Γιατί δεν πουλάει η αριστερά …

Σημειώνει ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος
Αναρωτιούνται πολλοί: πώς είναι δυνατόν η αριστερά στην Ελλάδα να μην μπορεί να κεφαλαιοποιήσει σε υπέρτατο βαθμό την δυσαρέσκεια των πολιτών προς τα φθαρμένα κυβερνητικά κόμματα του δικομματισμού που πτώχευσαν την χώρα και φτωχοποιούν την ελληνική κοινωνία, μέσω μιας μακράς διαδικασίας εσωτερικής υποτίμησης;
Το ερώτημα είναι σημαντικό και δεν αφορά αποκλειστικά τους φορείς της αριστεράς. Είναι ένα σοβαρό στρουκτουραλιστικό πρόβλημα για την ελληνική κοινωνία με κονστρουκτιβιστική μορφή........
καί πολιτικής καί πολιτικής κοινωνιολογίας καί πολιτικής ψυχολογίας και ασφαλώς πολιτικής επικοινωνίας, όπως και αντίληψης της πολιτικής οικονομίας.
Το κρίσιμο αυτό ερώτημα για την εξέλιξη της κρίσης (σε εσωτερικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο) και για την διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής περιόδου για την Ελλάδα ως χώρα και κοινωνία, έχω εμμέσως και κάποιες φορές αμέσως αντιμετωπίσει αναλυτικά, δίχως να έχω προσφέρει μέχρι σήμερα μια γενική εικόνα του προβλήματος. Σήμερα θα το επιχειρήσω πολύ σύντομα, σχεδόν αποφθεγματικά (θεωρήστε πως κάθε ένα από τα σημεία που ακολουθούν αποτελούν αρχικά συμπεράσματα που τοποθετούνται ως νέα ερωτήματα προς διερεύνηση, για να απαντηθεί έτσι το αρχικό πρόβλημα που θέτω εδώ) :
- Η αριστερά δεν πουλάει, επειδή δεν θα μπορούσε να υπάρχει σοβαρή ζήτηση από ένα απομαζικοποιημένο κοινό σε μια αποβιομηχανοποιημένη χώρα που κυριαρχείται από ένα μίγμα εθνικιστικού απολιτικού πολιτισμού με έντονα τα στοιχεία του υβριστικού προς την πολιτική, λειτουργιστικού νεοφιλελευθερισμού και μηδενισμού. Όλα αυτά ενισχύονται αφάνταστα από την κυριαρχία των Οπτικοακουστικών Μέσων Επικοινωνίας και κυρίως από την Τηλεόραση, μέσω των κουτσομπολίστικων, χυδαίων τηλεπολιτικών και της εμφάνισης της πολιτικής συμπεριφοράς ως προστριβή μεταξύ μιας περιορισμένης ομάδας πολιτικών. Με τους περισσότερους εξ αυτών να διακρίνονται από έντονα λαϊκιστικό έως αλήτικο ταπεραμέντο. Αυτοί καλούνται σε τηλεοπτικές εκπομπές για να συγκρουστούν με όρους τηλεθέασης και το πράττουν συνειδητά ή ασυνείδητα ως αρτίστες της πολιτικής, για να αυξήσουν την προσωπική τους διείσδυση στο αναφερόμενο κοινό τους και την ισχύ τους στο κόμμα τους. Αυτοί, ωστόσο, δεν είναι όροι διεξαγωγής δομημένης πολιτικής αντιπαράθεσης την οποία θα μπορούσε να αντιμετωπίσει με άνεση και επάρκεια ένας σοβαρός-στρουκτουραλιστής, αριστερός πολιτικός. Το κλίμα προστριβής μέσω λειτουργιστικής περιπτωσιολογίας και διαρκών προσωπικών προσβολών, δεν «σηκώνει» απολύτως κανέναν σοβαρό πολιτικό με συνεκτικό λόγο και στρουκτουραλιστικά αρθρωμένη άποψη.
Μέσω των σύγχρονων τηλεπολιτικών «τσαλακώνεται» και εξουδετερώνεται οποιαδήποτε καλά οργανωμένη διανοητικά προσωπικότητα… και τόσο το χειρότερο αν αυτή κινείται στον αριστερό χώρο. Έχοντας μάλλον επαρκή εμπειρία στο ζήτημα, οφείλω να παραδεχτώ, αναγνώστη μου, πως δεν θα ζήλευα καθόλου την τύχη συγκροτημένων αριστερών προσωπικοτήτων (πόσο μάλλον αν αυτοί έχουν χαρακτηριστικά διανοούμενου), βλέποντάς τους να βρίσκονται σε αδιέξοδο έχοντας απέναντί τους ή στο «διπλανό παράθυρο» του γνωστούς «μαϊντανούς» του λαϊκισμού. Αν, για παράδειγμα, ήμουν σύμβουλος της ηγεσίας του ΚΚΕ, θα τους έλεγα πως δυστυχώς δεν υπάρχει άλλη λύση για να επικρατήσουν στο χώρο των τηλεπολιτικών και άρα να μην χάσουν ισχύ απέναντι στο αναφερόμενο κοινό τους, παρά να «στέλνουν» στα κανάλια την Λιάνα Κανέλλη. Είναι η χειρότερη στην στρουκτουραλιστική παρουσίαση του πολιτικού, αλλά η ικανότερη στην αντιμετώπιση του λαϊκιστικού-λειτουργισμού στα κανάλια, δια της άρθρωσης ενός προβοκατόρικου, αποδιοργανωτικού, συγκρουσιακού, ψευδο-αγωνιστικού και ψευδο-παρτιζάνικου λόγου, ο οποίος αποτελεί ασφαλώς την άλλη πλευρά του νομίσματος του λαϊκισμού.
Η κ. Κανέλλη, λοιπόν, είναι μια καλή επικοινωνιακή λύση για το ΚΚΕ, που όμως ζημιώνει αφάνταστα το κόμμα ως σύγχρονη αριστερά του στρουκτουραλιστικά εποικοδομητικού λόγου, που εστιάζει στις σχέσεις και όχι στους ρόλους και στα καμώματα των επιμέρους παραγόντων της πολιτικής διαδικασίας. Άρα η κ. Κανέλλη είναι ένα αναγκαίο κακό για την αναφερόμενη πολιτική ταυτότητα του ΚΚΕ, και την ανέφερα ως το πλέον τυπικό παράδειγμα της προσαρμογής των αριστερών κομμάτων στην δομή των τηλεπολιτικών. Μια Κανέλλη θα ήθελαν να έχουν στα κανάλια όλα τα αριστερά κόμματα – και όπως παρατηρώ την αναζητούν σε γυναίκες και άνδρες. Μόνον που αυτό αποδομεί την αριστερά ως διακριτό λόγο ουσίας που αφορά σε κοινωνικές σχέσεις, ενώ τον μεταβάλει σε αγοραίο λαϊκισμό, που αναπαράγεται στη συνέχεια από τα Νέα ΜΜΕ του διαδικτύου. Έτσι η αριστερά στην προσπάθεια της «να πουλήσει» μετατρέπεται σε «ρετάλι» της λαϊκής-αγοράς, η οποία συνθέτει λαουτζίκο και όχι Λαό. Αυτό υπονομεύει σε καταστροφικό βαθμό την αριστερά και την οδηγεί στο τέλος στο κάτω ράφι του σουπερμάρκετ της πολιτικής, με συνέπεια να μην «πουλάει» σε ένα καλά εκπαιδευμένο και μορφωμένο κοινό, ενώ να χάνει ως τηλεοπτική εικόνα, ερχόμενη αντιμέτωπη με τον περιπτωσιολόγο, λαϊκιστή του λειτουργισμού (κεντροδεξιοί και κεντροαριστεροί), καθώς και από κάθε ξετσίπωτο, σαχλαμάρα του ακροδεξιού λαϊκισμού ή από κάθε μυστήριο υβριστή των πολιτών και της πολιτικής που εμφανίζεται ως η «αυθεντική φωνή» του λαού που έχει σιχαθεί τους πολιτικούς και τον κοινοβουλευτικό τακτικισμό τους, την διαφθορά τους, κλπ, προτείνοντας την επανάσταση του έθνους μας, δηλαδή κάποιο φασιστικό καθεστώς – το οποίο θεωρεί μάλιστα και ως καινοτόμο, σύγχρονη ιδέα! 
- Ωστόσο, τα κόμματα της αριστεράς δεν μπορούν να κεφαλαιοποιήσουν σε κρίσιμο, ανατρεπτικό για το καθεστώς βαθμό την δυσαρέσκεια έως απελπισία της ελληνικής κοινωνίας προς (κυρίως) τους κυβερνητικούς εταίρους ΝΔ και ΠΑΣΟΚ και για μια σειρά άλλους καθόλου ασήμαντους λόγους:
(1) Απέτυχαν ή καλύτερα απέφυγαν για ιδιοτελείς λόγους των ηγεσιών τους (ηγεμονισμός, καιροσκοπισμός) να συγκροτήσουν μια ενιαία σύγχρονη διακυβερνητική προσωπικότητα με την μορφή του Λαϊκού Μετώπου - για την συγκρότηση του οποίου τόσο πολύ επέμενα - που θα αποτελούσε νέα πολιτική πνοή για την ελληνική κοινωνία και την πλέον ταυτόχρονα ορθολογική και κονστρουκτιβιστική προσέγγιση για δημοκρατική αντιμετώπιση της κρίσης.     
(2) Ο ΣΥΡΙΖΑ καθυστέρησε σημαντικά στην διαμόρφωση μιας σαφούς πολιτικής στρατηγικής που δομεί την ελληνική κρίση ως κρίσιμο ευρωπαϊκό πρόβλημα με σοβαρές γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές προεκτάσεις, ενώ οι υπόλοιποι φορείς της αριστεράς είτε εκμηδενίστηκαν εντασσόμενοι στην ευρύτερη αφήγηση της νεοφιλελευθεριάζουσας και αποπολιτικοποιημένης σε μεγάλο βαθμό σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, είτε προσδέθηκαν ακόμη πιο έντονα σε διάφορες μορφές μαρξισμού-λενινισμού, δίχως την πολιτική ικανότητα και την θεωρία που θα τους επέτρεπε να τον προσαρμόσουν στα σημερινά αντικειμενικά κοινωνικά και παραγωγικά δεδομένα της Ελλάδας, της Ευρώπης και του σύγχρονου παγκόσμιου συστήματος.  
(3) Δεν μπόρεσαν να απαλλαγούν σε μεγάλο βαθμό, όπως ήταν αναγκαίο, από την σεχταριστική λογική και κουλτούρα.
(4) Πλην του ΣΥΡΙΖΑ κανείς άλλος δεν έδειξε να διαθέτει ευελιξία στην προσαρμογή του διοικητικού φαινομένου στην Ελλάδα στις νέες συνθήκες που διαμόρφωσε η κρίση κι έτσι όλοι οι άλλοι φορείς της αριστεράς μοιάζει σήμερα να επιχειρούν να δείξουν στην ελληνική κοινωνία την αποστροφή τους σε μια σειρά αστικών θεσμών, που ταυτίζονται παραμορφωτικά με τον καπιταλισμό, προβάλλοντας αυτή την στάση ως αντισυστημική. Αυτό περιθωριοποιεί μάλλον τους φορείς αυτούς στην ελληνική κοινωνία, παρά ριζοσπαστικοποιεί το κίνημα των εργαζομένων, ενώ διασπά την αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε, συνοχή του.          
(5) Ένα σημαντικό τμήμα της αριστεράς στην Ελλάδα αντιμετώπισε με αντιδραστικό τρόπο και με παιδαριώδη σταλινική ή μαοϊκή επιχειρηματολογία την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην Ευρώπη. Δυστυχώς στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, σε αντίθεση για παράδειγμα με την Γερμανία, η αριστερά δεν φάνηκε να διαθέτει ισχυρά αντανακλαστικά για να κατανοήσει τις νέες ευκαιρίες για τα λαϊκά κινήματα που διαμορφώνονταν μετά την λεγόμενη «επανένωση» της Ευρώπης. Έτσι επανενώθηκαν, ενώ αναδημιουργήθηκαν αστικές τάξεις, στην Ευρώπη μετά το 1990, ενώ απομακρύνθηκαν ο ένας από τον άλλον οι επιμέρους λαοί, εντασσόμενοι ως ιδιαίτερες κοινωνίες σε μια άκρως διαβρωτική για το κοινωνικό φαινόμενο και τα συμφέροντα των λαϊκών και μικρομεσαίων στρωμάτων, ενιαία ολοκληρωτική αγορά.
(6) Εκτός όλων αυτών θα μπορούσε να αναφέρει κανείς μία ακόμη ντουζίνα σοβαρών discursive και non-discursive λόγων, που ερμηνεύουν με αντικειμενικά στοιχεία την αδυναμία της αριστεράς να ανταποκριθεί με ταχύτητα στην σύγχρονη κρίση που προκαλεί ο συνδυασμός της διάστασης του γερμανικού νεο-ηγεμονισμού στην ήπειρό μας, μέσω της επιβολής ενός καθεστώτος αντιπληθωρισμού και λιτότητας και της διάστασης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού υπό την κυριαρχία ενός κεντρικά διευθυνόμενου και απολύτως αντιδημοκρατικά συγκροτημένου παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος (: οικονομικής διακυβέρνησης).
Δεν θα ήταν, ωστόσο, σκόπιμο στο πλαίσιο αυτού του σημειώματος, να συνεχίσω, παρουσιάζοντας και αναλύοντας αυτούς τους λόγους, τα αίτια δηλαδή και τον μηχανισμό που αντικειμενικά περιορίζουν την πολιτική και κοινωνική δυναμική της αριστεράς σήμερα εντός αυτής της πρώτης μεγάλης μεταδιπολικής κρίσης στην Ευρώπη, με την Ελλάδα να πλήττεται πολλαπλά περισσότερο από κάθε άλλον.
Εδώ αρκεί να επισημάνω πως η αριστερά «δεν πουλάει» διότι πλέον αν δοκιμάσει να «την πουλήσει» κανείς στο πλαίσιο αυτής της σοβαρά διαταραγμένης και σε δραματική αμφισβήτηση πολιτικής αγοράς, ουσιαστικά θα απολέσει τον έλεγχο στο πολιτικό μάρκετινγκ και άρα τον πολιτικό έλεγχο των οικονομικών σχέσεων και πως η ίδια η αριστερά βρίσκεται σε ένα δίλημμα: Εάν δοκιμάσει να προσαρμοστεί απολύτως στις τηλεπολιτικές, θα αποκτήσει ίσως μία σχετικά μεγαλύτερη διείσδυση στην ελληνική κοινωνία, αλλά θα εκχυδαϊστεί ταυτόχρονα σε τέτοιο βαθμό που θα είναι αδύνατον να κυβερνήσει στο αμέσως επόμενο διάστημα με αποτελεσματικότητα και κύρος. Ενώ αν παραμείνει πακτωμένη στον «ξύλινο λόγο» εκπροσώπων της και στην άρνησή της να παίξει το παιχνίδι των οπτικοακουστικών μέσων, θα σκιαγραφηθεί ως περιθώριο. Και καμία κοινωνία δεν υποστηρίζει «το πολιτικό περιθώριο» ως κυβερνητική τουλάχιστον έκφραση.
Υπάρχει ωστόσο και μια άλλη οδός. Η αριστερά, αποφεύγοντας τον λαϊκισμό, τις γενικεύσεις, τον μηδενισμό και αφορισμούς οποιουδήποτε τύπου, να εστιάσει στην θεωρητικοποίηση του βιώματος του έλληνα. Ήρεμα, καλοδομημένα και χωρίς διάθεση υπεραπλουστεύσεων. Οι φορείς της αριστεράς θα αποκτήσουν σημαντικό πλεονέκτημα διείσδυσης στην σημερινή κοινωνία της κρίσης, εάν αντί να επιδίδονται σε στρατηγικές διέγερσης του τραυματικού συναισθήματος των ελλήνων, κάνουν αυτό που κανείς άλλος δεν μπορεί να πράξει. Να ερμηνεύσουν στρουκτουραλιστικά, όχι το κοινωνικό αίσθημα αδικίας, αλλά τις πραγματικές συνθήκες αποκλεισμού που το προκαλούν. Μία τέτοια ερμηνεία διαμορφώνει ταυτόχρονα και το θεωρητικό / δημοκρατικά, πλουραλιστικά σοσιαλιστικό πεδίο αντιμετώπισής τους. Δείχνει τον αριστερό τρόπο της λύσης στο ελληνικό πρόβλημα, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αντανάκλαση της πρώτης μεγάλης μετανεωτερικής και μεταβιομηχανικής κρίσης στην Ευρώπη. Έτσι η αριστερά θα μπορούσε να μεταβληθεί πράγματι σε αυθεντικό φορέα της λύσης.