Για τις απολύσεις στο δημόσιο ο καυγάς

Γράφει ο  Θανάσης Μαυρίδης

Κάθε ημέρα μία νέα διαρροή έρχεται για να αυξήσει την δυσαρέσκεια του λαού προς την Ευρώπη. Την μια ημέρα μας παίρνουν τις συντάξεις, την άλλη τους τίτλους των σπιτιών μας και την αμέσως επόμενη οργανώνουν παιδομάζωμα. Πρόκειται για ένα επικίνδυνο επικοινωνιακό παιγνίδι που εξυπηρετεί αμφίβολης ποιότητας βραχυπρόθεσμους στόχους, αλλά ρίχνει νερό στον μύλο της Χρυσής Αυγής. Και δεν..........
καταλαβαίνουμε για ποιόν λόγο φοβούνται να πουν στον κόσμο την αλήθεια, ότι όλος ο καυγάς είναι για τις απολύσεις στο δημόσιο.

Όλα τα άλλα συζητούνται. Κι οι τριετίες και τα ποσά των αποζημιώσεων κι ό,τι άλλο έχει πέσει στο τραπέζι είναι διαπραγματεύσιμο. Αυτό το οποίο δεν συζητούν οι εκπρόσωποι της τρόικας είναι το θέμα των απολύσεων στο δημόσιο. Το θεωρούν κι όχι άδικα θέμα υψίστης σημασίας.

Από την άλλη πλευρά το ελληνικό πολιτικό σύστημα αρνείται πεισματικά να κάνει το αυτονόητο. Αν αγγίξει το θέμα των δημοσίων υπαλλήλων θα επαναστατήσουν κι οι τελευταίοι οπλαρχηγοί των άλλοτε δύο μεγάλων κομμάτων. Κι αυτό το φοβούνται, καθώς βλέπουν την εκλογική τους δύναμη διαρκώς να μειώνεται.

Αν η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε λάβει έγκαιρα αυτή την απόφαση, τότε δεν θα είχαμε φτάσει στο σημερινό αδιέξοδο. Προτίμησαν να θυσιάσουν 1,5 εκατομμύρια εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα από το να θίξουν τους κομματικούς τους στρατούς. Αυτό και μόνο θα συνοδεύει την φήμη τους στις επόμενες δεκαετίες...

Η τρόικα, λοιπόν, επιμένει ότι θα πρέπει η κυβέρνηση να προχωρήσει σε απολύσεις στον δημόσιο τομέα. Δεν κάνουν πίσω στο θέμα αυτό, ανεξάρτητα από το τι λέγεται δεξιά κι αριστερά. Ζητούν ένα ελάχιστο δείγμα γραφής ότι μπορούμε να αλλάξουμε τα κακώς κείμενα. 

Οι τρομολάγνοι θα πουν  ότι οι τροϊκανοί ζητούν κι άλλο αίμα. Η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Όταν όλοι έχουν διαπιστώσει ότι το πρόβλημα της χώρας είναι ο αντιπαραγωγικός δημόσιος τομέας, δεν είναι φυσιολογικό να ζητάει κανείς να γίνουν σε αυτόν κάποιες ουσιαστικές παρεμβάσεις; Ποιο είναι το νόημα να διατηρούνται οι θέσεις εργασίας Οργανισμών που έχουν καταργηθεί; Ποιός προστατεύει και με τι κόστος τους χιλιάδες εκπαιδευτικούς που δεν διδάσκουν; Τους νοσηλευτές που έχουν αποσπαστεί (;) σε άλλες υπηρεσίες του δημοσίου; Ποιος θα υπερασπιστεί τα συμφέροντα ενός δημόσιου τομέα που ακόμη και σήμερα δεν γνωρίζει με ακρίβεια πόσους υπαλλήλους έχει και σε ποιες ακριβώς εργασίες και πόσους συνταξιούχους; 

Το αμέσως επόμενο ερώτημα είναι αν η κυβέρνηση έχει δυνατότητες για έναν ακόμη ελιγμό. Για να κερδίσει λίγο ακόμη χρόνο για λογαριασμό των εκλεκτών υπαλλήλων του δημοσίου, θυσιάζοντας άλλες 100 ή 200 χιλιάδες ιδιωτικούς υπαλλήλους.  Κατά πάσα πιθανότητα όχι. Δίχως να θέλουμε, όμως, να αρνηθούμε την γοητεία  της ευρωπαϊκής πολιτικής των συμβιβασμών. Να αποκλείσουμε, δηλαδή, μία νέα οπισθοχώρηση των ευρωπαίων από την υπεράσπιση της γραμμής του αυτονόητου, για χάρη κάποιου κεντρικότερου πολιτικού σχεδιασμού των Βρυξελλών. Αν αυτό δεν συμβεί, δηλαδή μία άνωθεν εντολή υποχώρησης από τις Βρυξέλλες,  τότε θα δούμε στις επόμενες ημέρες να σπάει ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού της μεταπολίτευσης, αυτό της μονιμότητας του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.

Θανάσης Μαυρίδης