ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Αφορμή για το σύντομο αυτό σχόλιο στάθηκε σχόλιο με τον ίδιο τίτλο του οποίου ο συντάκτης δηλώνει «δάσκαλος» («Ελληνικό Καφενείο», 21/1/2010 Διάβασε εδώ). Σοκαρίστηκα από το περιεχόμενο του σχολίου του, που είναι γεμάτο εμπάθεια και το οποίο είναι αδύνατο να δικαιολογηθεί τόσο ως προς το ύφος όσο και ως προς το ήθος του. Το «σοκ» δεν προήλθε τόσο από το περιεχόμενο του δημοσιεύματος, όσο από την ιδιότητα του συντάκτη του : «δάσκαλος», ίσως δε και από το γεγονός ότι εγώ ο ίδιος είμαι δασκαλοπαίδι.

Ο πατέρας μου ήταν –δεν ζει πια- δάσκαλος σε χωριό…

Η μάνα μου ήταν δασκάλα –νυν συνταξιούχος- στο ίδιο χωριό –πριν ύστερα από κάμποσες μεταθέσεις καταλήξει μαζί με τον πατέρα μου στην Αθήνα-…

Ήταν από κείνους τους δασκάλους, που έχτιζαν μαζί με τους «χωριάτες» τα σχολεία. Τα έχτισαν κυριολεκτικά. Στα χωριά, εκείνες τις εποχές –ο πατέρας μου πρωτοδιορίστηκε δάσκαλος λίγο πριν το 1950, η μάνα μου λίγο αργότερα-, οι δάσκαλοι ήταν ΔΑΣΚΑΛΟΙ. Τότε δίδασκαν «ΠΑΙΔΕΙΑ». Ήθελαν να βγάλουν ανθρώπους με περιεχόμενο στη ζωή, δίδασκαν αξίες, και φυσικά ποτέ τους δεν δίδαξαν «πώς να τα κονομάμε»…

Ξέρανε να ξεχωρίζουν τον χωρίς εκπαίδευση και τον χωρίς παιδεία άνθρωπο. οι χωρίς εκπαίδευση «χωριάτες» δεν .............
στερούνταν παρόλα αυτά παιδείας, όπως και κάμποσοι «εκπαιδευμένοι» στερούνται παντελώς παιδείας…

Τότε ο «εκσυγχρονισμός» δεν είχε φτάσει ακόμα ώστε να διδάσκει πιο «πρακτικά» πράγματα…

Ο πατέρας μου, θυμάμαι, ποτέ του δεν πρόβαλε στα παιδικά μου μάτια και τη παιδική μου ψυχή τον τρόπο ζωής των νεαρών και των οικογενειών των πόλεων…

Από τα πάρτι και τα τζου μποξ, προτιμούσε να μου δείχνει τα παιδιά εκεί στο χωριό και στην επαρχιακή πόλη, που μ’ ένα κερί στο τραπέζι, χωρίς ηλεκτρικό, διάβαζαν δίνοντας τον αγώνα για το αύριο. Ένα αγώνα στηριγμένο σε τίμια μέσα : στον κόπο, στη γνώση…

Ήταν τα παιδιά των αγροτών. Γράμματα δεν γνώριζαν πολλά οι γονείς τους, μα γνώριζαν πώς να δίνουν προορισμό στα παιδιά τους, και δεν είναι τυχαίο το πόσα πολλά «χωριατόπαιδα», πρωτεύουν στις σπουδές…

Αυτοί οι «χωριάτες» μπορεί να «βρωμάνε», μα «βρωμάνε» από τον ιδρώτα της δουλειάς. «Δουλειά»! Ένα «πράγμα» που πολλοί «μυρωδάτοι» έχοντας ξεχάσει τούτο το «σπορ» (δηλαδή της «δουλειάς»), έχουν ξεχάσει και το ότι κάποιος που δουλεύει πραγματικά «ιδρώνει», κοινώς «μυρίζει» («βρωμάει»[!!]). Πόσο μάλλον κάποιος που εργάζεται χειρονακτικά. Όπως ένας αγρότης, όπως ένας οικοδόμος, όπως ένας φορτωτής – εκφορτωτής, κ.λπ. Κι επίσης, το ίδιο συμβαίνει όταν κάποιος εργάζεται σε «γραφείο», αλλά «εργάζεται» : δεν παίζει το μπεγλέρι του…

Και βέβαια, πόσο πολύ δύσκολο ένας δάσκαλος να καταλάβει το τι σημαίνει εξαθλιωμένη τάξη, και τι σημαίνει διεκδίκηση; Δεν χρειάζεται να είσαι ειδικός αγροτοοικονομλόγος για να γνωρίζεις τα χάλια της ελληνικής αγροτικής οικονομίας. Δεν χρειάζεται να είσαι ειδικός επί της γεωργίας για να γνωρίζεις, εφόσον ζεις στην Ελλάδα, ότι η αγροτική οικονομία όχι μόνο ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε από πλευράς κρατικού σχεδιασμού και πολιτικών με κάποια στοιχειώδη σοβαρότητα στο τομέα της ανάπτυξης και προσαρμογής της στις εκάστοτε απαιτήσεις των καιρών, μα θα χρειαστεί κανείς να επιχειρηματολογήσει πάρα πολύ και ίσως όχι πιεστικά, για να «πείσει» ότι δεν ότι αν υπήρξε κάποιος σχεδιασμός, αυτός ήταν σχεδιασμός για την υπανάπτυξή της, στα πλαίσια κάποιων ευρύτερων ευρωπαϊκών σχεδιασμών σχετικών με την αναπτυξιακή «εξειδίκευση» της κάθε χώρας, δυνάμεις της οποίας, ως φαίνεται, την Ελλάδα δεν την θέλουν ούτε αγροτική, ούτε όμως και βιομηχανική, μα φοβούμαι, ούτε και μια οικονομία με αναπτυγμένο τον τριτογενή της τομέα των υπηρεσιών στο σύνολό του. Μάλλον την θέλουν σαν θέρετρο για διακοπές, και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο τουρισμός έχει αναχθεί στη «βαριά βιομηχανία» της χώρας.

Τέλος σε ό,τι αφορά τα περί στρατού κατοχής, τούτη την «προσέγγιση» την έχουμε ξανακούσει –για άλλο κλάδο : τους δημοσίους υπαλλήλους. Την έλλειψη πολιτικής από πάνω, δηλαδή από την κυβέρνηση, μια έλλειψη που έχει σαν συνέπεια μονάχα τη παραγωγή προβλημάτων, κάποιοι πολλοί συγκεκριμένοι κύκλοι, επιρρίπτουν τις συνέπειες του γεγονότος αυτού στους πραγματικά άφταιγους, δηλαδή, τα θύματα αυτής της κατάστασης! Κι όταν τα θύματα αυτά, διεκδικούν το δίκιο τους, διεκδικούν μια θέση στον ήλιο, έρχονται οι σειρήνες που διαμαρτύρονται για την «αναστάτωση», και λούζοντάς τους με διάφορους χαρακτηρισμούς, όπως τούτο το «στρατός κατοχής».

Την ώρα τούτη που γράφω, ένας κυβερνητικός αξιωματούχος κατακεραυνώνει τους μεσάζοντες στον αγροτικό τομέα και καλεί σε νέα αρχή : «μεσάζοντες»! Αυτή τη λέξη πρέπει να την άκουσα για πρώτη φορά πριν 50 χρόνια, ο δε μακαρίτης πατέρας μου, όταν ζούσε και καμιά φορά η κουβέντα πήγαινε προς τα εκεί, μου μίλαγε πάλι για τους μεσάζοντες της δικής του εποχής, (πρόσθεσε στα παραπάνω 50 χρόνια καμιά 30αριά ακόμα), και θυμόταν ότι τα ίδια τούλεγε κι ο δικός του πατέρας, οπότε, λίγο απέχουμε απ΄ τη χρονολογία πριν το θάνατο του Γεωργίου του Α΄ τον προπερασμένο αιώνα!!!!

Αλλού ψάξτε για στρατούς κατοχής!

Όχι πάντως στους φαντάρους!

Διότι κανένας φαντάρος δεν μπορεί να επιβάλει –και πολύ περισσότερο αποφασίσει- κατοχή δε ξένο τόπο!

Οι εκστρατείες και οι πόλεμοι και οι κατοχές, είναι «προνόμιο» των στρατηγών και των επιτελείων τους, και βέβαια, πάνω απ’ αυτούς, των πολιτικών τους προϊσταμένων…