«Για να έλθει η αλλαγή πρέπει να αλλάξουμε κουλτούρα» (Κάρολος Παπούλιας) - Η επίκληση του τρεχόντως ανέφικτου

 Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κάρολος Παπούλιας, αντιφωνώντας τον Δήμαρχο Μεσολογγίου στις 17 Απριλίου, είπε ανάμεσα σε άλλα : «…Γνωρίζω ότι, όπως όλοι μας, αγωνιάτε για την πορεία της πατρίδας που βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πρωτοφανή, πολύπλευρη, βαθιά κρίση. Πολλά δεν εξαρτώνται από εμάς, αλλά από τις αποφάσεις που λαμβάνουν οι ηγεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κάποια, όμως, αποτελούν αποκλειστικά δική μας υποχρέωση: Όπως είναι ο εκσυγχρονισμός του κράτους, η εξυγίανση των δημοσιονομικών, η καταπολέμηση της μαύρης οικονομίας, η εμπέδωση κανόνων διαφάνειας, ισονομίας και ισοπολιτείας, η αποκατάσταση της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών και πολιτείας. Η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει αλλαγές που λίγο καιρό πριν φαίνονταν αδιανόητες.   Κάποιες από αυτές είναι οδυνηρές ή άδικες.   Άλλες, ωστόσο, είναι αναγκαίες και δίκαιες. Έχω πει και άλλες φορές, είναι ώρα, πιστεύω, για όλους μας, να κοιταχτούμε στον καθρέφτη. Δεν αρκεί απλώς ο καταλογισμός ευθυνών στους.......απέναντι ή η καταγγελία για τα σκουπίδια του γείτονα, όταν και το δικό μας σπίτι όζει. Για να έρθει η πραγματική αλλαγή, πρέπει να αλλάξει η κουλτούρα μας…»
Πριν κάνω ορισμένες παρατηρήσεις επί των δηλώσεων αυτών, είναι σημαντικό να απαντηθεί το ερώτημα : οι δηλώσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας, σε ποιους απευθύνονται; Την απάντηση την έδωσε ο ίδιος, όχι στη παραπάνω ομιλία του, άλλα σε άλλες που προηγήθηκαν, και προφανώς θεωρούνται δεδομένες ώστε να μη χρειάζεται να επαναλαμβάνονται. Θα επιλέξω ως υπενθύμιση, την ομιλία του προ ενός περίπου έτους (για την ακρίβεια στις 24 Ιουλίου 2010, στο Προεδρικό Μέγαρο, κατά την επέτειο της αποκατάστασης της Δημοκρατίας) όταν είχε πει : «…Παρά τη διεθνή συγκυρία, αν είμαστε ειλικρινείς, θα αναγνωρίσουμε ότι η ευθύνη για την ελληνική παρακμή βαραίνει κυρίως την πολιτική τάξη, που έχει την υποχρέωση να καθοδηγεί τις εξελίξεις. Η αποδοκιμασία που δέχεται σήμερα το πολιτικό σύστημα είναι πολλές φορές ακατέργαστη μέσα στη γενίκευσή της, είναι όμως - στον πυρήνα της - δίκαιη. Η κρίση δεν είναι ίδια για όλους. Κάποιοι χάνουν κέρδη, για πολλούς μειώνονται μισθοί και συντάξεις, άλλοι  χάνουν τις δουλειές τους, δηλαδή τα πάντα. Η μεσαία τάξη, η οποία ήταν για δεκαετίες ο κοινωνικός χώρος της ελληνικής ευημερίας, κλονίζεται και βιώνει συναισθήματα πρωτοφανούς ανασφάλειας. Οι πιο αδύναμοι φτάνουν στα όρια της επιβίωσης. Η διαμαρτυρία είναι δίκαιη και δικαιολογημένη, όχι όμως όταν εκφράζεται με συντεχνιακό αυτισμό και αδιαφορία για την κοινωνική πλειοψηφία. Με λίγα λόγια, αυτό που ονομάζουμε κοινωνική συνοχή κινδυνεύει σοβαρά.»

Μετά τη διευκρίνιση αυτή, επανέρχομαι στις δηλώσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας, που παρατέθηκαν στην αρχή.

Είπε ο κ. Παπούλιας :

«…Πολλά δεν εξαρτώνται από εμάς, αλλά από τις αποφάσεις που λαμβάνουν οι ηγεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κάποια, όμως, αποτελούν αποκλειστικά δική μας υποχρέωση: Όπως είναι ο εκσυγχρονισμός του κράτους, η εξυγίανση των δημοσιονομικών, η καταπολέμηση της μαύρης οικονομίας, η εμπέδωση κανόνων διαφάνειας, ισονομίας και ισοπολιτείας, η αποκατάσταση της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών και πολιτείας…»

Με όλο το σεβασμό, ο κ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αξιολογεί λάθος το ειδικό βάρος των παραγόντων που καλούνται να συμβάλλουν στην έξοδο απ’ τη κρίση. Τι προκύπτει απ’ το κείμενό του; Ότι τα «πολλά» που απαιτείται να γίνουν, εξαρτώνται από αποφάσεις ξένων ηγεσιών (της Ευρωπαϊκής Ένωσης), από μας δε εξαρτώνται «κάποια». Λάθος! Συμβαίνει εντελώς το αντίθετο! Είμαστε εμείς που πρέπει να κάνουμε τα πολλά, είμαστε εμείς που θα έπρεπε ως κυρίαρχο κράτος (κι αυτό καμία ευρωπαϊκή συνθήκη δεν το αναιρεί) να πρωτοστατούμε και να έχουμε το πρώτο λόγο για το τι δέον γενέσθαι εντός του οίκου μας, οι δε «ευρωπαϊκές ηγεσίες» (σε ποιες ακριβώς αναφερόμαστε;) είναι αυτές που έχουν, που θα έπρεπε να έχουν κάποιο λόγο (όχι πάντως τον πρώτο λόγο) στα του οίκου μας. Θα συνέβαινε το αντίστροφο, δηλαδή αυτό που ισχυρίζεται ο κ. Πρόεδρος, τότε και μόνο τότε, αν η Ευρώπη ήταν ένα ενιαίο κράτος, δηλαδή, μια ενιαία πολιτική οντότητα, κάτι που ούτε ως φαντασία συμβαίνει : η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν είναι πέραν κάθε αμφιβολίας μια αμιγώς αγοραία οντότητα, αλλά δυστυχώς, το ζήτημα της πολιτικής της ενοποίησης, που ήταν κάποτε το κυρίαρχο ζητούμενο, τείνει να ευτελίζεται ολοένα και περισσότερο. Ολοένα και περισσότερο κυριαρχεί ο οικονομισμός, ολοένα υποχωρεί η πολιτική και κύρια η κοινωνική διάσταση του ευρωπαϊκού οράματος. Ποιος λοιπόν μπορεί να εκχωρεί τέτοιας έκτασης κυριαρχικά εθνικά δικαιώματα σε μια αγοραία οντότητα; Αν αυτό συμβαίνει, αν αυτό θα συνέβαινε, θα ήταν ολέθριο! Κι επειδή όντως αυτό συμβαίνει σήμερα, είναι ολέθριο!

Είπε ο κ. Πρόεδρος :

«…Η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει αλλαγές που λίγο καιρό πριν φαίνονταν αδιανόητες.   Κάποιες από αυτές είναι οδυνηρές ή άδικες. Άλλες, ωστόσο, είναι αναγκαίες και δίκαιες. Έχω πει και άλλες φορές, είναι ώρα, πιστεύω, για όλους μας, να κοιταχτούμε στον καθρέφτη. Δεν αρκεί απλώς ο καταλογισμός ευθυνών στους απέναντι ή η καταγγελία για τα σκουπίδια του γείτονα, όταν και το δικό μας σπίτι όζει…»

Υπάρχει κίνδυνος εδώ ο κ. Παπούλιας να ταυτιστεί με την άποψη που λέει ότι το «Μνημόνιο είναι ευτυχία», και φυσικά, δεν είναι αυτή η άποψή του. Όμως, καλό είναι όταν κάποιος αναφέρεται σ’ εκείνες τις αλλαγές που γίνονται στα πλαίσια του Μνημονίου και οι οποίες θεωρούνται θετικές (και υπάρχουν τέτοιες), να μη ξεχνά να προσθέτει ότι αυτό, αποτελεί τη μεγαλύτερη μομφή κατά του ντόπιου πολιτικού προσωπικού και ιδίως των εκάστοτε κρατικών – πολιτικών ηγεσιών. Η αναγνώριση ότι έπρεπε να έρθουν οι ξένοι για να κάνουν ό,τι εν  πάση περιπτώσει θεωρείται σωστό, δεν επιβεβαιώνει παρά την ατολμία και την ανικανότητα των ντόπιων πολιτικών ηγεσιών, τουλάχιστον εκείνων που αναμένουν τους ξένους για να κάνουν κάτι, και το ερώτημα που τίθεται είναι : δηλαδή, όπως το λέμε, τι θα γίνει σαν φύγουν οι ξένοι; Θα περιπέσουμε πάλι στην ίδια αβουλία και ανικανότητα; Διαβάζοντας κανείς το δεύτερο απόσπασμα του Προέδρου της Δημοκρατίας (της 24 Ιουλίου 2010), φυσικά, οι παραπάνω διευκρινήσεις δίνονται απ’ τον ίδιο, όταν λέει ότι «…η ευθύνη για την ελληνική παρακμή βαραίνει κυρίως την πολιτική τάξη, που έχει την υποχρέωση να καθοδηγεί τις εξελίξεις…», αλλά, δεν είναι βέβαιο ότι κάποιος παρακολουθεί όλες τις δηλώσεις του, ούτε και κάνει τον κόπο ο μέσος ακροατής ή αναγνώστης των λόγων του να ανατρέχει στο αρχείο για να συσχετίσει ό,τι λέγεται σήμερα με ό,τι λέγονταν στο παρελθόν. Πρέπει συνεπώς, ο δημόσιος λόγος, να μη θεωρεί αυτονόητο ότι είναι γνωστό το τι θεωρείται δεδομένο και τι όχι όταν ομιλεί.

Είπε, τέλος, ο κ. Παπούλιας :

«…Για να έρθει η πραγματική αλλαγή, πρέπει να αλλάξει η κουλτούρα μας…».

Εδώ, πράγματι, χρειάζονται να δοθούν πολλές διευκρινήσεις, (π.χ., τι εννοούμε τέλος πάντων μ’ αυτή τη «κουλτούρα», πώς συγκροτείται, πώς διαχέεται, κ.λπ.) με κυριότερη όλων ίσως, τούτη : στη δική μας ελληνική πραγματικότητα, ποια είναι εκείνη η πολιτική ηγεσία που μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί ή μπορεί να αποτελέσει υπόδειγμα ηγεσίας στο τομέα της κουλτούρας, δηλαδή, ένα είδος πολιτιστικού οδηγού, ένα είδος πολιτιστικού φάρου, που, αφού καθιερωθεί σαν αποδεκτά κοινό σύστημα αξιών, θα καθοδηγεί, θα εμπνέει, θα υποκινεί, θα συγκινεί; Ποιος σήμερα πολιτικός ηγέτης εξ εκείνων που διαθέτουμε, ή ποια συλλογική ηγετική ομάδα, ομοίως εξ εκείνων που διαθέτουμε, μπορεί να θεωρηθεί «καθοδηγητής», «φάρος», «υπόδειγμα ηγέτη», ή ακόμα, να υποδυθεί τον ρόλο αυτό ικανοποιητικά έστω και αν δεν τον ενσαρκώνει ουσιαστικά;

Δυστυχώς, πολύ φοβούμαι, πως γι΄ ακόμα μια φορά,  επικαλούμαστε για τη σωτηρία το ανέφικτο. Δηλαδή, επικαλούμαστε προς σωτηρία μας, ό,τι στερούμεθα! Αν αληθεύει –και κατ΄ εμέ αληθεύει- ότι στη χώρα μας υπάρχει έλλειμμα ηγεσίας (ανάμεσα σε πολλά άλλα ελλείμματα), κατ’ ουσίαν επικαλούμαστε να μας σώσει ακριβώς αυτό το κενό. Αλλά το κενό δεν σώζει : απορροφά και εκμηδενίζει. Πρέπει πρώτα απ’ όλα να καλύψουμε τούτο το θεμελιώδες κενό, κι ακολούθως να αρχίσουμε να ελπίζουμε.