Οπου κι'αν ταξιδεύω η Ελλάδα με πληγώνει

Γύρισα πρόσφατα από ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη και δηλώνω κάτι παραπάνω από κατενθουσιασμένος. «Ρε τον βλάχο, πήγε Istanbul και ανακάλυψε την Αμερική», μπορεί και να πουν κάποιοι από εσάς. Όχι δεν ήταν η πρώτη μου φορά στην Πόλη. Από το 2001, οπότε πρωτοπήγα, αυτή ήταν η τέταρτη. Αλλά τι να κάνω που κάθε φορά φαντάζει καλύτερη από την προηγούμενη; Κι όταν επιστρέφω στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» αυτό το συναίσθημα το νιώθω ακόμα πιο έντονα. Το ερώτημα μου είναι ρητορικό: Οι γείτονες ανεβάζουν τον πήχη ή εμείς τον κατεβάζουμε κάθε φορά; Ή μήπως συμβαίνουν και τα δύο; Και μην ακούσω τις γνωστές βλακείες ότι ζούμε στην πιο όμορφη χώρα του κόσμου και όλα αυτά που αναμασούν όσοι έχουν πάει μέχρι το Λιανοκλάδι, γιατί θα επικαλεστώ βοήθεια ψυχολόγου για να ξεπεράσω αυτή την πλύση εγκεφάλου που μου γίνεται πεισματικά. Γιατί όποιος έχει ταξιδέψει λίγο πιο μακριά από τα στενά όρια της γειτονιάς, της πόλης ή του χωριού του τέλος πάντων, θα αναθεωρήσει ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται στην αφρόκρεμα των τοπ προορισμών του πλανήτη.
Όμορφη χώρα είναι, δε λέω, αλλά η ομορφιά πρέπει να συνοδεύεται και από μια σειρά άλλων πραγμάτων και όχι να κατεβαίνεις στο Μοναστηράκι και να πληρώνεις πέντε euro για τρία σουβλάκια και να νομίζεις ότι ο σερβιτόρος σου έκανε χάρη που δεν σ’ τα έφερε στο κεφάλι αλλά απλώς τα πέταξε με δύναμη στο τραπέζι
. Ή να πληρώνεις σε ένα εστιατόριο 70-80 ευρώ για να φας βλέποντας μια πολυκατοικία που έχει να βαφτεί από τη περίοδο της μεταπολίτευσης και που στην είσοδο έχει ένα βουνό σκουπίδια και δίπλα καμιά δεκαριά αδέσποτα που προσπαθούν να κάνουν την τύχη τους σκίζοντας τις σακούλες.

Στην Τουρκία πληρώνεις 35, το πολύ 40 ευρώ σε εστιατόριο πολυτελείας με θέα τον Βόσπορο και με τους σερβιτόρους να σου συμπεριφέρονται λες και είσαι αρχηγός κράτους. Και στις
καφετέριες τα ίδια χάλια: 5 ευρώ ο freddo στη Γλυφάδα και στο Κολωνάκι, λίγο παραπάνω από τα μισά στην γείτονα χώρα. Για τα δε ξενοδοχεία καλύτερα μην μιλήσω γιατί ο πρόεδρος ξενοδόχων Ελλάδος ίσως καλέσει έκτακτη γενική συνέλευση για να κατεβάσει τις τιμές και να ανεβάσει γύρω στα 800% το επίπεδο των υπηρεσιών. Και αναρωτιέμαι: Γιατί είμαστε τόσο άπληστοι και για απλές και κάτω του μετρίου υπηρεσίες σε ένα ξενοδοχείο χρεώνουμε όσα βγάζει κάποιος αμοιβόμενος σε ένα χρόνο με το βασικό μισθό στην πληγείσα Μιανμάρ. Ναι καλά ακούσατε. 1200 αμερικανικά δολάρια είναι το ετήσιο εισόδημα στην πρώην Βιρμανία, και μάλλον θα μειωθεί ακόμα περισσότερο αν συνυπολογίσουμε ότι μετά το πέρασμα του όγδοου φονικότερου τυφώνα όλων των εποχών από τη Μιανμάρ, πέθαναν πάνω από 40.000 άνθρωποι, 1.000.000 έμειναν άστεγοι και στην έκταση που καταστράφηκε καλλιεργούταν περίπου το 30% της συνολικής παραγωγής ρυζιού της χώρας. Κοινώς, οι άνθρωποι θα πουν το ρύζι ρυζάκι, κι εμείς θα καθόμαστε σε μια ξαπλώστρα να σχολιάζουμε τι ωραία χώρα που είναι η Ελλάδα επειδή δεν έχει τυφώνες. Ή μήπως έχεις πιο δυνατούς ακόμα και από τον Nargis; Τους ίδιους τους κατοίκους της;