνικής οικονομίας και ιδίως του μικρομεσαίου ιστού της, εναντίον του ελληνικού λαού εν τέλει, επιλέχτηκε από τους ίδιους τους Τροϊκανούς. Για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση που διάβασα προ αρκετού χρόνου, δυστυχώς δεν θυμάμαι σε ποιον ανήκει και πού το είχα διαβάσει, η Τρόϊκα, «αποβιβάστηκε» στην Ελλάδα, όπως αποβιβάζονται καταδρομείς ή πεζοναύτες σε εχθρική χώρα. Άλλωστε, δεν είναι στην ίδια τη κουλτούρα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (που προσφέρει και τη «τεχνογνωσία» στους «άμαθους» από την επιβολή αθλιότητας Ευρωπαίους) η τεχνική, ούτε καν η λέξη «διαπραγμάτευση» : τούτος ο εκτροχιασμένος Οργανισμός, δεν γνωρίζει παρά ένα μόνο «φάρμακο», που το χρησιμοποιεί ΔΙΕΘΝΩΣ είτε έχεις πονοκέφαλο, είτε νεφροπάθεια, είτε γάγγραινα, είτε καρκίνο, ένα φάρμακο που έχει πολύ συγκεκριμένες στοχεύσεις : απορύθμιση του κοινωνικού κράτους, μείωση έως σημείου κατάργησης των κοινωνικών δαπανών, ιδιωτικοποίηση δημόσιου και εθνικού πλούτου (ιδιωτικοποιήσεις) σε εξευτελιστικές τιμές.

Ο μόνος που πράγματι διεξάγει τούτη τη στιγμή ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ πόλεμο, ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΜΑ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟ ΠΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΣΕ ΚΑΤΑΡΓΗΣΕΙΣ ΞΕΝΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΚΥΡΙΑΡΧΙΩΝ και άρα ΣΕ ΚΑΤΟΧΗ, είναι η Γερμανία. Όλες οι άλλες ηγεσίες στην Ευρώπη, αποτελούν το θλιβερό ανάλογο του αμέσως προηγούμενου πανευρωπαϊκού πολέμου, όταν ενώπιον του Χίτλερ, τότε, βρίσκονταν ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες όχι απλά κατώτερες των περιστάσεων, μα ουσιαστικά ανύπαρκτες. Ο ίδιος ο Χίτλερ, μετά τη συμφωνία του Μονάχου, έλεγε : «Ζύγισα τους ηγέτες τους στο Μόναχο. Ο Νταλαντιέ, ο Τσάμπερλαιν, τι σκουλήκια!». Αντίθετα, η Σοβιετική Ένωση είχε –κατά τον Χίτλερ- στο πρόσωπο του Στάλιν έναν αρχηγό, που τον αναγνώριζε σχεδόν για ίσο του…» (Καρτιέ, Ρεμόν : Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, Τόμος Πρώτος, 1939-1942, εκδ. ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΠΥΡΟΣ, 1965, σελ. 9). Πόσο δίκαιο είχε; Πόσο πιθανό είναι η σημερινή γερμανική ηγεσία, ακόμα κι αν δεχτούμε ότι δεν το λέει ούτε κατ΄ ιδίαν,  εν τούτοις, να μην είναι σε θέση να εισπράξει την υποτέλεια που δείχνουν όσοι τη δείχνουν και με τον τρόπο που τη δείχνουν απέναντί της;
οια απΛΛΟΝΤΑΝ σε καπαρχικά φαινΠΡΟΤΑΣΕΩΝ που
Όμως, λυπούμαι να πω, επανερχόμενος στα καθ’ ημάς, ότι η αντιπολίτευση, και ιδίως η αξιωματική αντιπολίτευση, κατά την άποψη αρκετών αν όχι πολλών, έχει στρογγυλέψει αρκετά αν όχι πολύ τις αρχικές αιχμηρές της αντιθέσεις προς την δημιουργηθείσα κατάσταση των πραγμάτων, και προσφέρει, θέλω να πιστεύω ακούσια, μια ιδανική διευκόλυνση σε ό,τι πολεμά γνήσια ή καθ’ υπόθεσιν (οι εξελίξεις των πραγμάτων θα δείξουν τι από τα δύο συμβαίνει πράγματι).

Επίσης η αξιωματική αντιπολίτευση, φαίνεται να επαναπαύεται στα εκλογικά της ποσοστά που τις έδωσαν οι τελευταίες εκλογές και πιο αυξημένα ακόμα τις δίνουν οι εν τω μεταξύ δημοσκοπήσεις. Όπως όμως έχω ξαναγράψει, η αξιωματική αντιπολίτευση, όχι μόνο δεν έχει κεφαλαιοποιήσει ΤΙΠΟΤΑ από τους μη παραδοσιακούς της ψηφοφόρους που προσχώρησαν στον ΣΥΡΙΖΑ κατά τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου, με σαφές κριτήριο την ένδειξη δυσαρέσκειας προς τη μνημονιακή πολιτική, όμως η δυσαρέσκεια, δεν αποτελεί και την πλέον ασφαλή συγκολλητική ουσία με ένα κόμμα, ιδίως όταν, αυτή η μη παραδοσιακή εκλογική πελατεία, είναι γνωστό ότι αισθάνεται μικρό έως εξαιρετικά μικρό βαθμό αποδοχής της «ιστορικής» ιδεολογικής ταυτότητας του κόμματος αυτού, την οποία παραβλέπει ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ, εν όψει άλλων σοβαρών προβλημάτων που υπάρχουν τούτη τη στιγμή. Αυτή τη πραγματικότητα, της διάστασης της ιδεολογικής ταυτότητας που εκφράζεται ΚΥΡΙΩΣ από τον «ιστορικό» Συνασπισμό –και όχι μόνο βεβαίως- και της ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ της εκλογικής της βάσης, η αξιωματική αντιπολίτευση, θα την αντιμετωπίσει κατά τρόπο οξύ και ίσως δραματικό όταν θα τεθεί το ζήτημα της «προοπτικής» του κόμματος αυτού, ως μιας ΣΤΑΘΕΡΑΣ πολιτικής δύναμης ΕΞΟΥΣΙΑΣ και φυσικά, θα ταλανίσουν το κόμμα αυτό σε βάθος χρόνο. Το τι μπορεί και πρέπει να γίνει, αυτό δεν αποτελεί αντικείμενο του παρόντος άρθρου, απλά τίθεται ως ένας παρεπόμενος προβληματισμός. Πάντως, αυτό με τη σειρά του σημαίνει, ότι όλη αυτή η κρίσιμη ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΚΗ εκλογική βάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η μη «ενσωματωμένη» στην ιδεολογική ταυτότητα του κόμματος αυτού, στην πρώτη απογοήτευση που θα εισπράξει, ιδίως όταν και αν η νυν αξιωματική αντιπολίτευση ανέλθει στην εξουσία, πολύ απλά, χωρίς πολλούς ενδοιασμούς και ιδεολογικοπολιτικές ενοχές θα εγκαταλείψει το κόμμα αυτό, για να διαλέξει άλλους πιο «μαχόμενους» κομματικούς σχηματισμούς. Αυτό έχει ήδη γίνει με τη μορφή «διαφυγούσης δυσαρέσκειας» προς τη πλευρά της Χρυσής Αυγής, που σ’ ένα σημαντικό βαθμό, είναι δημιούργημα της αδυναμίας όχι μονάχα της ασκούμενης μνημονιακής πολιτικής που παράγει ό,τι είχε παράξει και η Δημοκρατία της Βαϊμάρης στη Γερμανία, μα και της αδυναμίας της αντιπολίτευσης να πείσει ότι ασκεί ουσιαστική και κυρίως δυναμική και όχι βερμπαλιστική αντιπολίτευση. Και λέγοντας «δυναμική», δεν εννοούμε βεβαίως σε καμία περίπτωση το να αρχίσει να χαρακώνει και να σκοτώνει ανθρώπους, μακριά από μένα τέτοιες σκέψεις, όμως, η έννοια της «δυναμικής αντιπολίτευσης» δεν εξαντλείται σε ενέργειες όπως οι παραπάνω, και πιστεύω ότι δεν αρμόζει σε κανέναν που έχει μικρή έστω ηλικιακή εμπειρία ως πολίτης να αρχίσω να του δίνω μαθήματα πολιτικής ιστορίας, για το πώς δηλαδή μέσα στα όρια του πολιτικά και δημοκρατικά παραδεκτού, μπορεί να εκδηλωθεί η δυναμική αντίθεση του λαού σε μια πολιτική που θεωρείται πολιτική ξένων δυνάμεων κατοχής, τέτοιας αγριότητας και βαρβαρότητας ώστε να χαρακτηρίζονται ως «χασάπηδες».

Αν το αντιμνημονιακό μπλοκ, και επαναλαμβάνω, κυρίως η αξιωματική αντιπολίτευση, και ακόμα ειδικότερα οι δυνάμεις εκείνες που τουλάχιστον από τώρα είναι πρόθυμες να συνεργαστούν σε ένα κυβερνητικό επίπεδο ή να παράσχουν στήριξη έστω στη μοναδική προγραμματική βάση της εκδίωξης της ξένης κατοχικής δύναμης και της ακύρωσης του μνημονίου, αναγνωρίζουν πως όσο περνά ο καιρός τα πράγματα αντί να καλυτερεύουν θα χειροτερεύουν, αν αναγνωρίζουν ότι και οι ίδιες όσο συντομότερα αναλάβουν την εξουσία τόσο καλύτερα θα είναι τα πράγματα για τον τόπο αλλά και για το δικό τους έργο, τότε, αυτή τους η αντιπολίτευση, η αντιπολίτευση που εκχωρεί πολύτιμο χρόνο και πολύτιμο χώρο στη μνημονιακή πολιτική, είναι μια πολιτικά «άσφαιρη» αντιπολίτευση, που αρμόζει σε μια περίοδο σχετικής πολιτικής ομαλότητας, με προβλήματα τα συνήθη που εμφανίζονται σε μια μη «κρισιακή» περίοδο, όπου ο πολιτικός χρόνος έχει άλλους ρυθμούς και άλλες ταχύτητες.

Εδώ, ζούμε γεγονότα που λειτουργούν ως «μαύρες τρύπες», που απορροφούν το χρόνο και τον χώρο με διαδικασίες που μόλις μετά βίας προλαβαίνεις να τις καταγράψεις, και πριν συνειδητοποιήσεις τη μια συμφορά, έρχεται η επόμενη : αυτό είναι ακριβώς το πλεονέκτημα της στρατηγικής του «σοκ και δέος», και απέναντι σ΄ αυτή τη στρατηγική, η αντιπολίτευση προτάσσει στρατηγικές που δεν έχει καμία σημασία αν αντιτίθενται στις μνημονιακές επιλογές, σημασία έχει ότι τις εξυπηρετεί.

Η στρατηγική της, στην ουσία αποτελεί χείρα βοηθείας στο σήκωμα του καπακιού της χύτρας μέσα στην οποία κοχλάζει η λαϊκή δυσαρέσκεια.

Τι πρέπει να γίνει;

Το έχω ξαναγράψει.

Η στρατηγική προσδιορίζεται από τα ίδια τα γεγονότα : από τη φύση τους, την ταχύτητα με την οποία εξελίσσονται, από την τραχύτητα ή την ηπιότητά τους, από τις απειλές ή τις ευκαιρίες που προσφέρουν και το είδος και τα χαρακτηριστικά αυτών των απειλών ή ευκαιριών, για να αναφέρουμε μερικά μόνο χαρακτηριστικά.

Εκτός από τη πρόταση που ήδη έκανα στην εισαγωγή του παρόντος άρθρου, επαναφέρω μια βασική μου πρόταση από παλαιότερα, από την εποχή που το μνημονιακό μπλοκ δεν αποτελούνταν παρά μονάχα από το ΠΑΣΟΚ : ΑΝΕΝΔΟΤΟΣ ΑΓΩΝ, ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ – ΚΑΜΙΑ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΣΥΜΕΤΤΟΧΗ ΣΕ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΨΗΦΙΣΕΙΣ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΩΝ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ.

Η αντιμνημονιακή αντιπολίτευση δεν έχει κανένα λόγο να καθίσταται συνομιλητής της ξένης Τρόϊκας, ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΑΓΙΟΥ, όταν δέχεται να συζητά στη Βουλή νομοσχέδια που καταγγέλλονται ότι έχουν γραφτεί ή υπαγορευτεί από την ξένη Κατοχική Δύναμη, και απλά διαβιβάζονται δια χειρός ελληνικής κυβέρνησης. Διότι μια τέτοια έστω και εκ του πλαγίου νομιμοποίηση, δεν παύει να έχει ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο. Πολύ δε περισσότερο, δεν έχει κανένα λόγο να συνομιλεί με μια κυβέρνηση που η ίδια η Αντιπολίτευση και πάντως η συντριπτική πλειοψηφία των κομμάτων που απαρτίζουν την Αντιπολίτευση, κατηγορεί τις μνημονιακές κυβερνήσεις ότι έχουν καταστήσει το Σύνταγμα «κουρελόχαρτο» (οι εκφράσεις βεβαίως είναι δικές τους) και εφ’ όσον εννοούν ό,τι λέγουν, και κυρίως κατανοούν ό,τι ισχυρίζονται, τότε, αν δεν παρερμηνεύω τα λεγόμενά τους, ουσιαστικά θέτουν τις μνημονιακές κυβερνήσεις εκτός συνταγματικής και άρα δημοκρατικής δράσης, και άρα το ερώτημα ανακύπτει αυτόματα : έχει ουσία να μιλά, να συνομιλεί κανείς με κυβερνήσεις που ο ίδιος θεωρεί ότι κινούνται εκτός των συνταγματικών και δημοκρατικών επιταγών; Βεβαίως, ποτέ δεν θα έθετα ένα τέτοιο δίλημμα απομόνωσης της κυβέρνησης σε κόμματα που μπορεί να θεωρούν την κυβερνητική πολιτική σκληρή ή και άδικη, όμως της αναγνωρίζουν τουλάχιστον ότι σέβεται το Σύνταγμα της χώρας. Θέτω όμως το ερώτημα και το θέτω ευθέως, σε όσους ομιλούν για την κουρελοποίηση του ελληνικού Συντάγματος. Εννοούν ό,τι λένε; Αν ναι, αυτό τους υποχρεώνει να πάψουν να συνομιλούν πολιτικά και βεβαίως κοινοβουλευτικά με ό,τι θεωρούν ως συνταγματικό έκτροπο. Και επειδή κάποιες στιγμές ψιλοψέλλισαν ορισμένοι κάτι περί «ανενδότου αγώνος», τους συνιστώ να ξαναδιαβάσουν την ιστορία του Ανενδότου Αγώνα των του πρώτου μισού της δεκαετίας του 1960, τουλάχιστον να πληροφορηθούν τι είδους στρατηγική και πολιτική είχε υιοθετηθεί την εποχή εκείνη και κυρίως τι σήμαινε Ανένδοτος Αγών.

Ακόμα, υπενθυμίζω παλαιότερη πρότασή μου : ΟΛΟΙ ΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΜΝΗΜΟΝΙΑΚΗΣ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ να παραιτηθούν (το ίδιο δε και οι επιλαχόντες στις τελευταίες εκλογές), ώστε να οδηγήσουν τη χώρα σε εκλογές. Οι προσεχείς διπλές εκλογές, οι αυτοδιοικητικές και οι ευρωεκλογές, είναι μια καλή ευκαιρία, να μετατραπούν σε τριπλές, με την προσθήκη και των εθνικών βουλευτικών εκλογών. Βεβαίως, δεν αποκλείεται, αυτή η τελευταία εξέλιξη να προκληθεί από την ίδια τη κυβέρνηση. Όμως, είναι στο χέρι και της αντιπολίτευσης, και ιδίως της αξιωματικής αντιπολίτευσης, να προκαλέσει τις σχετικές εξελίξεις προς τη κατεύθυνση αυτή, αν η κυβέρνηση δεν το πράξει.

Η αντιπολίτευση, πρέπει να είναι αντιπολίτευση πολεμικής και όχι ειρηνικής περιόδου. Άλλωστε το ότι βρισκόμαστε σε πόλεμο, το λένε όλοι οι πολιτικοί, των ηγεσιών μνημονιακών κομμάτων μη εξαιρουμένων. Το πρόβλημα είναι ότι οι κυβερνήσεις μας της μνημονιακής περιόδου, βρίσκονται στη δυσάρεστη θέση να υποστηρίζουν ότι διεξάγουν ένα «πόλεμο» που κατά πως φαίνεται ουδείς άλλος τον διαπιστώνει εξόν από τις ίδιες. Αντίθετα, κατά πως εγώ εισπράττω τα πράγματα, ο «εχθρός» δεν έκανε μόνο περίπατο, μα είναι οι ίδιες οι κυβερνήσεις που τον καλωσόρισαν ως «ευκαιρία», ως «ευτυχία», ως «γιατρό» που θα μας θεράπευε από πάσαν νόσον και μαλακίαν (κατά την αρχαιοελληνική έννοια της λέξης), και επομένως, λογικά διερωτάται κανείς, πώς υποστηρίζεις ότι πολεμάς, αυτόν που καλοδέχεσαι για τους παραπάνω και όχι μόνο λόγους. Πρόκειται γι’ αυτούς ακριβώς τους «γιατρούς», που πλέον και εντός των τειχών του Ευρωκοινοβουλίου, ακούγονται φωνές ξένων πολιτικών, όχι Αριστερών, που ανοιχτά χαρακτηρίζουν αυτούς τους «γιατρούς» ως χασάπηδες.

Όντας σε «πόλεμο», κατά ΚΑΘΟΛΙΚΗ ομολογία, όντας βιώνοντας τις συνέπειες ενός ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ, ενός πολέμου που έχει βάλει στο στόχαστρο ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΑΟ, που τον έχει περιάγει σε καθεστώς φτώχειας και ανέχειας, σε καθεστώς απαλλοτρίωσης ιδιωτικών περιουσιών και εισοδημάτων, που έχει αναστείλει ουσιαστικά κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά δικαιώματα ιδιωτικά και συλλογικά, που έχει καταργήσει την εθνική κυριαρχία, διερωτάται κανείς, απέναντι σ’ αυτόν τον ακτιβισμό της Τρόϊκας, αν θεωρείται από τη πλευρά της αντιπολίτευσης πολιτικά «ευπρεπές» το να αποδέχεται κανείς αυτή τη βάρβαρη πραγματικότητα φωνασκών ή διαμαρτυρόμενος απλά, κάθε δε άλλου είδους νόμιμη και επαναλαμβάνω δυναμική πολιτική αντίδραση να θεωρείται ως  κάτι το «μη ευπρεπές». Αν όμως το ζήτημα έχει καταλήξει αυτού, δηλαδή στη μεταφορά του ιδιωτικοκοινωνικού savoir vivre στις κοινωνικές διεκδικήσεις, τότε, οφείλω να καληνυχτίσω τον όποιο συνομιλητή μου που προβάλλει αυτή την άποψη. Σε κάποιον που σου επιτίθεται με σιδερογροθιά, όταν δεν μου λες να στρέψω και το άλλο μάγουλο στη λογική του μονοδρόμου (της ισχύος του δυνατότερου και της οφειλόμενης υποταγής του ασθενέστερου), μου λες, «αντιδρών», να τον αντιμετωπίσω «μπατσούλες» κι αυτές, με μέτρο… Και πάλι καληνύχτα σας…

Όμως, αν ο πόλεμος αυτός δεν έγινε και δεν γίνεται από τις μνημονιακές κυβερνήσεις, όπως σε έκταση και επανειλημμένα έχω τοποθετηθεί επί του θέματος σε δεκάδες άρθρα μου, ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ δεν γίνεται ΟΥΤΕ από την αντιπολίτευση, και κυρίως την αξιωματική αντιπολίτευση. Οι λέξεις «δεν κουνιέται φύλλο», δεν είναι λέξεις που ακούγονται μονάχα στη λαϊκή βάση. Ακούγονται και στα δημόσια μικρόφωνα, σε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα. Ακόμα και πριν την μνημονιακή περίοδο, υπήρχαν έντονες και μαζικές αντιδράσεις σε διάφορα κυβερνητικά μέτρα, οικονομικά ή άλλα, που δεν έχουν καμία σύγκριση με τη σημερινή απραξία εν τω μέσω προβλημάτων που δεν μπορούν να συγκριθούν με κανένα μέτρο με ό,τι αντιμετώπιζε η ελληνική κοινωνία και οικονομία πριν το 2010…