Η απώλεια της Ελληνικής Δημοκρατίας και η δημοκρατική προοπτική

Του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου
Τί προσπάθησα να αποφύγουμε οι Έλληνες τόσα χρόνια μέσα στην κρίση; Γιατί έγραφα, όσα έγραφα και υπερασπιζόμουν όσα υπερασπίστηκα με την έννοια της ριζοσπαστικά δημοκρατικής και φιλελεύθερης προόδου και όχι της οπισθοδρόμησης ή της ιστορικής φάρσας;
Αυτό που είδε και τρόμαξε ο Μαρξ ήδη μεταξύ 1848-49. Ναι, από τόσο παλιά! Μετά από αυτόν το ζήτημα απασχόλησε πολλούς και σημαντικούς οικονομολόγους, πολιτικούς αναλυτές, φιλοσόφους, κοινωνιολόγους, καθώς και κάθε μορφή ........
δημοκρατικού κινήματος, που καταγίνεται με κρίσεις Κεφαλαιοκρατικών συστημάτων. Τον κίνδυνο η οικονομική κρίση στην Ελλάδα να μεταβληθεί σε κρίση δημοκρατικού φρονήματος μέσα σε μια γενικότερη κρίση με δύο δομικά χαρακτηριστικά: απώλεια εμπιστευτικότητας (loss of confidentiality) και απώλεια διαθεσιμότητας (loss of availability) των θεσμών της Ελληνικής Δημοκρατίας. Έτσι Πολιτεία και Κοινωνία δεν μπορούν να επιτελέσουν την προβλεπόμενη με όρους δημοκρατικού καθεστώτος, λειτουργία. Η πολιτεία δεν δουλεύει σύμφωνα με το Σύνταγμα, η κοινωνία δεν μπορεί να συγχρονιστεί με την αγορά, ενώ η κοινωνικοποιητική διαδικασία διαταράσσεται εξαιτίας διάχυτης δυσπιστίας και κρίσης στον πυρήνα εμπιστευτικότητας της πληροφορίας.
Το «προϊόν» Ελληνική Δημοκρατία, ωστόσο, δεν βρίσκεται πλέον σε κρίση, όπως η εθνική οικονομία μας, η οικονομία της αγοράς μας και οι θεσμοί κράτους και κοινωνίας, αλλά… απωλέσθη ουσιαστικά, αν και παραμένει ως κατηγορία στο μυαλό μας για την πρακτική άσκηση εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Στο βαθμό, φίλε μου, που εισήλθαμε στο φάσμα της απώλειας διαθεσιμότητας της Ελληνικής Δημοκρατίας, το συνολικό θεσμικό προϊόν παύει να επιτελεί την  προβλεπόμενη από την πολιτική - ή όπως την αντιλαμβάνονται οι μηχανικοί συστημάτων, χωροχρονική του δομή – λειτουργία του. Και τότε το προϊόν παύει να έχει ατομικό, δηλαδή ολοκληρωμένο χαρακτήρα, ή η μηχανή παύει να παράγει, ή το εθνικό κράτος χάνει την δυνατότητα να ορίζεται στη βάση ενός συμφέροντος που θεμελιώνεται στην λαϊκή κυριαρχία. Το αστικό κράτος παύει να έχει έννοια για την ύπαρξη του πολίτη και ο πολίτης έννοια για την ύπαρξη του κράτους. Πολίτης και κράτος χάνουν έτσι την αλληλο-διαμορφωμένη έννοια τους, αποσυντονίζονται, αλληλο-υπονομεύονται, αλληλοκατηγορούνται, αλληλοκαταργούνται ως ουσιαστικές για την ύπαρξη κατηγορίες, ενώ αμφότερα αναζητούν μια άλλη δομή πολιτικής έκφρασης, η οποία εκ των πραγμάτων θέτει σε αμφισβήτηση την χρησιμότητα της ελευθερίας και της ισότητας.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον διαστρέφεται η σχέση ελευθερίας - ισότητας, όπως και η ανταγωνιστική σχέση πολιτικών δυνάμεων και ιδιαίτερων κοινωνικών στρωμάτων με περισσότερο ή λιγότερο διαμορφωμένη ταξική συνείδηση. Φοβάμαι όμως πως αυτό είναι ικανοί να το χωνέψουν  καλύτερα οι μηχανικοί συστημάτων παρά οι πολιτικοί και το κίνημα. Είναι τρομερό αυτό που συμβαίνει στις μέρες μας: πολιτικοί επιστήμονες να συνεννοούμαστε καλύτερα με τους μηχανικούς παρά με τους παραδοσιακούς φορείς της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής δράσης. Είναι και αυτό σύμπτωμα κάποιας απώλειας. Η τεχνολογία έφτασε σε τέτοιο σημείο εξέλιξης που γίνεται αιτιατός μηχανισμός ανατροπής των παραγωγικών σχέσεων παγκοσμίως. Άρα, μάλλον φυσιολογικό είναι το «τρομερό»! Δεν γνωρίζω αν τον καπιταλισμό θα ανατρέψει από μέσα η τεχνολογία, αντί για το ανασχηματιζόμενο προλεταριάτο, αλλά δομικό ζήτημα για την μορφή ιδιοκτησίας και διοίκησης των μέσων παραγωγής έχει ήδη θέσει και ας μην το καταλαβαίνει ο οικονομολόγος των κλασικών οικονομικών. Πώς να το καταλάβει; Η τεχνολογία τον υπερβαίνει: αυτόν όπως και εμένα και εσένα και τον νομικό στο διπλανό γραφείο. Τι καταλαβαίνει ο μηχανικός, δίχως να το αντιλαμβάνεται πιθανότατα πολιτικά;  Πως στο βαθμό που η απώλεια εμπιστευτικότητας συνδυαστεί με την απώλεια διαθεσιμότητας τα συστήματα καταρρέουν για δύο λόγους: είναι άχρηστα για τους εξωτερικούς παράγοντες ισχύος και άχρηστα ως ευφυή μοντέλα διακυβέρνησης. Διαταράσσεται ο αυτοματισμός που τα χαρακτηρίζει ως λειτουργικές δομές. Οι επιμέρους έννοιες που ορίζουν τις σχέσεις των  ιδιαίτερων μερών τους παύουν να λειτουργούν στο πλαίσιο κάποιας πολιτικά ενιαίας, συνεκτικής νομιμοποιητικής αφήγησης. Υπάρχουν ως άναρχο συνονθύλευμα που προκαλεί μάλλον σύγχυση παρά μήνυμα για συντονισμένη δράση. Δεν είναι δυνατόν να παραχθεί αποτέλεσμα στη βάση: στόχος, στρατηγική, πρόγραμμα. Η αυθαιρεσία αποσυνταγματοποιείται. Χάνει τον συντακτικό της χαρακτήρα δηλαδή.  Η ισότητα και η ελευθερία, ως δομικά στοιχεία του ώριμου μοντέρνου κράτους δεν συλλειτουργούν στο πλαίσιο κάποιας παρηγορητικής κεφαλαιοκρατικής αφήγησης και η Αστική Δημοκρατία βρίσκεται σε φάση απώλειας στήριξης. Η εποχή της επανάστασης έφτασε. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως έφτασε και η επανάσταση. Οι συνθήκες ορισμού της αναγκαιότητάς της δημιουργήθηκαν, όχι οι συνθήκες πραγματοποίησής της!
Ξέρω πως στενοχωρώ τους φίλους μου, οπαδούς της «διαρκούς επαναστάσεως», αλλά τι να κάνω, να πω ψέματα; Να μην πω πως το «διαρκές» αντιφάσκει με την ίδια την έννοια της επανάστασης; Να μην πω πως η ίδια η τεχνολογική εξέλιξη μπορεί να υπερβεί την  μοντέρνα (βιομηχανική) σχέση και αντίθεση μεταξύ επανάστασης και σοσιαλιστικής μεταρρύθμισης; Θέλετε να αγνοήσω την μεγαλύτερη προσφορά του ίδιου του Μαρξ στην κατανόηση της ιστορικής εξέλιξης; Δεν μπορώ! Πώς μπορώ να ξεχάσω πώς αυτός και ο Έγκελς διαχειρίστηκαν μια ανάλογη με την ελληνική κατάσταση, στην Γερμανία του τέλους του 1840. Και εκεί, όπως σήμερα στην Ελλάδα, οι συνθήκες ορισμού της αναγκαιότητας της επανάστασης είχαν δημιουργηθεί, αλλά ο Μαρξ με τον φίλο του Έγκελς αφήνουν άφωνους τους Γερμανούς συντρόφους τους κομμουνιστές, υποστηρίζοντας ένα πρόγραμμα αστικού εκδημοκρατισμού και παραγωγικού εκσυγχρονισμού (ένα πρόγραμμα Ριζοσπαστικής Δημοκρατίας) υπό τον τίτλο: «Αιτήματα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας», μέσω της εφημερίδας του Neue Rheinische Zeitung (NRZ). Με αυτό ζητούσαν την συμμαχία του προλεταριάτου της εποχής με τα μεσαία στρώματα (την ρεπουμπλικανική μπουρζουαζία, όπως ο ίδιος έγραφε) για να αντιμετωπίσουν από κοινού την αντιδραστική ευρωπαϊκή ελίτ που αποτελούσε διπλό κίνδυνο: απώλεια της έννοιας του εθνικού συμφέροντος σε συνδυασμό με απώλεια του λαϊκού συμφέροντος στην χώρα του. Η μαζική προλεταριοποίηση μεγάλης μερίδας των μεσοστρωμάτων στην Πρωσία της εποχής αντί να ενισχύει την προλεταριακή συνείδηση, την αλλοίωνε και αυτό απαιτούσε διαφορετική πολιτική δράση από εκείνη που θα απαιτούσε το αντίθετο. Η θεωρία δεν δούλευε στη πράξη και απαιτείτο όχι άλλη θεωρία, αλλά άλλη πολιτική στρατηγική και διαφορετικές κινήσεις στο επίπεδο της πολιτικής τακτικής.
Το πρωταρχικό και θεμελιώδες ζήτημα ήταν να μην απολεστεί η δομή εντός της οποίας θα είχε έννοια ο αγώνας για ελευθερία και ισότητα. Το κέλυφος της δράσης για κοινωνική χειραφέτηση. Το κρίσιμο ήταν να μην σαρώσουν από το εξωτερικό την χώρα οι αντιδραστικές δυνάμεις με την βοήθεια των συμμάχων τους από το εσωτερικό.  Αν συνέβαινε αυτό θα χανόταν η στοιχειώδης θεσμική δομή και η συνοδευτική ως προς αυτήν κουλτούρα που όριζαν τον εργαζόμενο ως φορέα στοιχειωδών έστω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Αν κυριαρχούσαν απολύτως οι αντιδραστικές δυνάμεις, οι οποίες και τότε όπως και σήμερα επιχειρούσαν να ενοποιήσουν την Ευρώπη υπό το σκήπτρο μιας ελίτ που θα ήλεγχε την κίνηση κεφαλαίων, την εργασία και το εμπόριο, ένα ολοκληρωτικό σύστημα διακυβέρνησης θα κατέστρεφε απολύτως αυτά που είχαν ιστορικά κατακτηθεί από τον κοινό αγώνα των επιμέρους εργατικών κινημάτων, των κομμούνων και της διανόησης.
Το κέλυφος του εθνικού κράτους σε μια τέτοια περίπτωση έμοιαζε σαν την μοναδική ασπίδα των εργαζομένων, των αυτοαπασχολούμενων, των επιστημόνων και των μικρομεσαίων επιχειρηματιών. Αυτή η ασπίδα μπορούσε και έπρεπε να χρησιμοποιηθεί και αυτό ήταν δυνατόν μόνον στο πλαίσιο μιας πολιτικής συμμαχίας των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων. Αυτό ακριβώς είναι κατά την άποψη του γράφοντος και το ζήτημα σήμερα στην Ελλάδα, υπό μία προδήλως εντελώς διαφορετική συνθήκη. Η απώλεια της Ελληνικής Δημοκρατίας της μεταπολίτευσης του 1974, η οποία δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα με πολιτικά μέσα να «αποζημιώσει» τον λαό για την οικονομική καταστροφή που υφίσταται ώστε να μην υπάρξει ευρύτατη κοινωνική καταστροφή, δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε κατασυκοφάντηση της ίδιας της δημοκρατίας. Εάν συμβεί αυτό θα ρευστοποιηθούν κυριολεκτικά οι κοινωνικές και παραγωγικές σχέσεις στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα η διάθεση για ξεπούλημα του δημόσιου και ιδιωτικού πλούτου, καθώς και η εκπόρνευση των εργαζομένων να λάβουν γενικευμένα χαρακτηριστικά. Μετά από αυτό δεν θα έχει καν σημασία για την κοινωνία η απώλεια της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Κατά κάποιον καλά διερευνημένο από την ψυχολογία τρόπο, αυτό μάλιστα θα ενταχθεί σε μια λυτρωτική αφήγηση, η οποία θα ενισχύσει τον εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας, τον ατομισμό, την ψευδοσυνείδηση, όπως και τις πλέον αποκρουστικές ρατσιστικές εκδηλώσεις και αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, είτε στην κοινωνία, είτε στην αγορά. Η απώλεια της Ελληνικής Δημοκρατίας, η οποία παρά τις έντιμες προσπάθειες αρκετών αγωνιστών από ολόκληρο το δημοκρατικό φάσμα, έχει ήδη συντελεστεί, δεν πρέπει να οδηγήσει σε μία τυπικής μορφής χούντα, όπως και στην διεύρυνση του εκφασισμού της ελληνικής κοινωνίας. Και αυτό μόνον μία ευρύτατη πολιτική σύμπραξη με την μορφή ενός συνεκτικού Δημοκρατικού Μετώπου που θα ξαναδώσει μία ευκαιρία στην πολιτική να διαχειριστεί την οικονομική άβυσσο, θα μπορούσε να επισυμβεί. Η Ελληνική Δημοκρατία εξαφανίστηκε κάτω από τα συντρίμμια που προκαλεί η πολυδιάστατη ελληνική κρίση. Αν μέσα από αυτά δεν φροντίσουμε οι δημοκράτες να αναγεννηθεί ένα σύγχρονο, πραγματικά δημοκρατικό και φιλελεύθερο αστικό κράτος, ουσιαστικά θα έχουμε χάσει και την ευκαιρία να διαπραγματευτούμε από θέση ισχύος ένα υψηλότερο επίπεδο στην σχέση ελευθερίας – ισότητας στο μέλλον. Αυτή η έγνοια υπήρξε το δημιουργικό κίνητρο του προσωπικού μου προβληματισμού και των προτάσεων που άρθρωσα μέχρι σήμερα για την αντιμετώπιση της κρίσης.