Τουλάχιστον ας αξιοποιήσουμε τους αγώνες και τις επιλογές των άλλων…

Γράφει ο Βασίλης Δ. Χασιώτης

Σχολιανά 195


«…ο Ελληνικός Λαός δεν κάμνει επιλογήν τυράννων. Αρνείται την Τυραννίαν…»

Γεώργιος Παπανδρέου : Η Απελευθέρωσις της Ελλάδος, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2009, σελ. 70


Πορτογάλοι, Ισπανοί, Βούλγαροι, Ιταλοί, σχεδόν καθημερινά στους δρόμους. Μάλιστα στη Βουλγαρία και στην Ιταλία με διαφορετικό τρόπο στη κάθε περίπτωση αλλά με το ίδιο αποτέλεσμα, να ανατρέπει το κοινωνικό κίνημα και κυβερνήσεις, στέλνοντας στο σπίτι τους όσους.............
θεώρησε ότι είχαν στραμμένη τη πλάτη τους στη κοινωνία.

Οι λαοί αυτοί, οι κοινωνίες αυτές, αντιδρούν σε ό,τι θεωρούν κατάφορη αδικία, και αντιδρούν όχι περιστασιακά, στα πλαίσια ενός είδους «συνδικαλιστικής γυμναστικής» κάθε πέντε με έξη μήνες, ούτε στα πλαίσια του ξεσπάσματος του θυμικού, μα τις βλέπουμε στους δρόμους συχνά και ενίοτε κατά περιόδους καθημερινά, και όπως έδειξε το παράδειγμα της Ιταλίας, με ουσιαστική αντίδραση, όταν ήρθε η κρίσιμη στιγμή των εκλογών.

Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι πέτυχαν οι Ιταλοί κάτι που τελικά θα έχει συνέχεια, και κυρίως, ότι έκαναν τη «σωστή» επιλογή, και δεν θα εισπράξουν μια παρόμοια πολιτική με αυτή που καταδίκασαν; (Το ερώτημα είναι ανάλογο με το ντόπιο ψοφοδεές ερώτημα : «εσείς –οι αντιμνημονιακοί- τι άλλο μπορείτε να κάνετε;»). Η απάντηση είναι «όχι», και ταυτόχρονα, «δεν είναι το μείζον». Το «μείζον» είναι να βρίσκεται ένας λαός, μια κοινωνία σε διαρκή αναζήτηση και κυρίως, να μη διστάζει να αποτινάσσει από πάνω της την όποια αθλιότητα, και να δοκιμάζει νέα πράγματα : ο κόσμος, ο πολιτισμός και η ανθρώπινη πρόοδος έτσι πορεύτηκαν κι έτσι μεγαλούργησαν, και όχι στη λογική του κρατώ στη θέση της την αθλιότητα και τον ενδοτισμό, διότι δεν τολμώ να δοκιμάσω κάτι άλλο με το φόβο του λάθους. Το λάθος, δεν είναι επίσης το μείζον το μείζον είναι να μη μαθαίνεις από το λάθος και να το επαναλαμβάνεις συστηματικά.

Σημασία έχει αυτή τη νίκη τους, που δεν είναι η αποπομπή του Μάριο Μόντι, μα η αποπομπή μιας πολιτικής και μιας κουλτούρας εξουσίας που κύριο χαρακτηριστικό της έχει το να είναι στραμμένα τα νώτα της στο λαό, σημασία λοιπόν έχει να διαφυλαχθεί, και κυρίως, το μήνυμα να είναι ξεκάθαρο : ότι ο λαός, δεν θα επαναλάβει ιστορικά λάθη του παρελθόντος να δίνει λευκές επιταγές σε ηγέτες που θεωρήθηκαν χαρισματικοί αλλά δεν ήταν, και απ’ αυτό πρέπει ν’ αντλήσει σοβαρά διδάγματα. Αυτό δεν αφορά μονάχα τον ιταλικό λαό, διότι ο ίδιος αυτός λαός θα βρει κρίνει για το «τι» και «πώς», αφορά τον κάθε λαό, που τόλμησε μια αλλαγή. Στην ουσία μιλώ για τους ιταλούς, διότι θέλω ν’ απευθυνθώ σε μας, στους Έλληνες.

Εμείς λοιπόν, απ’ την εδώ μεριά της Αδριατικής, αραχτοί στον καναπέ μας παρακολουθούμε τι κάνουν οι άλλοι λαοί στους δρόμους, και ευελπιστούμε ότι όντας καναπεδάτοι θα πετύχουμε τα ίδια, αναζητούμε δηλαδή να αλλάξουμε το DNA της Ιστορίας, η οποία αρνείται μερίδια ενός αποδεκτού μέλλοντος σε κοινωνίες «αραχτές». Κι όχι μονάχα «αραχτές», μα και πολιτικά άτολμες, σαν έρχεται η στιγμή της «λαϊκής κρίσης», οι στιγμή της περιβόητης «κάλπης». Τον Ιούνιο που πέρασε, ήρθε μέσα σε τούτη τη καταχνιά, για τους Έλληνες, η μεγάλη ευκαιρία να ανατρέψουν το Μνημόνιο, αλλά ο λαός επέλεξε τη συνέχιση αυτού που δημοσκοπικά τουλάχιστον μέχρι εκείνη τη στιγμή, μα και αμέσως μετά εκείνη τη στιγμή, κατέκρινε και κατακρίνει σε ποσοστά συντριπτικά τη Μνημονιακή πολιτική ως λάθος, και τι ζητούσε, τι ζητά; Ζητούσε και ζητά μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και αγωνιστικότητα της ελληνικής κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις της με τη Τρόϊκα, δηλαδή, ό,τι δεν κάνουν οι Μνημονιακές κυβερνήσεις και ό,τι υπόσχονται ότι θα κάνουν οι αντιμνημονιακοί. Και τι επέλεξε; Τους πρώτους! Με ποιο σκεπτικό; Με βάση την υπόθεση ότι οι δεύτεροι δεν θα προσπαθήσουν ν’ αλλάξουν το μνημόνιο με τόση αποφασιστικότητα –και αποτελεσματικότητα- όση λένε. Και η κατάληξη : με βάση μια υπόθεση, δεν αλλάζουμε μια πραγματικότητα που μας σκοτώνει! Λαμπρά! Λες και η δοκιμή μιας άλλης πολιτικής, που όπως έχουν τα πράγματα, είναι αδύνατο να είναι πιο καταστροφική, θα μας αποστερούσε από τις νυν αλυσίδες, τις οποίες έχουμε «συνηθίσαμε». Πιστεύω στη προσπάθεια περισσότερο ακόμα και από το αποτέλεσμα. Διότι αυτός που πιστεύει περισσότερο στο αποτέλεσμα, (πόσο μάλλον μόνο στο αποτέλεσμα!), τότε ένα κακό αποτέλεσμα, και κυρίως μια αποτυχία, το πιο πιθανό είναι να τον κάνει να απογοητευθεί και να μην ξαναεπιχειρήσει, ενώ αντίθετα, εκείνος που πιστεύει κυρίως στη προσπάθεια, ένα αποτυχημένο αποτέλεσμα θα το δει ως ευκαιρία, ώστε να βελτιώσει τις αιτίες εκείνες που παρήγαγαν την αποτυχία, και με μεγαλύτερες πια πιθανότητες επιτυχίας, να ξαναπροσπάθήσει ακόμα μια φορά, και ίσως και τρίτη φορά αν διαπιστώσει ότι η νέα αποτυχία οφείλονταν σε παραλείψεις που μπορούν να αντιμετωπιστούν με οποιονδήποτε τρόπο. Όλοι αυτοί επομένως που εστιάζουν αποκλειστικά στο αποτέλεσμα, κι αυτό το βλέπουμε κυρίως στο ψοφοδεές αντιμνημονιακό ερώτημα («κι εσείς τι θα πετύχετε;»), ακριβώς ανήκουν σ’ εκείνους που φοβούνται τη προσπάθεια, σ’ εκείνους που περίπου ζητούν από την «εναλλακτική» αντιμνημονιακή πρόταση «υπεύθυνες δηλώσεις» ότι θα «πετύχουν», λες και ότι έλαβαν τέτοιες από τι μνημονιακό μπλοκ που υποστηρίζουν φανερά η συγκαλυμμένα. Όταν έχουν χάσει το μέτρημα με τις αποτυχίες της μνημονιακής πολιτικής, ζητούν από το αντιμνημονιακό μπλοκ, «υπόσχεση» επιτυχίας «με τη πρώτη». («Πέστε μου, αύριο είστε κυβέρνηση, τι κάνετε!» «Αύριο, σε μια εβδομάδα, σε ένα μήνα», τόση βιασύνη όλων αυτών, που κατά τα λοιπά αντέχουν να προπαγανδίζουν ως «μονόδρομο» τη πολιτική που στέλνει στο σφαγείο ένα λαό!) Η προφανής απάντηση, τουλάχιστον έτσι όπως εγώ θα την έδινα στο παραπάνω ψοφοδεές ερώτημα είναι : «Δεν σας υπόσχομαι παρά συνεχείς και διαρκείς προσπάθειες, έως ότου πετύχω αυτά που υπόσχομαι, αφού πρώτα αποκαταστήσω την ισοτιμία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μεταξύ δανειστών και κυβέρνησης, και αφού προηγούμενα στη θέση των πειρατών και τοκογλύφων, καθίσουν αντιπρόσωποι που θα σέβονται τούτη τη χώρα, το λαό της, τους Νόμους της και τη διεθνή νομιμότητα. Αν αυτά δεν τα πετύχω, θα κληθεί ο ελληνικός λαός με δημοψήφισμα να δώσει την απάντηση στα ερωτήματα που τότε θα διαμορφωθούν». Και μ’ αυτό, σε ό,τι με αφορά, θα έκλεινα τη σχετική συζήτηση.

Μένοντας στους Ιταλούς, αυτοί έκαναν ένα σημαντικό και πολιτικά ουσιαστικό βήμα παραπέρα από την απλή «μούντζα» των χεριών, από το αθώο πέταγμα κανενός light αντικειμένου, όπως ας πούμε ενός γιαουρτιού, και πέρασαν στην πιο ουσιαστική «μούντζα» που είναι αυτή που σου δείχνει η κάλπη, αν δηλαδή σου τη δείξει. Κι αυτή είναι η ουσιαστική διαφορά μεταξύ των χεριών που μούντζωναν στην Ιταλία και στην Ελλάδα : εκεί έκαναν το αποφασιστικό παραπέρα βήμα στη κάλπη, εμείς, εκεί που κάτι πήγαμε να δείξουμε στις εκλογές του Μαΐου, ένα μήνα μετά, ανασυνταχθήκαμε στα φοβικά και συντηρητικά μας σύνδρομα, και δώσαμε μια ισχυρή πλειοψηφία στο μνημονιακό μπλόκ. Δεν ξέρω αν είναι ο ιταλικός λαός πολιτικά πιο ώριμος ή ο ελληνικός με βάση αυτές τις αντιδράσεις, ξέρω όμως ότι η δική μας πολιτική ιστορία, η πολύ «πιο σταθερή» σε σχέση με την αντίστοιχη «ιταλική», παραδοσιακά, παρήγαγε πολύ πιο ασταθή οικονομικά και κοινωνικά επιτεύγματα, και κυρίως πολύ πιο βραχυπρόθεσμης προοπτικής απ’ τα αντίστοιχα ιταλικά. Το ότι η Ιταλία είναι μέσα στις πρώτες 7-8 παγκόσμιες οικονομικές δυνάμεις, δεν είναι σε καμιά περίπτωση αποτέλεσμα ενός λαού πολιτικά «ασταθούς» και επιρρεπή στη ανάδειξη πολιτικών «κλόουν» ή επειδή κάποτε έστελνε και καμιά Τσιτσιολίνα στο κοινοβούλιό του, αν και για μένα, επιλογές σαν την τελευταία, θα τις προσδώσω μάλλον το χαρακτηρισμού ενός σημαντικού συμβολισμού, παρά στο ότι ήταν αποτέλεσμα μιας «πλάκας», ενός κακόγουστου ίσως «εκλογικού αστείου».

Για να επανέλθουμε στα καθ’ ημάς. Καμία ύβρις, όσο χυδαία κι αν είναι, κανένα αυγό και κανένα γιαούρτι δεν ενοχλεί πραγματικά τον ξένου τουλάχιστον Κατακτητή, μα ούτε και την ντόπια εξουσία, αν είναι και οι δυό τους πεπεισμένοι, ότι αυτά είναι οι πλέον δραστικές αντιδράσεις της κοινωνίας και σταματάνε αυτού. Μάλιστα, θάλεγα, αν φοβούνται πολύ χειρότερες κοινωνικές αντιδράσεις, και κυρίως πολύ χειρότερες επιλογές στις κάλπες, τότε ίσως και να εύχονται, αν η εκτόνωση πρόκειται να επέλθη με μερικές μούντζες και μερικές ύβρεις, να υπάρχουν πάντα τέτοιες αντιδράσεις, και όχι άλλες χειρότερες. Κι αυτό είναι ακριβώς που δεν πρέπει ο ελληνικός λαός να κάνει.

Ήμουν πάντα σκεπτικός με εκείνα τα γιαουρτώματα και τις μούντζες που είχαν γίνει του συρμού, την περίοδο των «αγανακτισμένων», όπως επίσης, άλλωστε τόχα γράψει σε άρθρα μου εκείνη τη περίοδο, με τη προοπτική που είχε ένα πραγματικό μεν ξέσπασμα αγανάκτησης, αλλά σε καμιά περίπτωση οργανωμένου και με στοιχειώδη πολιτική οργάνωση και πολιτική στόχευση, επιφυλάξεις και εκτιμήσεις που έκανα για τη κατάληξή του και οι οποίες επαληθεύτηκαν. Πολύ περισσότερο περίμενα να δω τι θα γινόταν στις κάλπες, όχι τόσο στο επίπεδο των κομματικών συσχετισμών, όσο στο επίπεδο των συσχετισμών των δύο μπλοκ : του μνημονιακού και του αντιμνημονιακού. Κι εκεί αυτό που είδα ήταν πως όλες οι «μούντζες» και οι λοιπές light πολιτικά αντιδράσεις, ήταν μπαλωθιές στον αέρα. Αυτό που πραγματικά θα ενοχλούσε τον ξένο Κατακτητή, αυτό που πραγματικά θα ταρακουνούσε το ντόπιο φιλομνημονιακό μέτωπο, δεν συνέβη. Συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Ο ελληνικός κατάπιε αμάσητα τα διλήμματα που πρόβαλαν στον ελληνικό λαό. Το αντιμνημονιακό μέτωπο σαρώνει στις δημοσκοπήσεις, αλλά το φιλομνημονιακό μέτωπο σαρώνει στις εκλογές κι αυτό είναι που μετρά. Σ’ αντίθεση με τον ιταλικό λαό που ψήφισε να στείλει στο σπίτι τους όσους ονειρεύονταν τη πολιτική Μέρκελ στο προσκήνιο και τον λαό στο παρασκήνιο, εδώ ψηφίσαμε ακριβώς το αντίθετο.

Αυτή τη στιγμή δεν φαίνονται βεβαίως οι προοπτικές εκλογών στη χώρα μας, αν και κάτι τέτοιο θα ήταν Θείο δώρο και ευχής έργον, διότι κάθε μέρα που παραμένει η μνημονιακή πολιτική και οι Γερμανοί να διοικούν ουσιαστικά τη χώρα, είναι ένα βήμα πιο κοντά στον οριστικό θάνατο της κοινωνίας και της οικονομίας που έχει νόημα για τους πολλούς. Η πολιτική του Μνημονίου πρέπει να σταματήσει εδώ και τώρα. Δεν είναι μονάχα μια πολιτική αναποτελεσματική, είναι μια πολιτική εγκληματική για τα συμφέροντα του λαού και της χώρας. Το γεγονός και μόνο ότι αναγνωρίζει την κατάσταση της ξένης Κατοχής, αφού αναγνωρίζει και έχει νομοθετήσει την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας και άρα και της εθνικής αξιοπρέπειας, αυτά θα αρκούσαν για τη θεμελίωση των παραπάνω χαρακτηρισμών, ακόμα κι αν η μνημονιακή πολιτική θα επέφερε και κάποια ορατά οικονομικά οφέλη στη κοινωνία. Το μνημονιακό μπλοκ βαρύνεται με την επαίσχυντη νομιμοποίηση ενός άθλιου Κατακτητή, απλά και μόνο με το γεγονός ότι κατέστη συνομιλητής με μια ξένη συμμορία τοκογλύφων και πειρατών, που με το πιστόλι στο κρόταφο των ελληνικών κυβερνήσεων και του ελληνικού λαού, υπαγόρευε και συνεχίζει να υπαγορεύει τους όρου του. Αλλά, κανείς δεν υποχρεώνει κανένα να συνομιλεί με τον όποιο Ξένο Κατακτητή, το αντίθετο μάλιστα. Ποτέ δεν συζητάς με τον Κατακτητή σου, απλά τον πολεμάς, και βεβαίως, ποτέ δεν αναγνωρίζεις το καθεστώς της Κατοχής, απλά το πολεμάς. Αν θέλουν να έρθουν αν βοηθήσουν τη χώρα, θα έρθουν ως αντιπρόσωποι δανειστών που λειτουργούν νόμιμα και μα βάση τις συνταγματικές επιταγές της χώρας, το διεθνές δίκαιο και τα δημοκρατικά κεκτημένα της Ευρώπης και του πολιτισμένου κόσμου. Με αυτούς, ναι θα συζητήσω, ισότιμα όμως. Με τους κατακτητές και τους πειρατές όμως, τι κουβέντα μπορείς να κάνεις;

Έτσι λοιπόν, αφού κατά πως φαίνεται εδώ, επί του παρόντος τουλάχιστον, ο λαός –κατά οριακή έστω πλειοψηφία, αλλά αρκετή ώστε να συγκροτεί επαρκή κοινοβουλευτική πλειοψηφία- και η κυβέρνηση θεωρούν ότι είναι αρκετά αδύναμοι ώστε να τολμούν να προβάλουν αξιώσεις στη Τρόϊκα, άντε να υποβάλουμε τίποτα «αιτήματα» και «παρακλήσεις», ας αξιοποιήσουν τα όσα συμβαίνουν σε γειτονικές μας χώρες, και ας επικαλεστούν τον κίνδυνο του «μιμητισμού» της ελληνικής κοινωνίας, μήπως και κάνουμε τους τροϊκανούς, για το δικό τους δηλαδή πρωτίστως συμφέρον, κάπως να εξανθρωπιστούν εδώ, έως ότου δούνε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στους πιο ανήσυχους γείτονές μας, οι οποίοι προχώρησαν αρκετά βήματα παραπέρα την αντίδρασή τους, ρίχνοντας όχι απλά κυβερνήσεις, μα και δίνοντας τη εξουσία σε αυτούς που το Βερολίνο, η πρωτεύουσα του Κράτους – Ηγεμόνα στην Ευρώπη, αποκάλεσε και «κλόουν».

Μιας και η ξενολατρία που όχι σπάνια στην ιστορία μας μεταβλήθηκε και σε ξενοκρατία, δεν μας είναι μια άγνωστη κατάσταση, τουλάχιστον ας διευρύνουμε κάπως το ξένο «λατρευτικό πεδίο» και ας περιλάβουμε σ΄ αυτό και τους κοινωνικούς αγώνες άλλων λαών, που όμως μπορούν να βοηθήσουν και τη δική μας υπόθεση, αφού ένας τέτοιος αγώνας, με τέτοια ουσιαστικά αποτελέσματα, επί του παρόντος δεν φαίνεται εδώ στον ορίζοντα.

Δεν υπάρχει άρθρο μου αναφορικά με την κρίση που βιώνουμε, στο οποίο να μην επιτίθεμαι στις ελληνικές κυβερνήσεις, όχι μόνο για την ιστορική τους ευθύνη που φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο, και επίσης για την ολισθηρή επιλογή τους να επιμένουν να κυβερνούν διαχειριζόμενες τη κρίση, κατά τρόπο ανομιμοποίητο κοινωνικά και άρα και συνταγματικά, αφού κυβερνούν με υφαρπαγμένη τη λαϊκή ψήφο, δηλαδή με προγράμματα που βρίσκονται στον αντίποδα εκείνων που προεκλογικά υπόσχονταν. Επίσης έχω επισημάνει και τις ευθύνες αυτού του λαού, πράγμα που και στο παρόν άρθρο επίσης επαναλαμβάνω, όπως επίσης έχω υπογραμμίσει, ότι οι ευθύνες αυτές δεν είναι ίδιες για όλους και για όλα, και εν πάση περιπτώσει, πάντα οι ευθύνες σε μια δημοκρατική και συντεταγμένη πολιτεία, ανήκουν κατά προτεραιότητα και βαρύτητα στις εκάστοτε κυβερνήσεις, και καλώς ανήκουν εκεί, διότι αν συνέβαινε το αντίθετο, ίσως αυτό να σήμαινε ότι έχουμε κυβερνήσεις  που έχουν απολέσει τον συνταγματικά αναγνωρισμένο ρόλο τους, και ίσως όχι μόνο η κυβέρνηση, μα και οι άλλοι πολιτειακοί θεσμοί που αναγνωρίζονται στο Σύνταγμα, όπως η νομοθετική και δικαστική εξουσία. Άλλωστε, το Σύνταγμα, δεν αναγνωρίζει «διοικητικές» εξουσίες στο λαό, και θα ήταν παράλογο να το κάνει. Με λίγα λόγια, πρώτη στις ευθύνες είναι η πολιτική εξουσία.

Δεν θα πάψω όμως να επισημαίνω πάντα, το πόσο επικίνδυνη είναι η αντιμετώπιση ενός λαού στη λογική του «ανήλικου» και «ανυπόλογου», διότι και τα δύο, χωρίς να είναι ανάγκη να διατυπώνονται με αυτές τις λέξεις, αρκεί όμως να ισχύουν οι χαρακτηρισμοί αυτοί επί της ουσίας έστω και σιωπηρώς, και πολύ περισσότερο να ενισχύονται ως «πραγματικότητα» από την ίδια τη συμπεριφορά της κοινωνίας, οδηγούν στην καθιέρωση επικίνδυνων στρεβλώσεων στο δημοκρατικό οικοδόμημα, στην κοινωνία αλλά και την οικονομία την ίδια. Προάγει την εικόνα ενός λαού «περιορισμένων ικανοτήτων και δεξιοτήτων», και αυτό είναι που κανείς λαός δεν μπορεί να επιτρέψει έστω και ως υπόνοια να ισχύει, αλλά, ο κάθε λαός, πρέπει με τη στάση και τις επιλογές του, να επιβεβαιώνει το αντίθετο.

Στην πατρίδα μας, ο λαός δέχτηκε μια αήθη επίθεση όχι μονάχα από ξένους, μα δυστυχώς και από Έλληνες πολιτικούς, που επιχείρησαν ανερυθρίαστα και αδιάντροπα να τον ενοχοποιήσουν συλλήβδην για τη κρίση και να τον καταστήσουν συνένοχο περίπου στον ίδιο βαθμό με την πολιτική εξουσία του τόπου. Είναι ένα φαινόμενο που χρίζει πια ιδιαίτερης επιστημονικής ερμηνείας και προσέγγισης, ίσως μάλιστα και ψυχιατρικής για όλους εκείνους που προάγουν την ιδέα της συλλογικής ευθύνης κατ΄ αυτό τον τρόπο και με αυτόν τον προφανή στόχο, δηλαδή της ενοχοποίησης ενός ολόκληρου λαού. Παρ’ όλα αυτά, προσωπικά τουλάχιστον διαπιστώνω, ότι αυτή η πολιτική, της συλλογικής ευθύνης, υπήρξε περισσότερο απ’ ό,τι και ο ίδιος ίσως να πίστευα αποτελεσματική. Ο θύτης, ακολουθώντας μια γενικότερα αποτελεσματική στρατηγική σε σχέση με τα θύματά του, φαίνεται να έχει αποκτήσει και τακτικό αποτέλεσμα, και σε όχι πολύ χρόνο, θα ξέρουμε αν τελικώς έχει αποκτήσει και στρατηγικό αποτέλεσμα, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει, και θα σημαίνει απλά, την εδραίωση του θύτη ως θύτη και το θύματος ως θύματος. Για παράδειγμα, η γενική εικόνα που κάποιος μπορεί να έχει από την εξέλιξη της αντίδρασης των θυμάτων εναντίον του θύτη τους, που είναι η μνημονιακή πολιτική και όσοι την επιβάλλουν ως πολιτική πραγματικότητα στη κοινωνία και τη χώρα, είναι η διαρκής ενοχοποίηση του θύματος (της κοινωνίας και του λαού) σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμα και στα συνεχή άγρια γρονθοκοπήματα που δέχεται –τέτοιας αγριότητας ως εάν να χρησιμοποιούνται και σιδερογροθιές- οι απλές ανθρώπινα αντανακλαστικές αντιδράσεις του θύματος να αποφύγει αυτού του είδους την επίθεση, αντιδράσεις που συγκρινόμενες με το είδος και την ισχύ του γρονθοκοπήματος μετά βίας μπορεί να θεωρηθούν και ως «αντίδραση», βαφτίζονται ως «βία» (πόσο μάλιστα, αν υψώνοντας το χέρι για ν’ αποκρούσεις τη γροθιά, γίνει το λάθος και ακουμπήσεις έστω και ξυστά το πρόσωπο του θύτη), και υψώνονται φωνές «αγωνίας» από την προπαγάνδα, για το πού μπορεί να φτάσει το πράγμα αν το θύμα αφεθεί να διαθέτει αντανακλαστικά και κυρίως να λειτουργούν, ενώ εξαίρονται σε κάθε περίπτωση οι «ήπιες» αντιδράσεις και η «υπομονή» όσων δείχνουν να αντέχουν ιδιαίτερα τα εις βάρος τους γρονθοκοπήματα. Α! ποιος Κατακτητής δεν θα ονειρεύονταν μια τέτοιου είδους «νιρβάνα» του θύματος, ποιος Κατακτητής δεν θα ονειρεύονταν θύματα που με ευλάβεια θα εξέθεταν «οικεία βουλήσει» και το άλλο τους μάγουλο στη γυμνή γροθιά του θύτη! Δεν θα οδηγούσε αυτό σε «ζούγκλα»; Πείτε μου μονάχα έναν!