Οταν ο διαιτητής δεν είναι Γιάχος

Είδαμε τελικό ποδοσφαιρικού κυπέλλου το προηγούμενο Σάββατο. Κι είδαμε και αυτή την Παρασκευή. Κι έπρεπε εκ των υστέρων να πιστέψουμε ότι επρόκειτο για δύο όμοια πράγματα, για δυο παρόμοιες γιορτές ποδοσφαίρου. Διότι τέτοια ήταν αυτή, της Παρασκευής, στο κατάμεστο “Μπερναμπέου” και τέτοια υποτίθεται ότι ήταν ή θα ήταν αυτή του προηγούμενου Σαββάτου στο μισοάδειο ΟΑΚΑ. 
Οχι, δεν είναι ένα κείμενο που πραγματεύεται μια σύγκριση ανάμεσα στην ομαδική ποιότητα και τεχνική των ισπανικών και των...........
ελληνικών ομάδων. Δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα αυτή η σύγκριση. Δεν ήταν άλλωστε μόνο αυτός ο λόγος που οι τηλεθεατές του OTE TV ψυχαγωγήθηκαν και πέρασαν καλά το βράδυ της Παρασκευής ενώ δεν είχαν περάσει καλά το βράδυ του προηγούμενου Σαββάτου. 
Ηταν δύο οι λόγοι, αυτή της ειδοποιού διαφοράς, αν και στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο διαστάσεις του ίδιου λόγου. 
Συζητούσαμε, συνάδελφοι, σχολιάζοντας το Ατλέτικο Μαδρίτης - Ρεάλ, ότι η διαφορά ήταν ο διαιτητής. Αντί του τραγικού Γιάχου και του Τριτσώνη στο Μπερναμπέου βρισκόταν ένας ήρεμος και συγκεντρωμένος διαιτητής, ο οποίος δεν είχε πάει με στόχο να αναδειχθεί σε πρωταγωνιστή της βραδιάς, ούτε ήθελε να κρίνει και να καθορίσει το αποτέλεσμα του τελικού. Ηταν ένας διαιτητής που του κάθισαν δύσκολες φάσεις, που έκανε λάθη, αλλά δεν τίναξε τον τελικό στον αέρα, κι είχε την τόλμη, έστω και με καθυστέρηση στη μια περίπτωση, να πετάξει έξω από τον αγωνιστικό χώρο τα δύο μεγαλύτερα brand names που κυκλοφορούσαν. 
Ναι, ήταν ο διαιτητής που έκανε τη διαφορά και βοήθησε να δούμε τον ορισμό του ικανοποιητικού ποδοσφαιρικού ντέρμπι: επέτρεψε το πάθος και την ένταση, μας άφησε να χορτάσουμε τις μονομαχίες, αλλά δεν έχασε τον έλεγχο του παιχνιδιού και δεν αλλοίωσε το αποτέλεσμα. Και δημιούργησε τις συνθήκες που ορίζει το λειτούργημά του. Συνθήκες που επέτρεψαν στο αουτσάιντερ να προκαλέσει την τύχη του και να κατακτήσει το τρόπαιο. 
Δεν θα μπορούσε να υπάρχει όμως τέτοιος διαιτητής αν δεν του επέτρεπε το περιβάλλον να ευδοκιμήσει. Ο Κλος Γκόμεθ έχει δημιουργηθεί επειδή του το επέτρεψαν, επειδή δεν τον έκοψαν, δεν τον φόβισαν, δεν τον εμπόδισαν, δεν του έφραξαν τον δρόμο, δεν του φύσηξαν στα αφτιά τον άνεμο για να δει προς τα πού πηγαίνει. 
Αυτή ακριβώς είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στη βραδιά του ελληνικού τελικού και αυτή του ισπανικού. Ο πρώτος γίνεται σε ένα περιβάλλον που δεν επιτρέπει παρανοήσεις: ο ισχυρός, όπως και αν λέγεται, πρέπει να ευνοείται. Ο δεύτερος διεξήχθη σε ένα περιβάλλον που επιτρέπει όνειρα και αφήνει τα τρόπαια, ειδικά το κύπελλο, να αλλάζουν χέρια. 
Το ισπανικό προϊόν δεν ήταν καλύτερο έναντι του ελληνικού μόνο λόγω ποδοσφαιρικής ποιότητας και απουσίας διαιτητικών λαθών. Ηταν και η εικόνα. Οχι μόνο επειδή το “Μπερναμπέου” είναι πιο ποδοσφαιρικό από το ΟΑΚΑ, αλλά και επειδή ήταν κατάμεστο, δίχως νεκρές ζώνες και ΜΑΤ. Είχε πολύ περισσότερο φανατισμό συγκριτικά με το ΟΑΚΑ, αλλά ήταν πολύ πιο ασφαλές και πολιτισμένο. Κάθονταν κοντά κοντά οπαδοί δύο ομάδων που “μισούν” η μια την άλλη. Μόνο που εκεί, στην Ισπανία, το “μίσος” στο ποδόσφαιρο μένει μόνο εντός εισαγωγικών, και δεν γίνεται μίσος. 
Είμαστε τυχεροί, όλες οι σημερινές γενιές των ποδοσφαιρόφιλων, διότι σε αντίθεση με τις προηγούμενες έχουμε το προνόμιο να βλέπουμε το κανονικό ποδόσφαιρο, έστω στους δέκτες μας και μάλιστα σε υψηλή ευκρίνεια. Εχουμε στο πιάτο όλα τα ποιοτικά ποδοσφαιρικά πρωταθλήματα και κύπελλα, έχουμε τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Μπορούμε να ζήσουμε καταναλώνοντας αυτή την ποδοσφαιρική τροφή. Σκεφθείτε να ζούσαμε την σημερινή παρακμή του ελληνικού ποδοσφαίρου σε μια εποχή που δεν θα είχαμε την τεχνολογική δυνατότητα και ευκολία να βλέπουμε ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Θα είχαμε ξεχάσει πώς παίζεται το άθλημα. Θα είχαμε ξεχάσει ότι γεννήθηκε για να ψυχαγωγεί τον άνθρωπο. Θα είχαμε ξεχάσει πώς είναι να βλέπεις ποδόσφαιρο και να περνάς καλά. 


Βασίλης Σαμπράκος