Νέα πολιτική μισθών: το τέλος του κοινωνικού συμβολαίου 1990-2010

Γράφει ο Θεόδωρος Κουτρούκης

Μετά την τελευταία νομοθετική παρέμβαση του Υπουργείου Εργασίας είναι φανερό ότι οι συμβάσεις που συνομολογήθηκαν στο πλαίσιο των διαδικασιών του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) δε θα εφαρμοστούν. Κατά την κυβερνητική άποψη, οι συμβάσεις αυτές βρίσκονται εκτός του πνεύματος του πολυθρύλητου Μνημονίου αλλά και σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, που καθιερώνουν μηδενικές μισθολογικές αυξήσεις για το 2010.
Το νέο θεσμικό τοπίο για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις κατά το 2010 είναι πλέον σαφές: οι εργοδοτικές κι εργατικές οργανώσεις μπορούν να συνομολογήσουν μειωμένες ή αμετάβλητες αμοιβές, αυτό που πρακτικά αδυνατούν να συμφωνήσουν είναι αυξήσεις στους μισθούς ακόμη και σε κλάδους ή επιχειρήσεις που έχουν σημαντικά κέρδη.
Είναι πρόδηλο ότι έχουμε μία αναβίωση –με διαφορετική αλλά εξίσου αποτελεσματική μεθοδολογία- των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου του 1985. Οι αυξήσεις μισθών απαγορεύονται, ιδίως αν προέρχονται από συμφιλιωτική παρέμβαση του ΟΜΕΔ. Ακόμη και αν –παρεμπιπτόντως- κάποια εργοδοτική οργάνωση συμφώνησε οικειοθελώς σε αυξήσεις, έχει μία ακόμη ευκαιρία να το.............
ξανασκεφτεί, υποβάλλοντας σχετική ένσταση!
Η παρέμβαση ενός τρίτου στις συλλογικές εργασιακές διαφορές (συμφιλίωση, μεσολάβηση, διαιτησία) είναι μία από τις πλευρές του συστήματος διαμόρφωσης της αμοιβής της εργασίας στην Ελλάδα, που επιβίωσε για δεκαετίες. Έτσι, μετά τα διαιτητικά δικαστήρια του Ν. 3239/55, η οικουμενική κυβέρνηση ψήφισε ομόφωνα το Ν. 1876/90, ο οποίος εισήγαγε για πρώτη φορά ανεξάρτητες υπηρεσίες Μεσολάβησης και νέου τύπου Διαιτησία έναντι της κρατικά ελεγχόμενης προϊσχύουσας υποχρεωτικής Διαιτησίας.
Αυτή η επιλογή ήταν εφικτή στο πλαίσιο ενός συστήματος αποκεντρωμένων συλλογικών διαπραγματεύσεων, εντός του οποίου οι κοινωνικοί εταίροι απέκτησαν μια μεγάλη ευχέρεια να συναποφασίζουν τους όρους αμοιβής και εργασίας σε επιχειρήσεις και κλάδους παραγωγής.
Οι όποιες μεταβολές στο εθνικό σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων και ιδιαίτερα στο θέμα της διαιτησίας θα απαιτούσαν μια σε βάθος αξιολόγηση της εικοσαετούς λειτουργίας του αλλά και μια ειλικρινή συζήτηση των κοινωνικών εταίρων για τις στρατηγικές καθορισμού του κόστους εργασίας στην ελληνική οικονομία. Άντ’ αυτού η επιλογή του κράτους να ανασύρει από το χρονοντούλαπο της ιστορίας την πατερναλιστική του φορεσιά κατακρημνίζει όλες τις κατακτήσεις στο πεδίο του κοινωνικού διαλόγου της τελευταίας 20ετίας και προσανατολίζει τις ποικιλώνυμες εργοδοτικές και εργατικές οργανώσεις σε ρόλους «ανεύθυνων και ανώριμων» θεατών της μισθολογικής πολιτικής. Οι κοινωνικοί εταίροι δεν έχουν κανένα λόγο πλέον να αναλάβουν τις ευθύνες τους έναντι της οικονομικής κατάστασης της χώρας: το κράτος θα φροντίσει πριν από αυτούς για αυτούς.
Η ελληνική ιστορία των εργασιακών σχέσεων βρίθει παραδειγμάτων έντονου κρατικού παρεμβατισμού.
Κατά τη δεκαετία του ’50, σε μια εποχή έντονου κυβερνητικού αυταρχισμού στο πεδίο των εργασιακών συγκρούσεων, ο υπουργός Απασχόλησης είχε το δικαίωμα να αναπέμπει συλλογικές συμβάσεις και διαιτητικές αποφάσεις εφόσον διαφωνούσε με αυτές (μολονότι μερικά χρόνια αργότερα αυτή η δυνατότητα του καταργήθηκε). Το 2010 υιοθετείται ένα παρόμοιο πρότυπο επιστροφής στο παρελθόν, κονιορτοποιώντας το κοινωνικό συμβόλαιο εργοδοτών-εργαζομένων της εικοσαετίας 1990-2010. Τυχαίο; δε νομίζω!


* Επικ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου