Ροβεσπιέροι και Αντουαννέτες της 4ης Εξουσίας

« Καράβι διαρκείας η χώρα μου»
(Ο. Ελύτης)

Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης

Στην λίγο υπερβολική, αλλά όχι εντελώς άστοχη δήλωση του κου Αλαβάνου, ότι «στην Ελλάδα, το να είσαι νέος θεωρείται κακούργημα», η Αντουαννέτα της ελληνικής δημοσιογραφίας του Μεγάλου καναλιού, γνωστή για την «αγάπη της» προς οτιδήποτε σχετίζεται με τον «λαουτζίκο» και τα λαϊκά κινήματα, απάντησε με έναν ειλικρινή και αφοπλιστικό τρόπο: «τα δικά μου παιδιά κύριε Αλαβάνο δεν νιώθουν έτσι και εξάλλου πως ομιλείτε εξ ονόματος όλων των νέων». Για τον κύριο αυτόν παιδιά είναι μόνο τα δικά του και των ομοίων του. Τα άλλα είναι εκεί, πληβείοι, ταγμένοι να βγουν αργότερα στην αγορά εργασίας με 700 ευρώ για να υπηρετήσουν την ματαιοδοξία των δικών του παιδιών. Δεν είπε βεβαίως ότι το δικαίωμα του να ομιλεί εξ ονόματος όλων μας, «ελέω Θεού», το έχει μόνο αυτός ο κύριος αλλά το εννοούσε. Γέννημα και θρέμα της σχολής, που λέει: «ο λαός πρέπει να μάθει να θεωρεί τον εαυτό του την μοναδική αιτία της αθλιότητάς του, να σκύβει το κεφάλι και να υποτάσσεται σε εκείνους που είναι ταγμένοι να τον καθοδηγούν», τρομάζει με την ιδέα, ότι οι πληβείοι, (που γι αυτόν είναι όλοι όσοι έχουν εισόδημα κάτω των 50 χιλιάδων ευρώ το χρόνο) μπορούν κάποτε να αφυπνιστούν και να απειλήσουν «τα ανθρώπινα δικαιώματα» των λαμπερών ελίτ και των γαλαζοαίματων τέκνων τους. «Μα αντί να κάθονται να σπουδάζουν στα άθλια ελληνικά πανεπιστήμια και να διαμαρτύρονται για τις συνθήκες ζωής , γιατί δεν πάνε να σπουδάσουν κι εκείνοι όπως εγώ, ο Μπαρόζο, ο Λάτσης και τόσα άλλα καλά παιδιά στη Γενεύη»; Αυτό το ερώτημα βασανίζει εδώ και πολύ καιρό την Αντουαννέτα μας. Δεν βρίσκεται κανείς όμως να της δώσει μια πειστική απάντηση και αυτό είναι που την κάνει να θλίβεται και να εξοργίζεται ακόμη περισσότερο με αυτόν «τον άθλιο το λαουτζίκο, που αντί να το βουλώσει, να βάλει κάτω το κεφάλι και να τραβήξει κουπί για να πάει μπροστά το καράβι της Ελλάδος, κάθεται και πετάει πέτρες σ εμάς τους εκλεκτούς που διασκεδάζουμε στο κατάστρωμα, προσφέροντάς του τη δυνατότητα να ονειρευτεί κι αυτός, ο ηλίθιος λαός. Ω τι δυστυχία Θεέ μου, να προσπαθείς να προσφέρεις λίγη από τη γνώση σου και την «αλήθεια» σε αυτά τα καταραμένα δυστυχή πλάσματα και αυτά να την αρνούνται επίμονα!»