Καληνύχτα Σχολείο, Καληνύχτα Ελλάδα

Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης

Πριν δυο χρόνια είχα γράψει ένα άρθρο με τίτλο «Καλημέρα Σχολείο Καλημέρα Θλίψη», συγκρίνοντας το εκπαιδευτικό μας «σύστημα» μ’ εκείνο της Φινλανδίας. Σήμερα, δυο χρόνια μετά, ο μοναδικός τίτλος που μου έρχεται στο νου είναι «Καληνύχτα Σχολείο….». Όταν πριν πέντε χρόνια, οι υπουργοί παιδείας των κρατιδίων της Γερμανίας επισκέφτηκαν τη φινλανδή συνάδελφό τους για να πάρουν ιδέες από την εκπρόσωπο του, ομολογουμένως, πιο επιτυχημένου εκπαιδευτικού συστήματος του κόσμου, εκείνη, μεταξύ άλλων τους είπε, «είμαστε μια μικρή χώρα και δεν έχουμε την πολυτέλεια να χάσουμε ούτε έναν μαθητή. Δεν μας περισσεύει κανείς σ’ αυτήν τη χώρα. Αυτό ήταν το σκεπτικό μας και πάνω σ’ αυτό οικοδομήσαμε το δικό μας εκπαιδευτικό μοντέλο». Σε όλες τις διεθνείς αξιολογήσεις μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που γίνονται τα τελευταία δέκα χρόνια( Βλέπε PISA- ΟΟΣΑ), η Φινλανδία και ο Καναδάς, είναι πάντοτε στις πρώτες θέσεις. Είναι οι δυο χώρες που δίνουν τα περισσότερα λεφτά για τη δημόσια παιδεία και είναι επίσης οι δυο χώρες όπου δάσκαλοι και καθηγητές χαίρουν μεγάλης εκτίμησης στις κοινωνίες τους. Και στις δυο χώρες, τα λίγα ιδιωτικά σχολεία (κυρίως εκκλησιαστικά και ξενόγλωσσα) που υπάρχουν, θεωρούνται κακής ποιότητας. Γι αυτόν το ..........
λόγο δεν υπάρχει πολιτικός ή σοβαρός μεγαλοεπιχειρηματίας που να μην στέλνει το παιδί του σε δημόσιο σχολείο.
( Σε πρόσφατη συνέντευξη του πρώην Υπουργού παιδείας Στυλιανίδη και στην ερώτηση «αν θα έστελνε τα παιδιά του σε δημόσιο σχολείο», ο γιος εκπαιδευτικών απάντησε, «έχω στο μυαλό μου ένα πρότυπο του πως θα πρέπει να είναι το ιδανικό σχολείο και αυτό το πρότυπο δεν το βρίσκω σε κανένα δημόσιο σχολείο»!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!). Δεν απαιτείται σοφία για να γίνει κατανοητό, πως όταν δεν σκοπεύεις να στείλεις το παιδί σου σε δημόσιο σχολείο ή σε δημόσιο νοσοκομείο, δεν σε νοιάζει η ποιότητα της δημόσιας παιδείας, ούτε της δημόσιας υγείας, ούτε της δημόσιας συγκοινωνίας, κ.λ.π., κ.λ.π.
Σύμφωνα με μελέτη ομάδας οικονομολόγων του πανεπιστημίου της Οτάβας, η επένδυση στην κατάρτιση του «ανθρώπινου κεφαλαίου»είναι αυτή που αποφέρει μακροπρόθεσμα οικονομικά οφέλη. Όταν το 1989, κατέρρευσε η πρώην Σοβιετική Ενωση, η καπιταλιστική χώρα με την μεγαλύτερη οικονομική εξάρτηση, η Φινλανδία, ήταν στα πρόθυρα της δικής της κατάρρευσης, με 25% ανεργία μέσα σε μερικούς μήνες. Ρίχνοντας όλο το βάρος στην παιδεία, κατάφερε το, για πολλούς, ακατόρθωτο. Η ΝΟΚΙΑ, μια πρώην εταιρεία ελαστικών, μέσα σε μερικά χρόνια, με τη νέα γενιά των μαθητών που αποφοίτησαν από άριστα σχολεία με το μεγαλύτερο ποσοστό σύνδεσης με το Internet, σε ολόκληρη την Ευρώπη, έγινε παγκόσμιος κολοσσός στην κινητή τηλεφωνία και όχι μόνο. Σύμφωνα με το Newsweek της περασμένης εβδομάδας, η Φινλανδία είναι σήμερα η χώρα με την καλύτερη ποιότητα ζωής σε όλο τον κόσμο και πόλος έλξης επιστημόνων απ’ όλο τον κόσμο.
Η τελευταία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στον Καναδά, άρχισε πριν δυο περίπου δεκαετίες από μια αυτόνομη κίνηση εκπαιδευτικών με σύνθημα: «Ζήτωωωω ανακαλύψαμε τον εχθρό της παιδείας. Είμαστε εμείς οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί. Εκπαιδευτικός που σταματά να διαβάζει και να μαθαίνει διαρκώς ο ίδιος, δεν πρέπει να του επιτρέπεται να μπει σε αίθουσα διδασκαλίας»! Ακόμη κι εκείνος που τελείωσε την ακαδημία, δεν μπορεί να διδάξει σε καναδικό σχολείο, αν δεν περάσει με επιτυχία ένα αρκετά δύσκολο τεστ παιδαγωγικής επάρκειας.
Ενώ λοιπόν σ’ αυτές τις χώρες έχουν λύσει τα βασικά προβλήματα, συζητούν και πειραματίζονται πάνω σε εκπαιδευτικά μοντέλα της επόμενης γενιάς, εμείς δεν έχουμε λύσει ακόμα προβλήματα που είχαν εκείνοι αμέσως μετά τον πόλεμο. Από την εποχή του αξέχαστου Παπανούτσου και μετά, υπουργοί παιδείας και γενικοί γραμματείς, συναγωνίζονται μεταξύ τους ποιος θα παρουσιάσει το χειρότερο μοντέλο και ποιος θα απαξιώσει περισσότερο την ψυχή του σχολείου, το Α και το Ω της παιδείας, που είναι ο δάσκαλος και ο καθηγητής. Δάσκαλοι δε και καθηγητές συναγωνίζονται με τη σειρά τους στο πως θα απαξιώσουν ακόμη περισσότερο το λειτούργημά τους με το να μην δέχονται κάποια μορφή αξιολόγησης, ενώ στις μεταξύ τους συζητήσεις δέχονται πως υπάρχουν πολλοί συνάδελφοί τους, ακόμη και ψυχασθενείς, που κανονικά δεν θα έπρεπε να περάσουν ούτε την προαύλια εξώπορτα ενός σχολείου και όμως «διδάσκουν»! Θύματα αυτής της παράνοιας, τα παιδιά μας, το μέλλον της πατρίδας μας.
Και ενώ τα έχει όλα το ελληνικό σχολείο, της έλειπε η Μαριορή, η εκμάθηση ξένων γλωσσών στο δημοτικό. Πρόσφατες έρευνες γερμανικών πανεπιστημίων απέδειξαν ότι η εκμάθηση ξένων γλωσσών πριν την ηλικία των 13 ετών έχει μια απόδοση που δεν ξεπερνά το 20% της προσπάθειας, διότι μέχρι την ηλικία αυτή τα παιδιά δε έχουν εξοικειωθεί με ακούσματα (μουσική, ιντερνετ, φιλμ, κ.λ.π.) των γλωσσών αυτών. Ερευνες επίσης στον Καναδά έχουν αποδείξει πως παιδιά που δεν γνωρίζουν καλά την μητρική τους γλώσσα, δεν μπορούν να μάθουν καλά καμιά άλλη γλώσσα, γι αυτό και στα σχολεία με παιδιά μεταναστών η πρώτη γλώσσα που διδάσκονται είναι η μητρική τους. Αφού λοιπόν για τα μικρά παιδιά η ξένη είναι μια νεκρή γλώσσα, γιατί να μην διδάσκονται αρχαία ελληνικά, μέσα από μύθους τους Αισώπου και άλλα ευχάριστα κείμενα, σαν διασκέδαση και όχι με τον στεγνό τρόπο που ξέρουμε εμείς οι μεγαλύτεροι με πλήρες συντακτικό και αναλυτική γραμματική, σε σημείο να τα έχουμε σιχαθεί.

Σε λίγο θα ανοίξουν τα σχολεία και το μόνο καινούργιο, το μόνο που θα ‘χει αλλάξει, θα είναι το ταγιεράκι της υπουργού και τον καθηγητριών και η γραβάτα των καθηγητών. Στον καθ’ αυτό χώρο χαράς, διασκέδασης και μάθησης των παιδιών όλου του κόσμου, θα αρχίσει για τα παιδιά μας ακόμη μια χρονιά μαρτυρίου μέσα σε ένα, από κάθε άποψη (υποδομών και ανθρώπινου δυναμικού) εχθρικό περιβάλλον «μάθησης».
Ας είναι καλά τα φροντιστήρια, οι χώροι πραγματικής παραπαιδείας και εξειδικευμένης αμάθειας παπαγάλων. Πώς να μη μισήσεις το βιβλίο και τη μάθηση και το μόνο που θα διαβάζεις στο μέλλον να μην είναι αθλητικές εφημερίδες. Είμαστε πρωταθλητές σε αθλητικές εφημερίδες και αθλητικές τηλεοπτικές εκπομπές με πρωταγωνιστές τα κρατικά κανάλια. Δείγμα πνευματικής παρακμής μιας κοινωνίας, που θα τη ζήλευε ακόμα και η Ρώμη του Κόμοδου. Είναι τυχαία η πολιτική του «άρτου και θεάματος», όταν ήταν γνωστό από την αρχαιότητα πως μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο έχει η εκάστοτε εξουσία το κεφάλι της ήσυχο; Το μοντέλο εκπαιδευτικής πολιτικής εδώ και δεκαετίες είναι ένα. Εμείς, οι ελίτ, θα στέλνουμε τα παιδιά μας σε καλά ιδιωτικά σχολεία και η «πλέμπα» σε «ανθρωποπάρκα», ανθρώπινες χωματερές, που θα τα ονομάζουμε σχολεία, για να βγάζουν ημιμαθείς που δεν θα έχουν απαίτηση να παίρνουν μισθούς παραπάνω από τους κινέζους;