Έφοδος στο μέλλον…

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Ελισάβετ : …Πού μπορείς να ορκιστείς;

Ριχάρδος : Στο μέλλον.

Ελισάβετ : Που το αδίκησες στο παρελθόν. Γιατί κι εγώ έχω να χύσω δάκρυα πολλά στο μέλλον για το παρελθόν που αδίκησες εσύ… Μην ορκιστείς στο μέλλον που το κακομεταχειρίστηκες προτού το μεταχειριστείς, με το να κακομεταχειριστείς το παρελθόν»

(Ουίλλιαμ Σαίξπηρ : Ο Βασιλιάς Ριχάρδος ο Γ’, εκδ. Επικαιρότητα, σελ. 143-144)

Το μέλλον, η κατάκτηση του μέλλοντος, αποτελεί το γέρας κάθε φιλόδοξης εξουσίας. Παλιότερα, ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Σημίτης, σε μια ομιλία του προς τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ, στις 5/7/1996, είχε κάνει λόγο για «έφοδο στο μέλλον». Βέβαια, όχι μόνο ο τότε πρωθυπουργός, μα και κάθε άλλη πολιτική εξουσία, είτε το λέει αυτό ρητά είτε όχι, πάντως, ο λόγος της είναι πάντα ο λόγος ενός κονκεσταδόρου που προαναγγέλλει μια θεματική εξόρμηση προς τα μπρος, είτε είναι ο λόγος ενός πολεμιστή σταυροφόρου, που προαναγγέλλει εκστρατείες για να απελευθερωθεί αυτή η προοπτική του μέλλοντος, που κάπου βρίσκεται σε χέρια «απίστων» και φυλακισμένη. Τούτη την έφοδο ο καθένας που κατέχει ένα πολιτικό θώκο, τη βλέπει σε μια διάσταση προσαρμοσμένη στον «διοικητικό και λειτουργικό χώρο ευθύνης» του, για να μιλήσουμε με όρους ενός οργανογράμματος. Ο πρωθυπουργός, ως αρχιστράτηγος, έχει κατά νου μια καθολική επίθεση όλων των δυνάμεων του έθνους και του κράτους. Ένας υπουργός, έχει υπόψη του τον δικό του χώρο ευθύνης. Π.χ. στην ιστοσελίδα του υπουργείου ανάπτυξης, μπορεί κάποιος να διαβάσει ομιλία του τότε υπουργού ανάπτυξης και νυν προέδρου της Βουλής κ. Σιούφα στις 23/6/2004 στην Αλεξανδρούπολη, όπου προανήγγελλε «έφοδο στο μέλλον» για «…για μια άνοιξη Επιχειρηματικότητας, τόνωση της απασχόλησης, διασφάλιση μιας νέας καλύτερης προοπτικής.» Στις 12/10/2008. Ο κ. Δραγασάκης, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Έθνος» κι αυτός τόνιζε ότι «…Χρειάζεται μια έφοδος στο μέλλον. Με λύσεις έξω από τους αδιέξοδους μονόδρομους, πέρα από το φθαρμένο δικομματισμό, στον αντίποδα του χρεοκοπημένου νεοφιλελευθερισμού.» (βλέπε το ιστότοπο του «Συνασπισμού»)

Θα μπορούσα ψάχνοντας να βρω κι άλλες ακόμα τέτοιες ή παρόμοιες τοποθετήσεις, από όλες τις πολιτικές παρατάξεις και σχεδόν όλους τους πολιτικούς, μα δε νομίζω ότι χρειάζεται να αφιερώσω άλλο χρόνο γι’ αυτό, δοθέντος ότι δεν είναι και ...........
το θέμα του παρόντος άρθρου. Εδώ αντίθετα με την μάλλον κοινότοπη επισήμανση να «επιτεθούμε» στο μέλλον, η ουσία βρίσκεται στο να καθορίσουμε ποιο είναι αυτό το μέλλον, αλλά και ποιες προετοιμασίες πρέπει να γίνουν ώστε η «έφοδος» αυτή να έχει νόημα, και σε κάθε περίπτωση να μην αποτελεί μια ανούσια επανάληψη μιας εφόδου τύπου Ελαφράς Ταξιαρχίας.

Το ποιο είναι αυτό το μέλλον που θέλουμε, αυτό είναι ένα μέγα ζήτημα, και επί του παρόντος, σ΄ αυτό τουλάχιστον το άρθρο δεν θα μας απασχολήσει. Αντίθετα θα μας απασχολήσει η «προετοιμασία» της απαλλαγής από τα «βαρίδια» του «παρελθόντος» ώστε η έφοδος στο μέλλον να έχει νόημα.

Έφοδος λοιπόν στο μέλλον. Στόχος φιλόδοξος. Και η πρώτη κακεντρέχεια που μπορεί να διατυπωθεί εν είδει ιστορικού ερωτήματος, που υπονοεί περισσότερα από το ίδιο του το λεκτικό : υπάρχει μη φιλόδοξος πολιτικός στόχος;

Στόχος λοιπόν φιλόδοξος η έφοδος στο μέλλον και εξ ορισμού επιθετικός. Αλλά στα ένδοξα φτάνει κανείς δια των στενών. Ad augusta per angusta. Τι σημαίνει όμως «έφοδος»; Ότι βρισκόμαστε «επί της οδού». Της «οδού» που οδηγεί στην επιδίωξη ενός Αντικειμενικού Σκοπού. Της επίτευξης ενός ή διαφόρων στόχων, όπως θα λέγαμε σ’ ένα επιχειρησιακό πρόγραμμα. Βέβαια, υπάρχουν πολλών ειδών έφοδοι. Έφοδοι που γίνονται στα πλαίσια επί μέρους μαχών, πριν την τελική μεγάλη μάχη. Υπάρχει και η τελική έφοδος, αυτή που κρίνει όχι κάποιες μάχες, αλλά, τον ίδιο τον πόλεμο... Και φυσικά, η έφοδος απαιτεί προπαρασκευή. Αναμέτρηση του είναι μας. Και όχι μόνο. Η στιγμή της αλήθειας, αν δεν βαλθούμε στο σπορ των ωραιοποιήσεων. Καταμέτρηση των δυνάμεων και δυνατοτήτων των «αντιπάλων». Ανάλυση και διάγνωση του εδάφους, του δικού μας και του «αντιπάλου». Επιλογή στρατηγικών, τακτικών, πολιτικών. Σύνθετη δουλειά, που αν δεν έχει προηγηθεί, η έφοδος έχει μικρή πιθανότητας εκ τύχης ευόδωσης, μεγαλύτερη όμως πιθανότητα να μετατραπεί σε ήττα ή/και πανωλεθρία.

Η επιλογή του στόχου καθ’ αυτού, «το μέλλον», όχι απλά το αύριο, δεν τον προσδιορίζει μονάχα ως φιλόδοξο. Πολύ περισσότερο απ’ αυτό επιβεβαιώνει μια κατάσταση. Και μάλιστα την επιβεβαιώνει επιτακτικά, δραματικά. Περίπου λέγει -και πάντως έτσι το ερμηνεύω- : «Είμαστε ήδη με τη πλάτη στον τοίχο, σε πολλά πράγματα, σε αρκετά έστω. Διαθέτουμε κάποιον «αέρα» με τον τοίχο σε μερικά άλλα. Όπως κι αν έχει το πράγμα, οι «άλλοι» προπορεύονται σημαντικά. Το χειρότερο επιταχύνουν. Μια είναι η επιλογή. Τελική έφοδος, νυν υπέρ πάντων όλες οι προσπάθειες, νυν υπέρ πάντων ο αγών. Δεν πρόκειται να χάσουμε περισσότερα, απ’ ό,τι ήδη χάνουμε και χάσαμε. Αντίθετα, αν κερδίσουμε, θα είναι ούτως ή άλλως κάτι».

Βέβαια, μεταξύ μιας δήλωσης και μιας εφαρμοσμένης πολιτικής, συνήθως υπάρχει κάποια απόσταση. Πάντοτε. Διότι καμία στρατηγική δεν είναι υποχρεωτικά ουδέτερη. Είναι εύκολο να βρεθείς και πίσω από τον τοίχο. Τα όρια είναι ρευστά. Αυτά βέβαια είναι γνωστά. Και πολύ περισσότερο στην πολιτική ηγεσία του τόπου μας. Ο πρωθυπουργός αναμφίβολα δεν εξαιρείται.

Κάπως έτσι αντιλαμβάνομαι τη «φιλοσοφία» του στόχου. Αν έτσι έχει το πράγμα, αιτιολογείται έστω διαισθητικά η επιλογή του. Και λέγω δικαιολογείται «διαισθητικά», διότι πράγματι, εν πολλοίς μια επιλογή στόχου, στρατηγικής, δεν συμβαδίζει πάντοτε με τη «κοινή λογική». Δεν είναι μάλιστα λίγες οι περιπτώσεις που σημαντικά επιτεύγματα κατορθώθηκαν ακριβώς χάρη στη «διαίσθηση» ή τις ιδιαίτερες ικανότητες ενός ηγέτη. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Και από τον κόσμο των επιχειρήσεων και από τον χώρο ολόκληρων κρατών…

Ανάγκη λοιπόν να προηγηθεί η προετοιμασία. Τι απαιτεί η «έφοδος για την κατάκτηση του μέλλοντος»; Μιας και ένα άρθρο δεν μπορεί να αναλύσει όσα θα χρειάζονταν, ας συμπτύξουμε όσα θα θέλαμε αναλυτικά να παρουσιάσουμε, σε μια-δυο παρατηρήσεις. Απαιτεί πρώτο, για τη χώρα μας, την άρση, την εξάλειψη, ιστορικών στρεβλώσεων, που έχουν εισέλθει στο εθνικό μας DNA. Την άρση δηλαδή εκείνων των στρεβλώσεων που περιορίζουν υπαρκτές και αξιόλογες δυνατότητες από τη μια, και ενισχύουν αδυναμίες -πολύ λιγότερες εκτιμώ από τις δυνατότητες- από την άλλη. Έτσι το κακό είναι διπλό. Λέγοντας όμως αυτά, δείχνουμε, δεύτερη παρατήρηση, ταυτόχρονα και τον «αντίπαλο», και για να κυριολεκτούμε, τον κυριότερο αντίπαλο, εναντίον του οποίου θα πρέπει να αντιπαλέψουμε. Και είναι αυτός ο «αντίπαλος», ο εαυτός μας. Περισσότερο ίσως από κάθε άλλον «εξωτερικό», ο «εσωτερικός εχθρός», αποτελεί το κλειδί του εγχειρήματος. Ο εαυτός μας σαν φορέας αυτού του DNA, που λίγο παραπάνω επισημάναμε και θα ήταν δείγμα ιστορικής στρέβλωσης αν κανείς ερμήνευε την έννοια του «εσωτερικού εχθρού» που κατάδηλα δεν υπονοώ, μ’ εκείνους τους όρους του παρελθόντος, όπου η απουσία του εχθρού αυτού, ήταν δυνατό να οδηγήσει κάποιον ή κάποιους, ένθεν κακείθεν σε κατάσταση επιθανάτιου άγχους.

Το μέλλον βρίσκεται πλάι μας και ταυτόχρονα πολύ μακριά. Εξαρτάται, πόσο πολύ θέλουμε πράγματι να κατακτήσουμε αυτό το μέλλον. Κι αυτό το «θέλουμε» δεν είναι ρητορικό. Το «μέλλον» αντίθετα το χάσαμε πολλές φορές, ακριβώς διότι ήταν ρητορικά τα συνθήματα που μας το κατέδειχναν ως στόχο. Στην οικονομία, στη κοινωνία, στη δημόσια διοίκηση, στην πολιτική. Πάντα υπήρχε αυτή η στόχευση, έστω κι αν διατυπώνονταν με άλλα λόγια. Αν οι νέες πολιτικές ηγεσίες των πολιτικών μας κομμάτων, και αναφέρομαι σ’ όλες, διότι το μέλλον δεν πρόκειται να κατακτηθεί με τους μισούς πολιτευόμενους προς αυτή τη κατεύθυνση και τους άλλους μισούς αντιπολιτευόμενους -για λόγους αντιπολίτευσης- αυτό το στόχο, καταδείξουν ότι εκτός από «νέες» de jure είναι και όντως «νέες» από άποψη περιεχομένου του πολιτικού λόγου, από άποψη ουσίας της όποιας προσπάθειας, από άποψη οραμάτων, από άποψη ικανοτήτων, όχι «βαφτισμένων» αλλά ενυπαρχόντων, το «μέλλον» φαντάζει κάτι το εφικτό. Η σημασία της ενότητας στο στόχο αυτό, που αναφέραμε παραπάνω, δεν αναιρεί κατ’ ανάγκη τις όποιες διαφοροποιητικές απόψεις. Δεν υπάρχει καμία ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση που να αμύνεται της αταξίας και των προβλημάτων. Πολύ απλά λέγω : ν’ απαλλαγούμε από τις ιστορικές άτσαλες επιλογές και κινήσεις. Να γίνει κάτι. Για παράδειγμα, η διαφορετική αντίληψη που μπορεί να υπάρχει για το μέγεθος του δημοσίου τομέα -και υπάρχει-, τι εμποδίζει να ληφθούν ουσιαστικά θεσμικά και αποτελεσματικά μέτρα για τη βελτίωση της λειτουργίας του; Ούτως ή άλλως, αντίθετες απόψεις για το μέγεθος θα υπάρχουν είτε έχουμε μικρό είτε έχουμε μεγάλο τομέα. Η ύπαρξη θεσμοθετημένων αρχών ευπρεπούς και σύμφωνα με τις αρχές της διοίκησης των επιχειρήσεων λειτουργίας των δημόσιων οργανισμών, αναιρεί τίποτα από τη λογική αυτού του αιτήματος; Δεν θα χρειάζονται είτε με την μια κατάσταση είτε με την άλλη; Αν δεν πετύχουμε τα αυτονόητα, τότε οι μεν πολιτικοί θα επιστρέψουν στις παλιές καλές συνήθειες «όχι δεν έφταιγα εγώ, έφταιγες εσύ», ο δε λαός θα συνεχίσει να διερωτάται τι είδους «αμαρτίες» πληρώνει, ώστε οι τελευταίες μας επιτυχείς επιδόσεις και οι επ’ αυτών αναφορές, να ανάγονται μονίμως στην εποχή της αρχαιότητας, αφού, από εκεί και πέρα, είναι λίγα, δυστυχώς πολύ λίγα, εκείνα που με υπερηφάνεια μπορούμε να αναφερόμαστε, σε ό,τι εμπίπτει στη νεότερη και νεότατη ιστορία μας. Αλλ’ αυτός ο τόπος, οι άνθρωποι που τον κατοικούν, αξίζει, αξίζουν κάτι παραπάνω.

Μόνο αν η προετοιμασία σ’ αυτά προηγηθεί, θα είναι δυνατόν, ή διαφορετικά ειπωμένο, θα έχει νόημα η όποια «έφοδος». Μόνο αν προηγηθεί η αναμέτρηση με τον εαυτό μας, η άρση των ιστορικών στρεβλώσεων σε όλα τα επίπεδα του κοινωνικού, πολιτικού, οικονομικού «γίγνεσθαι», μόνο τότε θα μπορούμε να πούμε «τώρα, είμαστε έτοιμοι για ένα βήμα προς τα εμπρός, για ένα άλμα προς τα εμπρός». Και από εκεί και πέρα, να προσδιοριστούν οι λεπτομέρειες, σε όρους στρατηγικών, πολιτικών, τακτικών, κ.λπ. Φυσικά, όταν κανείς αναφέρεται σε μια εθνική προσπάθεια, ένα τόσο σημαντικό θέμα, ένα άρθρο που θα επιχειρούσε να περιδιαβεί, περιληπτικά έστω, όλα εκείνα τα σημεία, όλα εκείνα τα θέματα, που θα έπρεπε να μας απασχολήσουν, είναι καταδικασμένο στο να μη πει τίποτα, να μη προσφέρει τίποτα, εκτός ίσως από συγχύσεις μεγαλύτερες από εκείνες που υποτίθεται ότι επιθυμεί να επισημάνει. Η απλή παράθεσή τους θα απαιτούσε ίσως τη μισή ύλη μιας εφημερίδας.

Μένουμε έτσι σ’ αυτές τις πρωτόλειες σκέψεις μας. Άλλωστε, μια σειρά άρθρων μου, που έχουν προηγηθεί για διάφορα θέματα, τοποθετούνται ακριβώς σε φαινόμενα ιστορικών στρεβλώσεων. Μια σειρά άρθρων που θα ακολουθήσουν, θα συνεχίσουν τη προσπάθεια αυτή. Αλλά, να υπενθυμίσουμε, πάντοτε σημειώνουμε και τις θετικές προοπτικές. Σε καμία όμως περίπτωση, δεν αποτελεί «συνεισφορά» σ’ αυτό το τόπο, η κατ’ επάγγελμα και καθ’ έξη ωραιοποίηση, ή η υποβίβαση αρετών εκεί όπου υπάρχουν. Στο παρόν άρθρο, δεν ξεφύγαμε από την αρχή μας αυτή. Τουλάχιστον, προσπαθήσαμε προς αυτή τη κατεύθυνση.