Ενα ανέκδοτο τη μέρα , τη Μαυρίλα κάνει πέρα

Κυριακή πρωί, οι κάτοικοι του μικρού χωριού είναι μαζεμένοι στην εκκλησία. Κουτσομπολεύουν και συζητούν χαμηλόφωνα μέχρι να αρχίσει η λειτουργία. Ξαφνικά, ένας εκκωφαντικός θόρυβος και μια εκτυφλωτική λάμψη τούς αναστατώνει. Μέσα στην εκκλησία εμφανίζεται ο Βελζεβούλ! Πανικός, φωνές, ουρλιαχτά! Πανικοβλημένοι προσπαθούν να βγουν έξω, ποδοπατιούνται, κουτρουβαλάνε στα σκαλοπάτια της εκκλησίας, για να ξεφύγουν απ' τον άρχοντα του σκότους.

Ο μόνος που μένει ήρεμος στο στασίδι του είναι ένας ηλικιωμένος άντρας. Ο Βελζεβούλ τα παίρνει με την αναίδεια του παππού: «Ξέρεις ποιος είμαι 'γω ρε;», του λέει με τη γνωστή, ανατριχιαστική του φωνή, που ακούγεται σαν να βγαίνει απ' τα έγκατα της γης. «Και βέβαια ξέρω. Είσαι ο διάολος». «Και δεν με φοβάσαι»; «Μα φυσικά όχι! Είμαι παντρεμένος με την αδερφή σου εδώ και 48 χρόνια, μπατζανάκη( κουνιάδε κατά ευθύλογο)»!