Με επαναστατική γυμναστική ποιον θα φοβερίσετε;‏

 Γράφει ο Τάσος Παππάς

Η μία μετά την άλλη οι Πανεπιστημιακές σχολές καταλαμβάνονται από φοιτητές, που διαφωνούν με το νόμο Διαμαντοπούλου, και η εκπαιδευτική χρονιά ξεκινά όχι με μαθήματα και εξετάσεις, αλλά με μπόλικη συσσωρευμένη εκρηκτική ύλη που έρχεται να προστεθεί στο κλίμα της γενικευμένης κοινωνικής δυσφορίας. Η προφανής διαπίστωση-καταγράφεται και στις δημοσκοπήσεις- είναι ότι η κυβέρνηση έχει έλλειμμα νομιμοποίησης. Το λογικό θα ήταν να προσφύγει στις κάλπες προκειμένου να ζητήσει να εγκριθεί η πολιτική που εφαρμόζει, για την οποία άλλωστε δεν έχει λάβει εξουσιοδότηση από τους πολίτες. Τελείως διαφορετική ήταν η .......
προεκλογική ατζέντα της. Δεν το τολμά γιατί διαισθάνεται το αποτέλεσμα.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης υποστηρίζουν –και έχουν δίκιο- ότι οι συσχετισμοί στη Βουλή είναι εικονικοί, γιατί η πραγματική επιρροή των κομμάτων είναι άλλη. Ειδικότερα για το θέμα της Παιδείας, η Αριστερά ισχυρίζεται ότι δεν έχει καμία σημασία που τα τρία κόμματα [ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑΟΣ] ψήφισαν υπέρ της «μεταρρύθμισης», σημασία έχει τι λένε οι φορείς της Εκπαιδευτικής Κοινότητας. Κι αυτοί είναι αντίθετοι. Απόδειξη οι δεκάδες καταλήψεις Πανεπιστημίων σ’ όλη τη χώρα.
Τα κόμματα, όμως, της Αριστεράς, που σωστά θέτουν θέμα νομιμοποίησης της κυβέρνησης και αμφισβητούν το δικαίωμα της να νομοθετεί γιατί δεν έχει πια την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των πολιτών, οφείλουν να αναμετρηθούν με ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα: από πού αντλούν τη νομιμοποίησή τους οι φοιτητές που αποφασίζουν καταλήψεις; Στις γενικές συνελεύσεις των σχολών που υιοθετούν αυτές τις μορφές αγώνα, πόσοι συμμετέχουν; Και πόσοι είναι αυτοί που στηρίζουν με την ενεργό και καθημερινή παρουσία τους στις σχολές, τις σχετικές αποφάσεις; Αν η πλειοψηφία στη Βουλή, είναι σήμερα μειοψηφία στην κοινωνία και, συνεπώς, δεν δικαιούται να ρυθμίζει τις τύχες της χώρας, οι μειοψηφίες στα Πανεπιστήμια έχουν δικαίωμα να επιβάλουν τις απόψεις τους και να ρυθμίζουν την τύχη των Ιδρυμάτων;
Ερωτήματα προκύπτουν, ωστόσο, και για τις φοιτητικές παρατάξεις, τουλάχιστον γι αυτές που θεωρούν ότι η μαζική συμμετοχή στις διαδικασίες είναι προϋπόθεση για τη σωστή λειτουργία της Δημοκρατίας και η ευρεία συναίνεση γύρω από τις δράσεις απαραίτητος όρος για την επιτυχία ενός αγώνα.
Για παράδειγμα: είναι δυνατόν η πρώτη επιλογή αντίστασης σε μια πολιτική να είναι η ανώτερη μορφή πάλης;
Πριν από την κατάληψη τι; Μετά την κατάληψη τι;
Υπάρχει σχέδιο για κλιμάκωση; Ποιά θα είναι η κορύφωση; Έχουν επεξεργαστεί δεύτερη γραμμή άμυνας; Η λογική του «όλα ή τίποτα» ενισχύει τις τάξεις των διαμαρτυρομένων; Μήπως η συνέπεια αυτής της τακτικής θα είναι ο εκφυλισμός των μέσων;
Το φαινόμενο, βεβαίως, δεν είναι καινούργιο και δεν αφορά μόνο το φοιτητικό κίνημα. Τα τελευταία δύο χρόνια έχουν γίνει περίπου δέκα γενικές απεργίες. Η γενική απεργία είναι ένα πολύ σοβαρό όπλο, απαιτεί προετοιμασία και για να έχει αποτέλεσμα δεν πρέπει να επιλέγεται με απύθμενη ελαφρότητα. Είναι ένα βήμα πριν από τη μετωπική σύγκρουση με τον αντίπαλο. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ έγραφε πριν από πολλά χρόνια ότι «η μαζική απεργία είναι πολύ περισσότερο ένα τέρμα που δείχνει κατά κολλεκτιβιστικό τρόπο μια ολόκληρη περίοδο της πάλης των τάξεων που εκτείνεται σε πολλά χρόνια, και καμιά φορά σε δεκαετίες» [ ‘Μαζική Απεργία, Κόμμα, Συνδικάτα’ εκδόσεις Κοροντζή].
Δέκα γενικές απεργίες μέσα σε λίγους μήνες θα έπρεπε να είχαν ρίξει όχι μία, αλλά τρείς κυβερνήσεις. Το γεγονός ότι δεν προκάλεσαν ούτε αμυχή στο σύστημα δεν φαίνεται να έχει προβληματίσει τις ηγεσίες των συνδικάτων. Η επαναστατική γυμναστική για την τιμή των όπλων και ερήμην των μαζών βολεύει τις κομματικές και συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες. Ουδόλως, όμως, ανησυχεί τις πάσης φύσεως εξουσίες.
Υ.Γ: Η νεολαία της Νέας Δημοκρατίας με ανακοίνωση της ζήτησε να τελειώνουμε, επιτέλους, με τη γενιά του Πολυτεχνείου, τη γενιά της μίζας, της φαυλότητας και της διαφθοράς. Είναι της μόδας η αποδόμηση και η ισοπέδωση. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το θράσος περισσεύει. Τα στελέχη της συντηρητικής παράταξης την περίοδο της δικτατορίας, είτε απείχαν από κάθε αντιστασιακή δραστηριότητα [με ελάχιστες τιμητικές εξαιρέσεις], είτε σύστηναν αυτοσυγκράτηση, είτε ανακάλυπταν ευκαιρίες για διάλογο με τη χούντα, είτε συνεργάζονταν ανοικτά με το καθεστώς των συνταγματαρχών. Το τέλος της Μεταπολίτευσης να μην μας φέρει και το τέλος της μνήμης.