Τα αίσχη στο Χυτήριο: Το θέατρο έξω από το Θέατρο

 Γράφει ο Ορέστης Ανδρεαδάκης

Είναι δύσκολο. Πολύ δύσκολο. Είναι, ίσως, ακατόρθωτο. Το να γράψεις, δηλαδή, για μια θεατρική παράσταση η οποία δεν είναι πια θεατρική παράσταση. Την οποία την έχουν υποχρεώσει να ακυρώσει τον εαυτό της.
Ας το γράψω, όμως, από την αρχή: Το «Corpus Christi» που ανέβηκε στο θέατρο Χυτήριο στην Ιερά Οδό, δεν είναι τίποτε παραπάνω από μια θεατρική παράσταση και δεν ........
κάνει τίποτε άλλο από αυτό που κάνουν όλες οι θεατρικές παραστάσεις: υπερασπίζεται την Τέχνη της, το Θέατρο. Είναι ένας συγκεκριμένος θεατρικός Λόγος, με μια συγκεκριμένη θεατρική Γλώσσα.
Κι, όμως, αυτή τη στιγμή κανείς σχεδόν δεν μιλάει για αυτόν τον Λόγο και γι αυτή τη Γλώσσα. Ούτε εγώ μπορώ εξάλλου να το κάνω, αφού ό,τι κι αν γράψω θα ακυρωθεί αμέσως από την αρχή- με τον ίδιο τρόπο που έχει ακυρωθεί και η ίδια η παράσταση.
Αν, για παράδειγμα, γράψω κάτι θετικό για τις ερμηνείες των ηθοποιών ή τη σκηνοθεσία του Λαέρτη Βασιλείου, η θέση των σχολίων- εδώ από κάτω- θα γεμίσει με επιθέσεις του στυλ: «δεν είναι δυνατόν να υμνούμε μια παράσταση η οποία βρίζει τον Χριστιανισμό, προσβάλει την θρησκεία μας και είναι γεμάτη ψέματα. Το θέμα είναι ότι προσπαθεί να τα κονομήσει προβάλλοντας  την διαστροφή και παραποιώντας την ιστορική και τη Χριστιανική Αλήθεια».
Αν, πάλι, γράψω για τις αδυναμίες του κειμένου, για τις αφηγηματικές του υπερβολές ή το ισχνό νοηματικό του υπόβαθρο, τα σχόλια- στον ίδιο εδώ από κάτω χώρο- θα είναι εξίσου επιθετικά, αλλά από την αντίθετη πλευρά: «τώρα βρήκες να είσαι αυστηρός; το θέμα δεν είναι η ποιότητα της παράστασης αλλά η ελευθερία της έκφρασης. Το πρόβλημα δεν είναι οι ύβρεις των ηθοποιών, αλλά οι ύβρεις των χρυσαυγιτών».
Α ναι! Θα γράψουν επίσης για τους Κνίτες που κατέβαζαν τις αφίσες της ταινίας «Ελένη», το 1986, και την αριστερή λογοκρισία.
Ιδού, λοιπόν, πού έχουμε παγιδευτεί. Στην ακύρωση του Λόγου- με όλες τις σημασίες αυτής της λέξης. Και αυτό το γεγονός είναι το πιο επικίνδυνο από όλα όσα συνέβησαν τις τελευταίες μέρες έξω από το θέατρο Χυτήριο. Τονίζω την λέξη ΕΞΩ, διότι το αληθινό θεατρικό έργο παίχτηκε έξω από το Χυτήριο και η Γλώσσα του (επίσης με όλες τις σημασίες αυτής της λέξης) ήταν παντελώς ακατανόητη.
Ας ακυρώσουμε, λοιπόν, τον Λόγο και τη Γλώσσα και ας βάλουμε στην θέση τους υποκατάστατα. Ας αλλάξουμε το νόημα των λέξεων και ας τις ορίσουμε από την αρχή.
Δεν χρειάζεται πια να λέμε «ποτήρι». Το σκεύος αυτό που το γεμίζουμε με νερό ή αλκοόλ, μπορούμε κάλλιστα να το ονομάσουμε «παπούτσι».
Δεν χρειάζεται πια να λέμε «κριτική». Τη διαδικασία κατά την οποία κάποιος άνθρωπος βλέπει, ακούει ή διαβάζει τα έργα ενός άλλου ανθρώπου (καλλιτεχνικά ή μη) και μετά εκφέρει την άποψή του, μπορούμε πια να την ονομάζουμε «ξυλοδαρμό». Γιατί όχι;
Δεν υπάρχει, επίσης, κανείς λόγος να ακούμε αυτά που λένε οι καθηγητές στο Πανεπιστήμιο. Μπορούμε ωραιότατα να κρίνουμε τα λεγόμενά τους και χωρίς να τους ακούσουμε. Από το χρώμα του σακακιού τους για παράδειγμα.
Δεν χρειάζεται καν να λέμε «πανεπιστημιακός δάσκαλος». Αυτός ο οποίος αναλύει και κομίζει μια επιστημονική γνώση (για παράδειγμα το ότι η ανθρώπινη φυλή είναι ενιαία) μπορεί να ονομαστεί «σκουλήκι» και ως σκουλήκι να πατηθεί. Και, στη συνέχεια, να αντικατασταθεί από κάποιον που θα λέει ότι οι Μαύροι είναι ζώα και ως ζώα μπορούν να γίνουν σκλάβοι των Λευκών.
Αυτή η τεράστια νοηματική και λογική τρύπα –στην οποία πέφτω κι εγώ αυτή τη στιγμή μην μπορώντας να αρθρώσω ένα λόγο για το θεατρικό έργο που είδα, διότι κανείς δεν ενδιαφέρεται- δεν έχει πάτο. Είναι η αρχή μια κοινωνικής εκτροπής που αμφισβητεί το πολιτισμικό βάρος του Λόγου και της Γλώσσας. Η αρχή της  κατάργησης του αυτονόητου.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση του «Corpus Christi», όλοι μας έχουμε πέσει σ΄ αυτήν την τρύπα και μιλάμε για κάτι άλλο που συνέβη έξω από το χώρο της παράστασης. Για ένα «θέατρο έξω από το θέατρο». Για ένα λόγο έξω από τον Λόγο. Για μια γλώσσα έξω από τη Γλώσσα.
Ποιος, όμως, θα ξανα-ορίσει τις λέξεις που χρησιμοποιούμε; Μα αυτοί που έχουν τη δύναμη να το κάνουν. Αυτοί που προκάλεσαν όλη την ακύρωση της θεατρικής γλώσσας. Αυτοί που φωνάζουν πιο δυνατά. Αυτοί που εκμεταλλεύονται την αμάθεια (ας γράψω καλύτερα ημιμάθεια που είναι χειρότερο) και μπορούν να πείσουν ότι το «ποτήρι» είναι «παπούτσι».
Κι όταν πια θα έχουμε αντικαταστήσει όλα όσα θεωρούμε αυτονόητα, όταν θα έχουμε αντικαταστήσει τον Λόγο από τον μη-λόγο και τη Γλώσσα από τη μη-γλώσσα, τότε αυτοί οι άλλοι (αυτοί που έχουν την δύναμη, που φωνάζουν και που εκμεταλλεύονται) θα μπορούν πια να κυβερνήσουν ανενόχλητοι, έτσι όπως θέλουν. Χωρίς τη χρήση του Λόγου.
Και θα είναι, στ’  αλήθεια, τραγικό: Αυτός ο Λόγος είναι και ο μόνος λόγος της ύπαρξής μας.