Η Βουλή των Ελλήνων

 Γράφει ο Αρης Τερζόπουλος

Όπως θα το έθετε και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ποτέ τόσο λίγοι δεν κατέστρεψαν τόσο εύκολα, τόσο πολλούς.


Μια από αυτές τις μέρες έτυχε να κατέβω για κάποια δουλειά στο κέντρο της Αθήνας. Πάρκα στο υπαίθριο πάρκινγκ που βρίσκεται στην οδό Φιλελλήνων και μετά κατευθύνθηκα με τα πόδια προς το Σύνταγμα. Ήταν νωρίς το απόγευμα ακόμη και παρά το σχετικό κρύο ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό κατεβαίνοντας προς τη δύση του. Καθώς ανηφόριζα το ..............
δρόμο μπροστά στα ξενοδοχεία, το μάτι μου έπεσε στο κτίριο της Βουλής, που εκείνη τη στιγμή λουζόταν από τον απογευματινό ήλιο με την ελληνική σημαία να κυματίζει στην κορυφή του. Δεν μπόρεσα παρά για άλλη μια φορά να θαυμάσω την υπέροχη απλή κομψότητα αυτού του κτιρίου. Παρά τον τόσο μεγάλο όγκο του, είναι τόσο σοφά και σωστά τοποθετημένο μέσα στο χώρο, που μοιάζει σαν να μην καταλαμβάνει χώρο, αφήνοντας το τοπίο να «αναπνέει» γύρω του. Κτισμένο στα πρότυπα της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, που δέσποζε στην Αθήνα, την εποχή που κτίστηκε, το ελληνικό Κοινοβούλιο δεν θέλει να επιβληθεί σ’ αυτόν που το βλέπει, επιβάλλοντας τον όγκο του στο χώρο και στον θεατή. Εκείνο που εμπνέει, είναι ένα αίσθημα σεβασμού, απλότητας, κομψότητας και σχεδόν τρυφερότητας για την ύπαρξή του. Είναι προφανώς πως αυτά τα αισθήματα θα ήθελε να εμπνεύσει στους κατά καιρούς «ένοικούς» του σε σχέση με αυτό που καλούνταν να υπηρετήσουν. Δηλαδή το σεβασμό στο Σύνταγμα και το σεβασμό προς το λαό, που έστελνε αυτούς τους ενοίκους εκεί για να τον αντιπροσωπεύσουν. Τι κρίμα, σκεφτόμουν καθώς έστριβα προς την οδό Πανεπιστημίου, που από δω και πέρα και για πολλά χρόνια μπροστά μας, θα πρέπει να κοιτάζουμε αυτό το κτίριο και να σκεφτόμαστε τα εγκλήματα, τα οικονομικά εγκλήματα, που ξεκίνησαν από τις αίθουσές του και καταδίκασαν το ελληνικό λαό σε μια περιπέτεια που κανείς δεν μπορεί να δει το τέλος της. Δεν φταίει το κτίριο, φταίνε οι ένοικοί του, ή μάλλον κάποιοι από αυτούς. Γιατί κανείς δεν έχει πια καμιά αμφιβολία ότι για την σημερινή θανάσιμη οικονομική κρίση που περνάει η Ελλάδα και ένα μέρος του πληθυσμού της, που συνεχώς μεγαλώνει, καθώς όλο και περισσότεροι περνάνε το κατώφλι της εξαθλίωσης, υπεύθυνοι είναι κάποιοι από τους κατά καιρούς «ενοίκους» του, που πέρασαν το κατώφλι του, ως βουλευτές ή Υπουργοί. Είναι αυτοί που θαμπώθηκαν από τα πλούτη και από την εξουσία, που έκαναν τη απληστία κύριο μοτίβο της ζωής τους, χωρίς ούτε στιγμή να σκεφτούν ή να νοιαστούν για το έγκλημα που διέπρατταν και που θα μα οδηγούσαν όλους μας στα σημερινά αδιέξοδα. Όπως θα το έθετε και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ποτέ τόσο λίγοι δεν κατέστρεψαν τόσο εύκολα τόσο πολλούς. Το πόσοι και ποιοι ήταν αυτοί, που θα έπρεπε να τους κατονομάσουμε ως ένοχους εσχάτης προδοσίας-γιατί αυτό είναι το αδίκημα που έκαναν-πιθανόν δεν θα το μάθουμε ποτέ. Αλλά αυτοί η κάποιοι λίγοι ήταν αρκετοί για να πάρει η περίοδος που προηγήθηκε, το όνομα που της αξίζει. Σε κάποια εκπομπή είδα κάποιον, καθηγητής Πανεπιστημίου νομίζω πως ήταν, αλλά δεν θυμάμαι καν ποιος ήταν, που χαρακτήρισε την κοινοβουλευτική περίοδο που μας έφερε σ’ αυτήν την καταστροφή ως «Μελαγχολική Δημοκρατία». Ο όρος είναι επιεικής. Για τη δική μου αντίληψη και γιατί έχουμε να περάσουμε ακόμη μεγάλε τρικυμίες, που το τέλος τους κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει, για μένα λοιπόν, για το δικό μου μυαλό και για τη δικιά μου αντίληψη, η περίοδος αυτή που μας έφερε ως εδώ, θα έχει για πάντα το όνομα «Μαύρη Δημοκρατία». Όλη αυτή η περίοδος είχε όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της Δημοκρατίας. Πηγαίναμε ψηφίζαμε όποτε γίνονταν εκλογές, τα κόμματα εναλλάσσονταν στην εξουσία και κατά κάποιο τρόπο όλοι μας είμαστε και περήφανοι και ευχαριστημένοι, για το ότι παρά τις διαφορές τις αντεγκλήσεις και τις πολιτικές συγκρούσεις, η Δημοκρατία μας λειτουργούσε. Εκείνο που δεν μπορούσαμε να δούμε, τυφλωμένοι από τις κομματικές προτιμήσεις ή εμμονές μας, ήταν ότι αυτό που λειτουργούσε ήταν το προσωπείο μιας Δημοκρατίας. Από πίσω στο σκοτάδι, πίσω από τους προβολείς, είχε ήδη στηθεί η μεγάλη συμμορία, που μέσα στα χρόνια κατέστρεφε συστηματικά την Ελλάδα. Το μόνο που δεν γνωρίζουμε ακόμη, είναι το αν το κίνητρο αυτής της μεγάλης συνωμοσίας σε βάρος της Ελλάδας, ήταν απλώς η αχαλίνωτη απληστία. Ή αν ήταν και ο δόλος ώστε να φτάσει η Ελλάδα στη σημερινή κατάσταση. Ο κρυφός πλούτος της Ελλάδας ήταν γνωστός σε πολλούς, εδώ και πολλά χρόνια.
Η περίοδος από το 1974 ως το 1981 που κυβέρνησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αμέσως μετά την πτώση της Δικτατορίας, δεν εντάσσεται σ’ αυτήν την περίοδο. Ήταν η εποχή που η Ελλάδα, προσπαθούσε να κλείσει, ακόμη τις πληγές που είχε ανοίξει η δικτατορία, να φτιάξει τα θεμέλια για μια ασφαλή δημοκρατία και να βρει τις νέες πολιτικές συντεταγμένες που θα καθόριζαν το καινούργιο πολιτικό τοπίο. Εξ άλλου και να ήθελε να είναι κανείς άπληστος εκείνη την περίοδο, πρακτικά δεν μπορούσε. Η Ελλάδα ζούσε ακόμη από τις δικές της δυνάμεις, τα ποσά ήταν μικρά κι έτσι ακόμη κι αν ήθελε κανείς σε θέση εξουσίας το να ασχοληθεί με τις μίζες, οι δυνατότητες ήταν μικρές.
Όλα άρχισαν από το 1981 και μετά , όταν η Ελλάδα είχε γίνει πια μέλος της τότε ΕΟΚ και όταν μετά από λίγο θα άρχιζαν να εισρέουν τα λεγόμενα «πακέτα Ντελόρ». Αμύθητα ποσά για την εποχή εκείνη, που είχαν σκοπό να αναβαθμίσουν οικονομικά την Ελλάδα και να την φέρουν τηρουμένων κάποιων αναλογιών στο οικονομικό επίπεδο των υπολοίπων χωρών της Ευρώπης. Ήταν κάτι σαν ένα σχέδιο Μάρσαλ από την μεριά της Ευρώπης αυτή τη φορά.
Όπως είπαμε όμως για τα δεδομένα της Ελλάδας εκείνης της εποχής, τα ποσά που άρχισαν να εισρέουν ήταν αμύθητα και ήταν αυτό που έκανε πολλά μάτια να αρχίσουν να γυαλίζουν, βλέποντας για πρώτη φορά πόσο εύκολο ήταν να καρπωθούν μέρος του πλούτου που περνούσε από τα χέρια τους. Μια υπογραφή, μια ανάθεση, μια σύμβαση για κάποια προμήθεια ή κάτι σχετικό, ήταν αρκετή για να κάνει κάποιον πλούσιο εφ’ όρου ζωής. Και αυτόν και τα παιδιά του και τα εγγόνια του. Τι είναι οι πολιτικοί; Είναι άνθρωποι σαν κι εμάς. Και όλοι μας όπως και ολόκληρη η υπόλοιπη φύση, χαρακτηριζόμαστε πρώτα απ’ όλα από τα βασικά ένστικτά μας. Από το ένστικτο της αναπαραγωγής και από το ένστικτο της επιβίωσης. Το ένστικτο της επιβίωσης είναι το πιο δυνατό απ’ όλα. Οι πολιτικοί όπως και όλα τα έμβια όντα καθορίζονται κι αυτοί από το ένστικτο της επιβίωσης, το οποίο σημαίνει ότι και σχεδόν όλοι μας βάζουν πάνω απ’ όλα τον εαυτό τους και την καριέρα τους. Όλα τα άλλα, οι ιδεολογίες, το καλό του λαού κλπ είναι λόγια. Εκεί έχουν βρει την πελατεία τους, εκεί ψαρεύουν. Θα έχετε δει δε πόσο εύκολα αλλάζουν απόψεις. Άλλα πριν από τις εκλογές, άλλα μετά τις εκλογές. Άλλα όταν είμαι σε ένα κόμμα και άλλα όταν μεταπηδήσω σε άλλο. Και το μόνο που τους ενώνει όλους μαζί είναι το συμφέρον της συντεχνίας τους. Δεν νομίζω να υπάρχει άλλη τέτοια, τόσο συμπαγής συντεχνία. Αφού καθιέρωσαν και ψήφισαν για τους Υπουργούς που κλέβουν, το ουσιαστικά ακαταδίωκτο, είναι επίσης και η μόνη τάξη εργαζομένων που δεν συμμετέχει στις θυσίες ολόκληρου του ελληνικού λαού αυτή τη δύσκολη περίοδο, ενώ θα ήταν οι πρώτοι, για να δίνουν το παράδειγμα στην κοινωνία. Έτσι η συντεχνία που μας καταδίκασε σ’ αυτή την τρομακτική περιπέτεια, από την οποία δεν ξέρουμε ούτε αν, ούτε πότε, ούτε πως θα βγούμε, είναι εκείνη που βάζει όλους τους άλλους να πληρώνουν, εκτός από τους εαυτούς τους.
Όλοι σας θα έχετε δει κάποιο ντοκιμαντέρ για τη ζωή στην άγρια φύση και για το πόσο αδυσώπητο είναι το ένστικτο της επιβίωσης. Ο θάνατός σου η ζωή μου. Το κάθε πιο αδύναμο ζώο δεν αποτελεί παρά τροφή για το πιο δυνατό. Είναι ένας κόσμος καθημερινής σφαγής ο κόσμος που ζούμε και ο άνθρωπος που βρίσκεται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας, είναι ο μεγαλύτερος σφαγέας όλων. Όλα αυτά ούτε καν τα σκεφτόμαστε όταν τρώμε την μπριζόλα μας, το μπιφτέκι μας ή το καλοψημένο ψαράκι. Για να τα έχεις όμως αυτά πάνω στο τραπέζι σου χρειάζεται ένα πράγμα. Χρήμα. Σε επίπεδο ανθρώπινης κοινωνίας, το παντοδύναμο ένστικτο της επιβίωσης, δεν έχει παρά ένα όνομα. Χρήμα. Αυτό που καρπώθηκαν κάποιοι, σε τόσο μεγάλες ποσότητες, αυτή την περίοδο της Μαύρης Δημοκρατίας, που δεν έμεινε αρκετό για τους υπόλοιπους.
Από το 1981 μέχρι σήμερα έχουν γίνει 12 εκλογικές αναμετρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των διπλών εκλογών της περσινής χρονιάς. Επειδή όμως η κοινοβουλευτική περίοδος, μετά τις πρώτες εκλογές της περσινής χρονιάς δεν κράτησε παρά μόνο μερικές ώρες την αφαιρούμε από τον λογαριασμό που θα κάνουμε. Στις 11 εκλογικές αναμετρήσεις που απομένουν, αν κάθε φορά είχαν αλλάξει εντελώς τα μέλη του ελληνικού κοινοβουλίου, τότε θα είχαν εκλεγεί συνολικά 3.300 βουλευτές. Επειδή όμως κάθε φορά οι περισσότεροι ή απλώς πολλοί επανεκλέγονται, αυτοί που έχουν περάσει την πόρτα του Κοινοβουλίου, όλα αυτά τα χρόνια θα πρέπει να είναι γύρω στους χίλιους. Πόσοι από αυτούς να έγιναν Υπουργοί ή Υφυπουργοί τα τελευταία τριάντα χρόνια, μια και πολλοί είχαν αυτή τη θέση «καπαρωμένη» σε διαδοχικές κυβερνήσεις. Να είναι 300 ή 400 ή 500; Ας πούμε 500 για να είμαστε και λάρτζ. Πόσοι από αυτούς να ήταν οι πωρωμένοι άπληστοι, που δεν θα δίσταζαν μπροστά σε τίποτα προκειμένου να εξυπηρετήσουν το προσωπικό τους όφελος; Να πούμε το 15% από αυτούς, γιατί πολλοί σίγουρα παρέμειναν έντιμοι παρ’ όλο που οι σειρήνες σφύριζαν γύρω τους και παρ’ όλο που το κοινωνικό σύνολο θεωρεί, ότι το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού κόσμου είναι διεφθαρμένο. Τότε θα καταλήξουμε σ’ έναν αριθμό περίπου 75 ατόμων, που με την απληστία τους κατέστρεψαν την Ελλάδα ανοίγοντας τις κερκόπορτες στην Διαπλοκή, ώστε να μπει μέσα και να ξεκοκαλίσει τα πάντα. Οι λεγόμενοι «διαπλεκόμενοι» από την άλλη μεριά δεν ήταν πάρα πολλοί. Καμιά δεκαριά οικογένειες όλες κι όλες, που όμως έπιασαν όλα τα στρατηγικά πόστα απ’ όπου έρεε το χρήμα. Με τη δύναμη του χρήματος που είχαν ή που απέκτησαν συν το χρόνο, άλωσαν ότι θα μπορούσε να αποτελέσει κίνδυνο, με πρώτα απ’ όλα τα μέσα ενημέρωσης, που απετέλεσε το στρατηγικό σημείο και για επίθεση και για άμυνα. Καθ’ ένας που δεν θα πήγαινε με τα νερά της διαπλοκής θα χαρακτηριζόταν «δυσλειτουργικός» και με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, θα έβγαινε τελικά από το χάρτη. Σαν μια τεράστια δηλητηριώδης αράχνη η διαπλοκή αγκάλιασε όλο το κτίριο του Κοινοβουλίου, χωρίς να αφήνει τίποτα να φύγει απόν ασφυκτικό έλεγχό της.. Έχετε δει πως οι αράχνες σκοτώνουν τα θύματα που πέφτουν στον ιστό της; Πρώτα καλύπτουν ολόκληρο το θύμα με τον ιστό τους ώστε να το ακινητοποιήσουν και μετά εκχέοντας τοξίνες από το στόμα τους παραλύουν το θύμα τους ώσπου να ξεψυχήσει. Και μετά σιγά σιγά αρχίζουν να απομυζούν τους θρεπτικούς χυμούς του, ώσπου να μείνει ένα κουφάρι. Αυτή ήταν και η τύχη του Κοινοβουλίου. Ουσιαστικά το ελληνικό Κοινοβούλιο έχει πεθάνει εδώ και χρόνια. Και όσοι θα ήθελαν να έχουν αντιστάσεις, τελικά παραιτήθηκαν από το μάταιο αγώνα. Όσοι Υπουργοί είχαν θέσεις κλειδιά και ανήκαν στο σύστημα, δεν είχαν άλλη έννοια, αλλά το πώς να βγάλουν περισσότερα στη διάρκεια της θητείας τους. Όλα τα άλλα και η λειτουργία του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα αφέθηκαν στην τύχη τους και να λειτουργούν με αυτόματο πιλότο. Έτσι και ο καθ’ ένας ακολουθώντας αυτό το σύστημα που είχε διδάξει η κυρίαρχη τάξη στη χώρα, δεν είχε άλλο μέλημα παρά το πώς να βάλει περισσότερα λεφτά στην τσέπη του ανεξαρτήτως νομιμότητας. Τα πάντα διαστρεβλώθηκαν και οι δυο λέξεις που κυριάρχησαν ήταν η «αρπαχτή» και το «λαμόγιο». Αυτές ήταν οι αξίες που δημιούργησε αυτή η περίοδος που κάλυψε περίπου τριάντα χρόνια.
Πόσα ήταν τα λεφτά αυτή την περίοδο της Μαύρης Δημοκρατίας. Εκατό δις ευρώ; Διακόσια; Τριακόσια; Κανείς δεν ξέρει ούτε μπορεί να υπολογίσει. Τώρα αυτά τα λεφτά αναπαύονται εκεί που δεν μπορούν να εντοπιστούν. Κάθε τόσο από δω και πέρα το πολιτικό σύστημα, προσπαθώντας να εξευμενίσει τους πολίτες της Ελλάδας θα ρίχνει στην Αρένα και από ένα «ψόφιο» άλογο για να δείξει ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει. Μπορεί να αλλάξει όμως το πολιτικό σύστημα; Όχι! Αυτή τη στιγμή σε παγκόσμιο επίπεδο οι πολιτικοί δεν είναι παρά υπάλληλοι των μεγάλων, απρόσωπων συμφερόντων, που καταδυναστεύουν ολόκληρους λαούς, τζογάροντας κατά βούληση στην άνοδο ή την πτώση ολόκληρων κρατών. Είναι όμως ένα σύστημα, που μέσα στην απληστία του έχει παραβλέψει, ότι πριονίζει συνέχεια το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται. Όπως είπαμε και πάρα πάνω το κυρίαρχο ένστικτο στο φύση, είναι το ένστικτο της επιβίωσης. Και καθώς η πείνα γίνεται σταδιακά το κυρίαρχο συναίσθημα στις μάζες, δεν θα αργήσει να έρθει η στιγμή, που θα απαιτήσει την τροφή που δικαιούται για να επιζήσει. Και πρώτα απ’ όλα θα φάει ανθρώπους. Ζούμε στην αρχή της απρόβλεπτης εποχής που θα ακολουθήσει. Θα υπάρξουν συγκρούσεις, θα χυθεί αίμα, θα χαθούν ανθρώπινες ζωές δίκαιες και άδικες. Αλλά αυτό είναι πάντα το τίμημα της αλλαγής. Θα αργήσει να έρθει αυτή η αλλαγή και πριν φτάσουμε εκεί, θα χρειαστεί να ζήσουμε τρομερές στιγμές, που κανείς δεν τις περίμενε. Αλλά δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Μπορεί όλα αυτά να αρχίσουν από την Ελλάδα, μπορεί από κάπου αλλού. Όταν τα παιδιά λιποθυμάνε στα σχολεία επειδή δεν έχουν να φάνε, κάπως , κάπου, θα ανάψει η σπίθα. Έτσι διδάσκει το ένστικτο της επιβίωσης…