Η συνάντηση της Φυσικής Επιλογής και της Θείας Πρόνοιας

Γράφει ο Βασίλης Δημ. Χασιώτης :
«Εδώ ’χουν τα χαμόγελα λεπίδες»

Shakespeare, William : Μακμπέθ, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1978, σελ. 45

«Η φύση αλλάζει και μιμείται, μιμείται και αλλάζει»

Blaise Pascal : Σκέψεις, εκδ. Αναγνωστίδη, Αθήνα, σελ. 47

Ο συνομιλητής μου είναι ένας ένθερμος οπαδός του Μνημονίου. Για την ακρίβεια, είναι ένας νεοφιλελεύθερος ως προς την ιδεολογία του, ήδη από την εποχή της Θάτσερ και του Ρέιγκαν. Συνεπώς, δεν «»ήρθε» αυτός να ......
ασπασθεί όσα η σημερινή ελληνική πραγματικότητα μας επιφυλάσσει τον καιρό του Μνημονίου, είναι η πραγματικότητα που «ήρθε» να τον συναντήσει.

Και ως γνήσιος νεοφιλελεύθερος, είναι και γνήσιος κοινωνικός και οικονομικός δαρβινιστής.

Στη κουβέντα μας, όλη του η επιχειρηματολογία ξεκίναγε και κατέληγε στη θεωρία της φυσικής εξέλιξης : ο δυνατότερος (πνευματικά ή/και φυσικά ή/και οικονομικά) θα επιβιώσει, επιβιώνει, ο πιο αδύναμος (πνευματικά ή/και φυσικά ή/και οικονομικά), θα υποστεί, υφίσταται, τις συνέπειες της αδυναμίας του.

Ο πλουσιότερος (ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ το πώς πλούτισε) θα κυριαρχεί και ο φτωχός, (ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ γιατί έγινε ή παρέμεινε φτωχός), που σε κάθε περίπτωση είναι φτωχός επειδή ο ίδιος ευθύνεται γι’ αυτό, θα υποστεί τις συνέπειες της φτώχειας του.

«Και γιατί ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ;» ήταν πάντα το ερώτημά μου.

«Διότι έτσι. Διότι ΤΕΛΙΚΩΣ αυτό είναι μια ΑΝΩΤΕΡΗ επιλογή, εγώ τη λέω ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ, άλλοι θα πούν ΘΕΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗ, σε κάθε περίπτωση πάνω από τις δυνατότητες επιλογής του ίδιου του ανθρώπου», ήταν, είναι, πάντα η απάντησή του.

«Τόσο απλά», μου λέει, πάντα μου έλεγε και πάντα διαφωνούσαμε.

Τέτοια επιχειρήματα ανταλλάσσοντας εδώ και δεκαετίες, στις μεταξύ μας συζητήσεις, δεν θα ήταν δυνατό σήμερα να πούμε, να πει ο καθένας κάτι το διαφορετικό.

Έτσι όταν ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για τον διευρυνόμενο ηγεμονικό ρόλο της Γερμανίας στην Ευρώπη, που συντελείται με τον «γνωστό γερμανικό τρόπο», τον εξαιρετικά τραχύ, ο φίλος μου δεν είδε πού «διαταράσσεται» η «φυσική τάξη» των πραγμάτων, ή, «αν θέλεις», μου είπε, γνωρίζοντας ότι είμαι θρήσκος (λόγω της άγνοιάς μου να ή της αδυναμίας μου να βρω ένα καλό επιχείρημα να καταρρίψω την έννοια και τη λογική της ύπαρξης μιας Ανώτερης Δύναμης στο Κόσμο) παρά την αρνητική μου αντίληψη που έχω για το πώς σήμερα η Εκκλησία και οι κληρικοί ανταποκρίνονται στην αποστολή τους, (παρά τις φωτεινές εξαιρέσεις),  «δε βλέπω πού διαταράσσεται η Θεία Πρόνοια».

Έτσι, το τέλος της κουβέντας μας, βρέθηκε ο καθένας, γι’ ακόμα μια φορά, σταθερά προσηλωμένους στις θέσεις του.

Ο φίλος μου πάντως, είναι έντιμος στις απόψεις του. Δεν αμφισβητεί για παράδειγμα τη προοπτική κάποιος εκ των «δυνατών» να πέσει στη τάξη των αδυνάμων, ή κάποιος εκ των πλουσίων να πέσει στη τάξη των φτωχών, ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΩΣ, κάποιος αδύναμος ή φτωχός, να εξελιχθεί σε δυνατό ή πλούσιο. Τούτη τη κάθοδο ή την άνοδο, ποτέ δεν τη δικαιολόγησε, πέρα από τη σταθερή του λογική, ότι είτε για τον ένα είτε για τον άλλο λόγο, οι τέτοιες εξελίξεις, είναι εξελίξεις «φυσικές» (π.χ. πνευματική αδυναμία ή πνευματική υπεροχή) ή της «Θείας Πρόνοιας», διαλέγεις και παίρνεις, και ούτε μπορούμε ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ να επέμβουμε. Σύμφωνα μ’ αυτή τη λογική του, τύχη και λάθος, ατυχία και σωστός σχεδιασμός, καπατσοσύνη και πονηρία, τρικλοποδιά και «αγώνας στα ίσα», τίποτα μα τίποτα δεν έχουν ΤΕΛΙΚΩΝ νόημα : μετρά το «δια ταύτα» : Πέτυχες ή απέτυχες, τελεία και παύλα, τα υπόλοιπα είναι κουβέντες παρηγοριάς για τους αδύναμους, τους στερημένους προσόντων, τους άτολμους, αν όχι για τους οκνηρούς.

«Η ζωή είναι ο θάνατός σου η ζωή μου», μου λέει, διευκρινίζοντάς μου, πως δεν έχει νόημα ο ίδιος ΗΘΙΚΑ πώς το αξιολογεί αυτό το «δόγμα», («προσωπικά», μου λέει, «δεν το αποδέχομαι στο επίπεδο της ηθικής, όμως, η ιστορική πραγματικότητα δεν προχώρησε ποτέ με προσήλωση στην ηθική» -και σε τούτο, πάντα είχα μεγάλη δυσκολία να τον αντιμετωπίσω με «πραγματικά» παραδείγματα), κάτι που όταν μου το έλεγε κατέληγε πάντα σε ομηρικές διαμάχες.

Στη σημερινή μας κουβέντα, στη καφετέρια που πίναμε το καφέ μας και για πολλοστή φορά αναπτύσσαμε τις διχογνωμίες μας, απέναντι κάθονταν ένας «φουσκωτός», από τους πολλούς που βλέπω στις διάφορες καφετέριες.

Έδειξα του φίλου μου με τα μάτια τον «φουσκωτό».

«Τον βλέπεις;» του λέω.

«Τον βλέπω» μου λέει.

«Αυτός ο άνθρωπος» λέω, «κατά πάσα πιθανότητα, ανήκει στη δούλεψη κάποιας «οικογένειας» που ελέγχει τη περιοχή και πουλά προστασία».

«Το ξέρω» μου είπε ο φίλος μου.

«Αυτές οι «οικογένειες», βγάζουν εκατομμύρια μαύρα λεφτά, που εξόν από μαύρα στηρίζονται στο έγκλημα και στη απάτη».

«Κι αυτό το ξέω», που είπε ο φίλος μου.

«Με οικονομικούς όρους, είναι οικογένειες πάμπλουτες. Με εκατομμύρια καταθέσεις, με πολυτελή σπίτια, πολυτελή αυτοκίνητα».

«Και;»
«Θέλω να σε ρωτήσω. Θεωρείς τον πλούτο τους «φυσική επιλογή» ή «Θεία Πρόνοια»»; ρώτησα.

«Φυσικά», μου απάντησε. «Βλέπεις σε μικρογραφία, μια προστασία που μπορεί να συμβαίνει και σε κρατικά επίπεδα, και στις διεθνείς σχέσεις. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, για να φέρω ένα παράδειγμα, στη διεθνή σκηνή, δεν πουλούσαν στην ουσία «προστασία» από κατασκευασμένα πολλές φορές αντίπαλα δέοντα; Αν τούτη η προστασία που βλέπεις εδώ στη καφετέρια, είναι ανήθικη, μπορείς να που φέρεις ένα πειστικό παράδειγμα , από όποιος χώρο της οικονομικής, κοινωνικής, κρατικής, εθνικής ή διεθνούς δραστηριότητας που ανήθικες πρακτικές, ακριβώς σαν αυτή που περιγράφουμε εδώ, δεν είναι πανταχού παρούσες και τα πάντα πληρούσες»;

«Και η υποχρέωση» του είπα για χιλιοστή φορά από τότε που θυμάμαι τους εαυτούς μας να συζητούν, «ο άνθρωπος να αγωνιστεί για να αλλάξουν όλα αυτά, αυτή η έννοια και η πρακτική σημασία ενός τέτοιου αγώνα δεν έχει σημασία για σένα;»

«Αντιθέτως! Λέω αγωνίσου! Όμως, επίσης λέω : τι κατάφερες; Τι καταφέρνει ο άνθρωπος που λες, πέρα από  όσα η φυσική επιλογή, ή η Θεία Πρόνοια για τους θρήσκους έχει ήδη αποφασίσει;»

«Μονόδρομος λοιπόν;»

«Μονόδρομος», μου είπε. Και πρόσθεσε γελώντας : «Ακόμα κι αν κάποια στιγμή, βρεις κάτι άλλο εξόν από τον μονόδρομο, κι αυτό είναι φυσική επιλογή ή Θεία Πρόνοια. Κάποια στιγμή, ξέρεις, θα συμφωνήσεις μαζί μου».

«Τι να καταλάβω;» του είπα. «Ότι μπορώ να στρατολογήσω δέκα «χτισμένους» πιτσιρικάδες από τα γυμναστήρια της γειτονιάς, να τους οργανώσω, και να στείλω ένα σε κάθε κατάστημα και με το καλό ή με τον κακό, και πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις με το κακό, να αρχίσω να πουλώ προστασία με δύο τρία χιλιάρικα το μήνα, και είτε με πιάσουν είτε δε με πιάσουν, να έχω έτοιμη τη δικαιολογία ότι αυτό ήταν φυσική επιλογή ή Θεία Πρόνοια; Ξέρεις κάτι; Το ότι οι κοινωνίες κατόρθωσαν να μην είναι πια ζούγκλες αυτό οφείλεται στο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των απλών ανθρώπων έχουν ακριβώς αυτές τις ηθικές αναστολές, και δεν θέλουν ή δε μπορούν να επιδιώξουν να επιβιώσουν πατώντας επί πτωμάτων. Φαντάζεσαι ΟΛΟΙ να ήταν τόσο «αποφασιστικοί» στο όνομα της φυσικής επιλογής ή της Θείας Πρόνοιας, και να επιδίωκαν τη δύναμη ή τον πλούτο με όποιο δυνατό κι όχι όποιο ηθικό ή νόμιμο τρόπο;»

«Σου απάντησα νομίζω και σ’ αυτό», μου είπε. «Το ότι η πλειοψηφία σου είναι αυτή που είναι, κι αυτό είναι ίδιον της ανθρώπινης φύσης,  ή της φύσης που καθόρισε ο Θεός σου, μη ξεχνάς το να γυρνάς και το άλλο μάγουλό σου όταν σε ραπίζουν, αρνείσαι ότι κι αυτό είναι φυσική επιλογή ή Θεία επιλογή; Τι μου λές τώρα;»

Κάπου εκεί χαιρετηθήκαμε, η ώρα είχε περάσει. Πριν τον καληνυχτίσω, του είπα : «Πάντως ευτυχώς για τα δικά μου ιδεώδη, όχι ποτέ δεν το επιχείρησα, μα ποτέ μου δε σκέφτηκα πώς θα βρω μια χρυσή ευκαιρία να τα οικονομήσω, στέλνοντας στον άλλο κόσμο έναν συνάνθρωπό μου, ή, ακόμα, «απλά», καταστρέφοντας τη ζωή του. Σύμφωνα με τα πιστεύω σου, πρέπει να είμαι μια παρά φύση πραγματικότητα».

«Κι αυτό φυσική επιλογή είναι. Αλλά, κοίτα γύρω σου. Απλά, κοίτα γύρω σου…» μου είπε γελώντας κι έφυγε.

Σκέφτηκα, όταν έμεινα μόνος, πόσο ενοχλητικός ήταν ο φίλος μου με τις ιδέες του αυτές. Όμως τότε, αναρωτήθηκα, πώς μπορώ να τον κάνω παρέα; Φυσικά δεν είναι «κολλητός» μου, πίνουμε ένα καφέ αραιά και που όταν τυχαίως συναντιόμαστε στο δρόμο, κι αυτό όταν δεν έχουμε κάτι άλλο να κάνουμε. Όμως, σκέφτηκα επίσης, πόσο πιο ενοχλητικό είναι, η ίδια η ιστορία, η ίδια η ζωή, να προσφέρει τόσα επιχειρήματα σ΄ αυτόν, και τόσο λίγα σε μένα. Επομένως, το ενοχλητικό δεν είναι ο φίλος μου αυτός, το ενοχλητικό είναι πως δεν αγωνιστήκαμε όσο έπρεπε, δεν αγωνιζόμαστε όσο πρέπει, όσοι θέλουν να πιστεύουν, να πιστεύομε, «σε κάτι άλλο», εξόν από τη πραγματικότητα της ζούγκλας που διεκδικεί τη κυριαρχία της, ναι, αυτό είναι μια φυσική επιλογή : το να πετυχαίνεις τόσα, για όσα πραγματικά και με σθένος πάλεψες, κι όχι για όσα φώναξες ή διαμαρτυρήθηκες καθισμένος ή και στους δρόμους, αλλά, στη λογική της εκτόνωσης και σποραδικά και που. Πόσο ενοχλητικό είναι ισχυροί θεσμικοί παράγοντες, όπως π.χ. η Εκκλησία, να «δέεται» για την ανακούφιση των αδυνάμων και φτωχών, μοιράζοντας συσσίτια. Είναι κακό πράγμα τα «συσσίτια»; Εξαίσιο απαντώ. Μα, θα ήταν πράγματι ιερή πράξη, αν η Εκκλησία τόλμαγε να καυτηριάζει ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΤΙΣ ΑΙΤΙΕΣ αυτής τους της αδυναμίας και τη φτώχειας. Αντίθετα με άλλους που θέλουν την Εκκλησία με καθαρά θεολογικό, υπερφυσικό και υπερβατικό λόγο, εγώ, όπως κάθε Θεσμό που δραστηριοποιείται ΕΝΤΟΣ της κοινωνίας, τη θέλω ΕΠΙΣΗΣ ΜΕ ΛΟΓΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ (όχι κομματικό, επαναλαμβάνω πολιτικό υπό την έννοια της τοποθέτησης στο πολιτικό γίγνεσθαι σε συνδυασμό με τις ίδιες τις θρησκευτικές αξίες που ευαγγελίζεται). Να στηλιτεύει τις όποιες εξουσίες, πολιτικές, οικονομικές, εθνικές, ξένες, που παράγουν αθλιότητα, ΝΑ ΤΙΣ ΣΤΗΛΙΤΕΥΕΙ ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΕ ΥΠΟΝΟΟΥΜΕΝΑ. Ο άμβωνας της Εκκλησίας, θα μπορούσε να συνεισφέρει πολύ πιο πρακτική βοήθεια στο αδύναμο και φτωχό ποίμνιο, από τις δεήσεις για τη σωτηρία του και το (κατά τα άλλα σημαντικό) πιάτο φαΐ στα συσσίτια της ενορίας, πράξη επαναλαμβάνω αξιέπαινη.

Ίσως με ρωτήσει κάποιος : «Ο φίλος σου που μνημονεύεις, ανήκει στους δυνατούς, στους πλούσιους, ή στους αδύναμους και φτωχούς;»

Ανήκει στους δεύτερους, διαφορετικά η συζήτηση μαζί του, δεν θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. (Και λέγοντας «φτωχός» δεν εννοώ πένης, εννοώ «μη πλούσιος»). Είναι αλήθεια ότι ο φίλος μου αυτός, ανήκει σ’ εκείνη τη κατηγορία ανθρώπων που στηρίζουν μια ιδεολογία που δεν είναι ότι δεν τους έχει ευνοήσει ατομικά, μα και που πλήττεται το ίδιο δεινώς όσο και οι πολέμιοι του νεοφιλελευθερισμού. Δεν υποστηρίζει όσα υποστηρίζει διότι έχει συγκεκριμένα οικονομικά οφέλη απ’ όσα πρεσβεύει, οπότε και θα είχε λογική η όποια λογική του τύπου, «αφού εγώ ωφελούμαι, από εκεί και πέρα, γαία, πυρί, μιχθήτω». Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο, χωρίς ιδιαίτερη δυστροπία τον ακούω και συζητώ μαζί του, πράγμα που δεν θα συνέβαινε το ίδιο εύκολα, αν γνώριζε πως υποστηρίζει σήμερα ό,τι υποστηρίζει διότι απλά εκεί βρίσκεται το συμφέρον του, και αύριο, με την ίδια ευκολία θα απεμπολήσει την ιδεολογία του, κρυφά ή φανερά, αν κάποια άλλη, τον εξυπηρετεί καλύτερα, πάντα σε ατομικό επίπεδο, ούτε καν σε επίπεδο μελλοντικού συμφέροντος των παιδιών του, την οποία με την ίδια ευκολία θα ασπαστεί. Και φυσικά, η εκτίμησή μου αυτή, ισχύει σε κάθε περίπτωση ιδεολογικής ανιδιοτέλειας και συμπεριφοράς γενικότερα, οιουδήποτε χρωματικού ιδεολογικού φάσματος, ανεξάρτητα αν τις αποδέχομαι ή όχι, μερικά ή ολικά.