υπάρχει κι η οικοδομή Βαγγέλη μου

Ελλην Φορολογούμενος

Η έκφραση « υπάρχει κι η οικοδομή » αποτελεί ουσιαστικά προτροπή-ανταπάντηση προς όσους παραπονιούνται για το φόρτο εργασίας στη δουλειά τους.

Εννοείται ότι αυτό το παράπονο είναι το πιό κοινό στην ένδοξη χώρα μας - να παραπονιέται δηλαδή κανείς για το ότι η δουλειά από την οποία ζει έχει δουλειά και γενικώς είναι........
σκληρή , ο ίδιος είναι αναντικατάστατος και κανείς άλλος στον κόσμο δεν μπορεί να καταλάβει «ΤΙ ΤΡΑΒΑΕΙ»

Στην Ελλάδα η εργασία (πρώτα η χειρωνακτική, μετά κάθε εργασία ως εργασία) απαξιώθηκαν - δείτε προς εμφύλιο μεριά γιατί και ποιες αξίες ηττήθηκαν...). Ως γνωστόν στη μεταπολιτευτική Ελλάδα  είσαι μακάκας αν δουλεύεις και δεν τρως από τα έτοιμα ή/και από τον κόπο του άλλου. Την ίδια στιγμή, βέβαια, που οι Έλληνες μισθωτοί και μεροκαματιάρηδες δουλεύουν τις περισσότερες ώρες στην ΕΕ και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο θλιβερό. Τα δυο αυτά – απαξίωση εργασίας / διαχρονικά μαζική παραγωγή κουτοπόνηρων ταξικά ασυνείδητων σκλάβων - σίγουρα

 συνδέονται, ακόμα κι αν ισχύει ο Νόμος του Μέρφυ.

Από την άλλη υπάρχουν και αυτοί που τα ξύνουν, κυρίως όσοι έχουν σχετικά καλές θέσεις στο δημόσιο-φορέβα (απο το forever), οι οποίοι προκειμένου να μην καταλάβει κανείς ότι η δουλειά τους είναι το μάλλον ή ήττον ξύσιμο συνεχές, και χωρίς ενοχές και για να αποσοβήσουν κάθε προσπάθεια άρσης αυτού του καθεστώτος, παραπονιούνται διαρκώς. Τα πρωτεία σε αυτήν την ψυχοκοινωνική στρατηγική  (ε)αυτοπροστασίας έχουν πλέον οι υπουργοί αλλά πολύ κλάψα πέφτει και στα παραδοσιακώς κατοχυρωμένα ελεύθερα επαγγέλματα - εδώ ακόμα και εργοδότες

 παραπονιούνται. Μολονότι, λοιπόν, πολλοί βρίσκουν την εργασία τους απάλευτη, και ορθώς , εκσεσημασμένη μίρλα παρατηρείται στις περιπτώσεις εκείνους που την έχουν σχετικώς ή απολύτως καλύτερα - ή έστω εκεί γίνεται προκλητικό. Άλλωστε, το να παραπονιέσαι – όπως και το να προσβάλλεσαι ή απλά το να θυμάσαι – είναι ένα δικαιώμα, το οποίο – όπως όλα τα δικαιώματα – το απολαμβάνουν μειοψηφίες.

Για όποιον, λοιπόν, παραπονιέται για την εργασία του υπάρχει πάντα η οικοδομή. Γιατί, όμως, η οικοδομή ειδικά; Η οικοδομή ήταν και είναι ένας κλάδος εργασίας βαρύς, σκληρός και άτεγκτος, αλλά και ένας κλάδος στον οποίο υπήρχαν μεροκάματα για όποιον έψαχνε, ειδικά σε περιόδους μαζικής ανοικοδόμησης – που γενικά η Ελλάδα έχει περάσει κάμποσες. Επιπλέον, η αναπαράσταση του κλάδου ως δεξαμενής ευκαιριακής και γενικά διαθέσιμης εργασίας έχει τις ρίζες της στο γεγονός ότι μετεμφυλιακά και μετά από αγώνες, για να εργαστείς στην

 οικοδομή δεν ήταν απαραίτητο το Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων (έτσι οι οικοδόμοι αναδείχθηκαν σε αιχμή των αγώνων της δεκαετίας του ’60). Τα ευκαιριακά μεροκάματα μαθητών, φοιτητών και εσωτερικών μεταναστών του χθες τα κάνουν οι μετανάστες του σήμερα (τα πάγια μεροκάματα σε περιόδους κρίσης είναι καβατζωμένα από τους ντόπιους). Αλλά για τους φύσει ή θέσει ανειδίκευτους, αν υπάρχει κάτι, η οικοδομή υπάρχει .
Οπότε να το γιαπί, να και το πήδημα Βαγγέλη μου.
Μάθαμε τώρα , ποινή έκτιε και καλά ο Πολύδωρας , στη γραφιάκλα-γήπεδο του ΥΠΕΣ με σαράντα ερκοντίσια  και τις 60 ορτινάτσες στρατηγούς και συνταγματαρχαίους  ή ο Μπένι υποφέρει το παλικάρι μου ( παρεπιπτώντως τώρα τελευταία φαινεται κομμένος και αδυνατισμένος) εσχάτως στο ΥΠΟΙΚ ΔΕΝ ΤΟ ΕΠΕΛΕΞΕ και ΟΥΤΕ το ΕΠΕΔΙΩΞΕ  .
Μα κι εγώ κύριε Μπένι μου ούτε επέλεξα να με σκίζει η πολιτική που εφαρμόζεις , ούτε επεδίωξα να χάσω τη εργασία μου , ουτε επιδιώκω να πληρώσω την εκτατη εισφορα σε χρήμα και σε αίμα , ουτε να πλήρωσω για σαλέ το καλύβι που μ΄άφησε ο πατέαρας μου.