Χάντρες και καθρεφτάκια από τη Μέρκελ

Γράφει ο Σταύρος Χριστακόπουλος



Η Ελλάδα... βγαίνει στις αγορές. Ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος και ο Στουρνάρας, υπό τις ευλογίες της Μέρκελ, όμως, δεν πουλάνε... ομόλογα. Μια αφήγηση περί «επιτυχίας» εμπο­ρεύονται, για να διασωθούν στις ευρωεκλογές και να πείσουν ότι η καγκελάριος, σε συνεργασία με τους εγχώριους συνεργάτες της, μετατρέποντας (και) την Ελλάδα σε γερμα­νική επαρχία, έσωσε και τη ......

χώρα μας και την Ευρώπη.

Τι έχει όμως να προσφέρει η Μέρκελ στην Ελλάδα, αν υπο­τεθεί ότι πράγματι η κυβέρνηση Σαμαρά έχει επιτύχει και βγάζει τη χώρα από το σκοτεινό μνημονιακό τούνελ; Στην πραγματικότητα... τίποτε.

Μια χώρα με 175% (και προσεχώς 180%) δημόσιο χρέος, η οποία δεν μπορεί να διαχειριστεί τα δανεικά της σε βάθος χρόνου ούτε υπό καθεστώς μνημονίου είτε στο πλαίσιο του ακόμη βαρύτερου Δημοσιονομικού Συμφώνου, μια χώρα που θα συνεχίσει να επιτηρείται αυστηρά με μνημονιακούς όρους έως την αποπληρωμή του 75% των χρεών της θα έλπιζε, όπως τόσοι και τόσοι διεθνείς και εγχώριοι παράγοντες κρίνουν απαραίτητο, σε μια πραγματική μείω­ση του χρέους της.

Όμως αυτό αποκλείεται, όπως επαναλαμβάνει ρητώς η γερ­μανική ηγεσία σε κάθε ευκαιρία. Το μέγιστο της «διευκό­λυνσής» της είναι μια αναδιάρθρωση του τρόπου αποπλη­ρωμής. Μόνο που, με δεδομένα τα παραπάνω, αυτό σημαί­νει ότι η Ελλάδα θα παραμείνει υπό αυστηρή επιτήρηση για δεκαετίες και οι ελπίδες της για πραγματική έξοδο από τη φρίκη είναι πλαστές.

Επιπλέον, για όσους ακόμη διατηρούν αμφιβολίες για τις γερμανικές προθέσεις, ο Σόιμπλε φρόντισε να γίνει ιδιαί­τερα απειλητικός προς όποιον θελήσει στο μέλλον να αμ­φισβητήσει τον γερμανικό «δρόμο». Κοινώς υπενθύμισε την... τύχη του Γ Παπανδρέου όταν μίλησε για δημοψήφι­σμα περί παραμονής της Ελλάδας στο ευρώ και προειδο­ποίησε για αυτό που όλοι ξέρουμε: Η συμμετοχή στο ευρώ έχει συγκεκριμένους όρους και όποιος θέλει να βρίσκεται εκεί θα τους τηρεί απολύτως.

Συνεπώς, τα ωραία λόγια - και η Μέρκελ, αν δεν τη ζορίσει κάποιος άσχημα, ξέρει να τα λέει - που θα ακουστούν θα είναι κενά περιεχομένου.

Όσο, δηλαδή, και αν κάποιος εστιάζει στη «μικρή εικόνα» μεγεθύνοντάς την και προσπαθώντας να επενδύσει πολιτικά πάνω της, πάντα θα υπάρχει η μεγάλη, η οποία αλλάζει μό­νο με μεγάλες πολιτικές αποφάσεις...