Η Παλαιά, η Νέα και η Μεταελλάδα

 Άρθρο του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου
Αυτή την φορά η Συντηρητική Πολιτική Παράταξη στην Ελλάδα δεν τα καταφέρνει, όπως έπραξε μετά την κατάρρευση της χούντας, να αναδημιουργηθεί πάνω σε ένα σημαίνον με παραπλανητικό σημαινόμενο. Εκεί που ο κ. Σαμαράς δοκίμαζε να μετουσιώσει ομαλά το καθεστώς της παλαιάς Ελλάδας σε ένα καθεστώς μιας Μεταελλάδας, υπό το παραπλανητικό σημαίνον «Νέα Ελλάδα», ο ΣΥΡΙΖΑ αιφνιδιάζει κατοχυρώνοντας τον ιστότοπο «neaellada.gr» και δηλώνοντας πως ευχαρίστως ο Αλέξης Τσίπρας δέχεται να αναμετρηθεί με τον Αντώνη Σαμαρά επί του ......
διλήμματος «Παλιά Ελλάδα ή Νέα Ελλάδα»;
Υπενθυμίζω πως μετά την κατάρρευση της χούντας των συνταγματαρχών εξαιτίας της κρίσης με την Τουρκία και την δραματική ήττα της ελληνικής (τυχοδιωκτικής) πλευράς στην Κύπρο, όπως και της πλήρους ανικανότητας του ελληνικού καθεστώτος να υπερασπιστεί το εθνικό συμφέρον στην περιοχή, η Συντηρητική Παράταξη δοκίμασε να ανασυνταχθεί και να κυριαρχήσει στην εσωτερική πολιτική σκηνή με ηγέτη τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που κατέφτασε στην χώρα από την αυτοεξορία του στην Γαλλία. Ο ηγέτης αυτός της Συντηρητικής Παράταξης έφερε στις αποσκευές του το σημαίνον μίας μεταπολίτευσης που ουσιαστικά αποτέλεσε την θεσμοθέτηση ενός νέου καθεστώτος σε συνέχεια εκείνου της χούντας, η οποία παρεμβλήθηκε στην εσωτερική πολιτική, την στιγμή κατά την οποία υπήρχαν μεγάλες κοινωνικές πιέσεις για ριζοσπαστικοποίηση της δημοκρατίας και εγκαθίδρυση ενός φιλελεύθερου, πλουραλιστικού καθεστώτος με σοσιαλιστικές ιδεολογικές συντεταγμένες.
Η πράγματι σημαντική αυτή προσωπικότητα της συντηρητικής Ευρώπης – [ένας πολιτικός για τον οποίο δεν έχω κανένα δισταγμό να πω και σήμερα πως με τίμησε με το ενδιαφέρον του, την εμπιστοσύνη του και την εκτίμησή του, όσο κανείς άλλος έλληνας ηγέτης] – είχε στις αποσκευές της τη «Νέα Δημοκρατία», την οποία «έκανε» καταρχήν πολιτικό κόμμα. Η σημειολογία ήταν ορθή ιστορικά, καθώς πράγματι η μεταπολίτευση του 1974, μετά το πραξικόπημα και την επιβολή χούντας με κατάργηση της συνταγματικής τάξης και ανατροπή του πολιτεύματος, αποτέλεσε ιστορικά μία νέα περίοδο για την Ελληνική Δημοκρατία. Επί της πολιτικής ουσίας, ωστόσο, δεν υπήρξε ακριβώς καμία «νέα δημοκρατία» στην Ελλάδα την περίοδο εκείνη, αλλά απλώς η φιλελευθεροποίηση και ο εξευρωπαϊσμός ενός αυταρχικού δεξιού καθεστώτος που εσωτερίκευε την χειρότερη μορφή μακαρθισμού στην Ευρώπη.
Στην πραγματικότητα η Τρίτη Δημοκρατία, η δημοκρατία του 1974/1975, που εδραιώθηκε οριστικά, περίπου ενάμιση αιώνα από την Πρώτη και μισό αιώνα από τη Δεύτερη, δεν βελτίωνε την ουσία του πολιτικού περιεχόμενου της Ελληνικής Δημοκρατίας, αλλά την μορφή της, τον τύπο της, το ύφος της. Οι δυνάμεις που διαμόρφωσαν την ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΟΜΟΚΡΑΤΙΑ και χειρίστηκαν τη συνταγματική μεταβολή του 1974/1975 ήταν οι παράγοντες του παλαιού πολιτικοοικονομικού καθεστώτος της χώρας, με σαφή ευρωπαϊκό αέρα και ευρωπαϊκή πολιτική αφήγηση αυτή τη φορά, που είχε ως σημαινόμενο τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Ελλάδας στον ιδεολογικό άξονα (σκοπιμότητα): ο πολιτικός φιλελευθερισμός υπηρετεί στην συγκυρία καλύτερα το διακύβευμα της εξέλιξης του οικονομικού φιλελευθερισμού στην Ευρώπη. Έτσι η συνταγματική εγκαθίδρυση της Γ΄ Δημοκρατίας επέφερε την  συντακτική θεσμοθέτηση ενός σύγχρονου για την εποχή συνταγματικού φιλελευθερισμού στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, απόλυτα εναρμονισμένου με τον οικονομικό φιλελευθερισμό. Φαινόμενα στα οποία δυσκολευόταν να προσαρμοστεί η ριζοσπαστική δεξιά πριν από την χούντα.
Θυμίζω πως η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος» προέβη σε μια σειρά συνταγματικών παρεμβάσεων (τροποποιήσεις και προσθήκες) στη βάση του Συντάγματος του 1952. Συγκεκριμένα: Με το πρώτο άρθρο της πρώτης Συντακτικής Πράξης της 1ης Αυγούστου 1974 (που ονομάσθηκε και «Καταστατική Συντακτική Πράξη»), επανέφερε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, που είχε καταλύσει το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, με εξαίρεση τις διατάξεις που όριζαν τη μορφή του πολιτεύματος ως βασιλευομένης δημοκρατίας. Με άλλες διατάξεις της ίδιας Συντακτικής Πράξης όρισε ότι, «μέχρι του οριστικού καθορισμού της μορφής του Πολιτεύματος δια της ελευθέρας εκφράσεως της βουλήσεως του Ελληνικού Λαού», καθήκοντα αρχηγού του κράτους θα ασκούσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Με αυτό τον τρόπο, η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος» προϊδέασε τον ελληνικό λαό, ήδη με την πρώτη της επίσημη πράξη, ότι ο ίδιος θα αποφάσιζε για την επιλογή της μορφής του πολιτεύματος. Επίσης κατήργησε το δικτατορικό Σύνταγμα του 1968, όπως είχε τροποποιηθεί το 1973, και κάθε άλλη συντακτικού χαρακτήρα πράξη της δικτατορίας. Ακόμη «αποκατέστησε», με την «Καταστατική Συντακτική Πράξη» και με τις επόμενες που ακολούθησαν, την αρχή του κράτους δικαίου, τις πολιτικές ελευθερίες και τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου. Στο πλαίσιο αυτό, συμπληρώνοντας το ήδη αναχρονιστικό Σύνταγμα του 1952, τροποποίησε παλαιές και θέσπισε νέες εγγυήσεις κρίσιμων συνταγματικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, ώστε να λειτουργήσουν οι αρχές της σύγχρονης δημοκρατίας κατά το μεταβατικό διάστημα μέχρι την προσφυγή στο λαό και τη σύνταξη του νέου συντάγματος.  Με το προεδρικό διάταγμα 519/26.7.1974, χορήγησε αμνηστία σε όλα τα πολιτικά εγκλήματα που είχαν τελεσθεί κατά παράβαση νομοθετημάτων πριν και μετά την 21η Απριλίου – πλην των εγκλημάτων των «πρωταιτίων» του δικτατορικού καθεστώτος – θέτοντας έτσι τέρμα σε διώξεις και τον απόλυτο αποκλεισμό αριστερών και δημοκρατών, που δηλητηρίαζαν επί δεκαετίες τη συνοχή και την εσωτερική ειρήνη του ελληνικού λαού και τον δημόσιο βίο της χώρας. Επίσης με το νομοθετικό διάταγμα 59 «Περί συστάσεως και επαναλειτουργίας των πολιτικών κομμάτων» της 23ης Σεπτεμβρίου 1974, η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος» κατήργησε το διαβόητο αναγκαστικό νόμο 509/1947 «Περί μέτρων ασφαλείας του Κράτους, του πολιτεύματος, του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», που επί δεκαετίες έπληττε βάναυσα τις πολιτικές ελευθερίες στη χώρα μας και περιθωριοποιούσε στην «παρανομία» το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Με την κατάργηση αυτού του νόμου και τη χορήγηση της αμνηστίας το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας νομιμοποιήθηκε πλήρως και τα στελέχη του απέκτησαν ελευθερία πολιτικής δράσης.
Κάπως έτσι η ανάγκη προσαρμογής της ελληνικής πολιτικοοικονομικής ελίτ στις ήδη σημαντικά ισχυροποιημένες δυτικοευρωπαϊκές ελίτ, που θεμελίωναν ένα νέο καθεστώς οικονομικού φιλελευθερισμού, ο οποίος ουσιαστικά έβαζε τα θεμέλια για την κατοπινή θεσμοθέτηση του νεοφιλελευθερισμού, οδήγησε στην θεμελίωση του πολιτικού φιλελευθερισμού στην Ελλάδα, για πρώτη φορά στην πράξη, δίχως ωστόσο να αποφευχθούν εμφατικές αντινομίες, οι οποίες εντοπίζονταν κυρίως στην λειτουργία του κοινοβουλευτισμού, στους αντιδημοκρατικούς εκλογικούς νόμους και στην διαιώνιση και επέκταση του πελατειακού κράτους.
Θεώρησα, αναγνώστη μου, χρήσιμο να υπενθυμίσω όλα αυτά τα πραγματικά γεγονότα που συνέθεσαν την αυγή και θεμελίωσαν την εξέλιξη της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, η οποία ολοκλήρωσε τον κύκλο της με την συντεταγμένη πτώχευση της χώρας στις μέρες μας, που χαρακτηρίζεται από εσωτερική υποτίμηση και την εφαρμογή ενός κράτους Έκτακτης Ανάγκης, στην βάση μίας Υποτελούς Πολιτείας που ορίζει ο «ατομικός μηχανισμός» τον οποίο συνομολόγησε με την τρόικα το παλαιό καθεστώς, όπως αυτό εκφράζεται κυρίως από την ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ και φορείς που συγκυριακά διαμορφώθηκαν από τυχοδιωκτικές ή ιδεολογικού χαρακτήρα αποσπάσεις από αυτά τα δύο. Επιχείρησα, μιλώντας για την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, δηλαδή για τη Νέα Δημοκρατία του 1974, να δώσω σε σένα, αναγνώστη, την δυνατότητα να εντοπίσεις χρήσιμες αναλογίες με το σήμερα, μία εποχή μετάβασης από την Γ’ στην Δ’ Ελληνική Δημοκρατία.
Το πραγματικό πρόβλημα σήμερα είναι: ποια θα είναι η μορφή και το περιεχόμενο της Νέας Ελλάδας, της Ελλάδας της Τέταρτης Δημοκρατίας. Και αν περάσουμε σε αυτήν χωρίς προηγουμένως τα διαρκή κοινοβουλευτικά πραξικοπηματάκια της τελευταίας πενταετίας να δώσουν την θέση τους σε μια νέα χούντα τυπικής μορφής.
Ουσιαστικά η υιοθέτηση από τον ΣΥΡΙΖΑ του σημαίνοντος «Νέα Ελλάδα» έρχεται με έναν παράδοξο τρόπο να «σώσει» τον κ. Σαμαρά από την καταφυγή του στην ιστορική φάρσα! Όταν ο κ. Σαμαράς αναφέρεται στη «Νέα Ελλάδα» εννοεί τον μετασχηματισμό του παλαιού πελατειακού καθεστώτος της διαφθοράς και της διαπλοκής σε «Μεταελλάδα». Δηλαδή την μετουσίωση δια της οικονομικής κατάρρευσης και σαφούς κοινωνικής οπισθοδρόμησης, του παλαιού πολιτικοοικονομικού καθεστώτος της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας σε ένα μετανεωτερικό, μεταβιομηχανικό και μεταμοντέρνο καθεστώς, που για την σωτηρία του και την δυναμική του στο μέλλον θα βασίζεται στο consensus Βερολίνου – Ουάσιγκτον – Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Συστήματος.
Στην πραγματικότητα από τη Νέα Ελλάδα του κ. Σαμαρά απουσιάζει η Ελλάδα σε αντίθεση με τη Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η μεγάλη ποιοτική διαφορά αφορά στον ορισμό του εθνικού συμφέροντος. Η κυρίαρχη πολιτική τάξη του 1974 όριζε το «εμείς» ως προς τον εναρμονισμό σε «αυτούς» (Δυτική Ευρώπη), ενώ η σημερινή πολιτική ελίτ που ορίζεται στο ευρύτερο πλαίσιο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, υποτάσσει πλήρως το εθνικό συμφέρον σε «αυτούς». Αν, μάλιστα, λάβεις υπόψιν πως «αυτοί» - γερμανική κυβέρνηση, γραφειοκρατία των Βρυξελών και κυρίαρχο λόμπι του χρηματοπιστωτικού συστήματος – συνθέτουν σήμερα μία απολύτως αντιδημοκρατική και πολιτικά αντιφιλελεύθερη δομή σε αντίθεση με «αυτούς» του τέλους της δεκαετίας του ’70, αντιλαμβάνεσαι ίσως την ουσία της Μεταελλάδας που οραματίζεται ο κ. Σαμαράς και με τόσο πάθος υποστηρίζει η διαπλοκή!
Το θετικό με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι πως ενώ δείχνει να αντιλαμβάνεται πλέον μάλλον καλά το μετανεωτερικό και μεταβιομηχανικό φαινόμενο στην Ευρώπη με την μορφή του Νεοηγεμονισμού – όπως επανειλημμένως τον έχω ορίσει – προσδιορίζει το εθνικό συμφέρον στο πλαίσιο της σχέσης «εμείς – αυτοί». Αυτή η προσέγγιση, παρότι σηκώνει πολύ συζήτηση, είναι πράγματι μία πραγματιστική και ορθολογική βάση για εναγωγή του εθνικού συμφέροντος επί του σημαίνοντος «Νέα Ελλάδα». Με μία κουβέντα, ο Αλέξης Τσίπρας μιλά πράγματι για μια Νέα Ελλάδα, ενώ ο Αντώνης Σαμαράς για μια Μεταελλάδα, που του αρέσει με τον γνωστό παλαιοκομματικό τρόπο να αποκαλεί Νέα Ελλάδα, μιμούμενος το σημειολογικό πνεύμα της Νέας Δημοκρατίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Ο κ. Σαμαράς εκφράζοντας απολύτως το παλαιό καθεστώς της Ελλάδας, κάνει μία «αλχημεία», που στην πραγματικότητα εξευτελίζει την επιστημολογία και οντολογία που ορίζει το εθνικό συμφέρον. Το «νέο» το ορίζει ως ποιοτική διαφορά από το «παλαιό» την στιγμή, μάλιστα, κατά την οποία ο ίδιος, το Συντηρητικό Κόμμα του και οι σοσιαλδημοκράτες σύμμαχοί του είναι οι κύριοι εκφραστές της παλαιάς και καταρρέουσας Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας! Ενώ το «νέο» δεν μπορεί στην μετανεωτερική μας Ευρώπη να χαρακτηρίζεται κάπως αλλιώς, παρά ως νέα σχέση του «εμείς» με το «αυτοί» και του «εδώ» με το «εκεί». Η σχέση αυτή, πράγματι, και υπό συνθήκες θα μπορούσε να διακρίνει ποιοτικά το νέο υπό διαμόρφωση πολιτικό καθεστώς από το παλαιό που αντικειμενικά έκλεισε τον κύκλο του.