Ενα αίτημα πολύ παράξενο

Γράφει η Χριστίνα Κοψίνη

«Θέλω να μου κάνεις μια χάρη, ένα ρουσφετάκι», μου είπε. Εξεπλάγην. Στα είκοσι πέντε χρόνια που διαρκεί η φιλία μας δεν διανοήθηκε ποτέ να ζητήσει το παραμικρό. Εξαντλήθηκε από χρόνια η «ιδιοτέλειά» της στο jean που δανειζόταν πιτσιρίκα, πριν αρχίσει ο συναγωνισμός των παραπανίσιων κιλών. Αντε και στα μικροδάνεια που ανταλλάσσαμε για να συμπληρώσουμε το χαρτζιλίκι. Ομως εκείνη την ημέρα, ένιωσα ότι ήρθε η ώρα να ξεπληρώσω την ανιδοτέλειά της με κάτι πολύ σοβαρό. «Θέλω να βρεις ένα τρόπο και να μεσολαβήσεις στο Υπηρεσιακό που θα κάνει τις κρίσεις για τους προϊσταμένους», μου είπε. «Θες να γίνεις προϊσταμένη;» την ρώτησα.

«Δεν κατάλαβες. Αυτό είναι που δεν θέλω. Να μην γίνω προϊσταμένη. Εσύ ξέρεις τους συνδικαλιστές. Στο δικό μας συμβούλιο είναι Πασόκοι. Λογικά, θα κάνουν εμένα, λόγω πτυχίου. Σε παρακαλώ, κάνε κάτι να μην με κάνουν». Ψέλλισα διάφορα. Για την αύξηση στον μισθό της, για την εξέλιξή της, ώστε να γίνει κάποτε γενική διευθύντρια και να βγάλει μια καλή σύνταξη σε λίγα χρόνια κι άλλα παρόμοια που έπεσαν στον βρόντο.

«Μην προσπαθείς. Δεν καταλαβαίνεις τι σημαίνει φθορά στο Δημόσιο όταν κρίνεσαι από ανάξιους και κομματικούς».

Το αίτημα της Ντέπης το θυμήθηκα μόλις χθες, όταν είδα την επιβεβαίωση των λόγων της στο πρόσωπο μιας άλλης γυναίκας, που επέλεξε την υπηρεσιακή ανέλιξη, προσδοκώντας να γίνει κάποτε γενική και βλέποντας αυτήν την .......
.προσδοκία να χάνεται μέσα από την αναξιοκρατία των κομματικών συσχετισμών κάθε φορά που αλλάζει η φρουρά στο υπουργείο. Εχει κι αυτή τα ίδια «μειονεκτήματα» με την πρώτη. Δουλεύει πολύ, δεν λουφάρει και δεν συναλλάσσεται. Σκυμμένη πάνω από πάκους χαρτιών, έψαχνε εξονυχιστικά τη λεπτομέρεια στις ασφαλιστικές διατάξεις. Μισθός 1.430 ευρώ, μετά 33 χρόνια προϋπηρεσία. «Αντε και κανένα διακοσάρι, αν μπεις σε καμία επιτροπή για να ισοφαρίσεις με τον μισθό που παίρνει ο κλητήρας στο υπουργείο Οικονομικών. Ετσι, εξευτελίζεται ο δημόσιος υπάλληλος στο Δημόσιο κ. Κοψίνη».

Εκλεισα την πόρτα με μια ενοχή. Σχημάτισα τον αριθμό του τηλεφώνου της φίλης μου, «Θες ακόμη να μη γίνεις προϊσταμένη;» τη ρώτησα.
Χριστίνα Κοψίνη