Κόψτε μου το χέρι να δείρετε τους τραπεζίτες

Βλέπω ότι ο Γιάννης Βαρουφάκης δεν άντεξε τελικά και επανήλθε στο θέμα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Όπως ίσως θυμούνται οι αναγνώστες, ο κ. Καθηγητής έχει εδώ και βδομάδες μπλεχτεί σε μια τιτανομαχία με ορισμένους Έλληνες φιλελεύθερους σχετικά με το πώς θα διασωθούν οι Ελληνικές τράπεζες των οποίων τα κεφάλαια έχουν αποδεκατιστεί στα χαρτιά από το PSI+.

Στην τελευταία τοποθέτησή του ο κ. Καθηγητής, όπως συνηθίζει, έχει δίκιο σε πολλά και άδικο σε εξίσου πολλά και καίρια σημεία.

Έχει δίκιο όταν λέει ότι, αν δεν αλλάξει η μετοχική σύνθεση μιας αποτυχημένης τράπεζας και ως προς τις ψήφους αλλά και ως προς τα κεφάλαια...
, δεν μπορεί να τιμωρηθεί όπως πρέπει η διοίκησή της. Όντως, δεν υπάρχει δίκαιη λύση χωρίς την παραχώρηση κοινών μετοχών σε τρίτους, έναντι των απαιτούμενων κεφαλαίων. Μακάρι ο κ. Καθηγητής να άφηνε έστω και για λίγο ανοιχτό το ενδεχόμενο αυτοί να μην είναι το κράτος.

Έχει δίκιο επίσης όταν λέει ότι η υπερβολική μόχλευση των τραπεζών είναι η πηγή του προβλήματός τους και αν δεν μειωθεί δεν μπορεί να υπάρξει λύση. Μακάρι να έκανε και το ένα παραπάνω βήμα του να πει ότι το να μεταφερθεί το χρέος από τον Α στον Β δεν μειώνει τη μόχλευση του όλου συστήματος – μόνο αυτή των τραπεζών εις βάρος του φορολογούμενου.

Τέλος έχει δίκιο κι όταν λέει ότι η συμβίωση μεταξύ τραπεζών και κράτους είναι στενή και ανθυγιεινή – μακάρι να έκανε και το ένα παραπάνω βήμα του να πει ότι πρέπει να σπάσει.

Πιο πολύ όμως με απογοητεύει η απάντησή του στο επιχείρημα (δείτε εδώ, εδώ και εδώ) ότι ο κρατικός έλεγχος μιας τράπεζας οδηγεί στην παραγωγή κακών δανείων, που όταν ξυνίσουν μετά από μερικά χρόνια θα απαιτήσουν εκ νέου παρέμβαση. Η απάντησή του όχι μόνο είναι πολιτική και εκβιαστική, αλλά συγχέει και την κρατική στήριξη των τραπεζών με τον κρατικό έλεγχο:
«[...] ιδιωτικές τράπεζες [...] δεν υπάρχουν. Σε ολόκληρο τον κόσμο, και ιδίως στην χώρα μας, οι τράπεζες έχουν μετατραπεί σε αρπακτικά μορφώματα ιδιωτικο-κρατικού χαρακτήρα. Οπότε ας αφήσουμε τις ανοησίες περί ανάγκης να αποφευχθεί η κρατικοποίηση των ιδιωτικών τραπεζών.»

Όντως, αν α) κανείς άλλος δεν μπορεί να ενισχύσει τις τράπεζες και β) μπορεί να τις ενισχύσει ο Ευρωπαίος φορολογούμενος, ίσως και να έχει δίκιο ο κ. Καθηγητής. Ανοησίες λέμε όσοι δεν αποζητούμε φανατικά τον υπερ-κρατικό έλεγχο των τραπεζών. Έχει όμως άδικο και στα δύο.

Συνεχίζει δε να μην έχει καμμιά ουσιαστική απάντηση στο θέμα των κακών χρεών. Ίσως η απάντησή του να είναι ότι αν τις τράπεζες τις ελέγχουν Ευρωπαίοι γραφειοκράτες δεν θα υπάρχουν τέτοια κίνητρα. Κι όμως οι Ευρωπαίοι γραφειοκράτες δεν έχουν ιδέα πώς να προωθούν την ανάπτυξη μέσω μεγαλεπήβολων στρατηγικών χρηματοδότησης, γιατί μοιραία λόγω της απόστασης (γεωγραφικής και θεσμικής) που τους χωρίζει από τους αποδέκτες είναι αναγκασμένοι να παίζουν στα τυφλά και μέσω ιδιοτελών μεσαζόντων.

Μην ξεχνάμε, ακόμη και πολύ πιο συγκεντρωτικά υπερ-κράτη, όπως η Κίνα, στην πράξη δυσκολεύονται σοβαρά να κατευθύνουν το δανεισμό των τραπεζών με βάση τη δεδηλωμένη πολιτική της κυβέρνησης, χωρίς βέβαια να αποφεύγουν τη διαφθορά και τα κακά χρέη.

Το πιο σημαντικό όμως λάθος του κ. Καθηγητή είναι οι δύο ηρωϊκές υποθέσεις που κάνει.

Πρώτον, υπάρχουν άλλοι (φιλελεύθεροι, φτού!) τρόποι να επανακεφαλαιοποιηθούν οι τράπεζες έναντι κοινών μετοχών. Έναν από αυτούς, τη λύση του bail-in, τον αναλύω εξαντλητικά παίρνοντας το παράδειγμα της Εθνικής εδώ. Στο bail-in, αφού καθοριστεί μέσω ενός stress test πόσα επιπλέον κεφάλαια χρειάζεται μια τράπεζα για να είναι αναμφισβήτητα εύρωστη ακόμη κι αν το Ελληνικό δημόσιο βαρέσει 100% κανόνι, οι πιστωτές της υποχρεούνται να παραιτηθούν από μέρος των απαιτήσεών τους ίσο με τα απαιτούμενα κεφάλαια έναντι κοινών μετοχών ίσης ονομαστικής αξίας. Πρώτα μπαίνουν στο παιχνίδι οι εμπορικές τράπεζες με προτεραιότητα στις πιο βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις, κι έπειτα αν χρειαστεί και οι καταθέτες, με προτεραιότητα στις μακροπρόθεσμες προθεσμιακές καταθέσεις. Συζητάμε αν θέλετε το κατά πόσον θα πρέπει να συμμετάσχει η ΕΚΤ. Θεωρώ ότι δεν πρέπει. Έπειτα, η τράπεζα υποχρεούται να διαγράψει όλο ή το περισσότερο χρέος του δημοσίου προς αυτήν και οι μέτοχοι (παλιοί και νέοι) γράφουν την ανάλογη ζημιά.

Το αποτέλεσμα: μια εύρωστη τράπεζα, με χαμηλότερη μόχλευση. Με νέους, αγριεμένους μετόχους, οι οποίοι είναι πιο πιθανό να τιμωρήσουν τη διοίκηση απ’ ότι οι παλιοί μέτοχοι, οι πολιτικοί ή οι γραφειοκράτες. Οι παλιοί μέτοχοι έχουν χάσει λεφτά, εκτός αν ανατιμηθεί σημαντικά η μετοχή της Εθνικής. Και οι καταθέτες μπορεί να χάσουν λεφτά προς στιγμήν (με την ίδια επιφύλαξη περί ανατίμησης), αλλά σε μικρό ποσοστό – γύρω στο 4%. Α, και βέβαια τα ομόλογα που είχε στα χέρια της η Εθνική (9δις) εξαφανίζονται. Το ‘κακό’ χρέος δεν μεταφέρθηκε από την τράπεζα σε φορολογούμενους. Απλά διεγράφη.

Όσο για τη δεύτερη υπόθεση του κ. Καθηγητή, ο Ευρωπαίος φορολογούμενος και τα εγγόνια του δεν έχουν να δώσουν, ούτε άμεσα, μέσω φορολογίας, ούτε έμμεσα, μέσω EFSF ή ΕΚΤ. Γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση συλλογικά δεν έχει επάρκεια κεφαλαίων και πλησιάζει απειλητικά και τα όρια της άντλησης πόρων μέσω νέας φορολογίας. Γι’ αυτό και κάθε απόπειρα ενίσχυσης του EFSF πιέζει την πιστοληπτική ικανότητα των ‘κεντρικών’ χωρών. Όσο οι φεντεραλιστές τραβάνε το σκοινί, τόσο πιο πολύ θα βαθαίνει και θα εξαπλώνεται η κρίση, γιατί το Ευρωπαϊκο δημόσιο μπορεί να έχει μεν ρευστότητα, είναι όμως κατά τα άλλα φαληρισμένο. Το πρόβλημα του κ. Καθηγητή, όπως το διατύπωσε προφητικά η Σιδηρά Κυρία, είναι ότι αργά ή γρήγορα και τα λεφτά των Άλλων εξαντλούνται.

Χώρια ότι η ενίσχυση με Ευρωπαϊκά κεφάλαια, όπως έχουν πλέον συνειδητοποιήσει όλοι, γίνεται έναντι μέρους της εθνικής κυριαρχίας. Αυτό το ζήτημα το προσπερνά ο κ. Καθηγητής γιατί γνωρίζει ότι ο με το ζόρι Ευρωπαϊκός φεντεραλισμός είναι πλέον απεχθέσθερος και από τις ίδιες τις τράπεζες. Θα απαντήσει ίσως ότι έχουμε ήδη απωλέσει την κυριαρχία μας: κι όμως, το πόση ακόμη εθνική κυριαρχία μπορούμε να χάσουμε περιορίζεται μόνο από τη φαντασία των Ευρωκρατών. Μπορούμε να γίνουμε τόσο ‘ανεξάρτητο’ κράτος όσο ‘ανεξάρτητες’ οντότητες είναι η Θεσσαλία, ή ο Δήμος Αθηναίων.

Κακώς οι αντίπαλοι του κ. Καθηγητή ξορκίζουν την κρατική παρέμβαση χωρίς να προτείνουν μια φιλελεύθερη λύση. Αλλά κακώς κι αυτός αποκλείει άλλες λύσεις πέρα από το να κόψουμε το χέρι μας για να δείρουμε με αυτό τους τραπεζίτες.

*Ο Μάνος Σχίζας γεννήθηκε και σπούδασε στην Αθήνα αλλά μένει μόνιμα στο Λονδίνο όπου εργάζεται ως Senior Policy Adviser στο ACCA, μια παγκόσμια επαγγελματική ένωση ορκωτών λογιστών και ελεγκτών. Από το Δεκέμβρη του 2009 διατηρεί το ιστολόγιο LOLGreece.

http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.post&id=14285