Ένας νέος φονταμενταλισμός γεννιέται στην Ευρώπη : αυτός είναι το πραγματικό φίδι, που (ανα)γεννά ολοκληρωτικά ηγεμονικά οράματα…

Γράφει ο Βασίλης Δημ. Χασιώτης 

Σχολιανά 200



(το τελευταίο άρθρο της σειράς «Σχολιανά»)

Ο καιρός της μικροπολιτικής πέρασε : ο επόμενος αιώνας θα φέρει τον αγώνα για κυριαρχία σε όλη τη γη – τον καταναγκασμό γι μεγάλη κλίμακα… Αχ! Αν ξέρατε μόνο πόσο γρήγορα, πόσο πολύ γρήγορα, τα πράγματα –θα είναι αλλιώς!

(Φρίντριχ Νίτσε : Πέρα από το καλό και το κακό, εκδ. Νησίδες, σελ. 106, 114)

Οι μεγάλοι άρχοντες…, ένα σωρό ονόματα ξεσηκωθήκανε να πάνε για το «μεγάλο πλιάτσικο». Και κοντά σ’ αυτούς ο κοσμάκης, άλλοι με πίστη στο Θεό κι άλλοι με πίστη στην κλεψιά, ενθουσιαστήκανε κι αυτοί και ετοιμαζόντουσαν. Ευλογούσανε οι ιερείς, κάνανε σχέδια οι ευγενείς και ακονίζανε τα μαχαίρια οι λαϊκοί. Η Σταυροφορία ετοιμαζότανε.

Νίκος Τσιφόρος : Σταυροφορίες, εκδ. Ερμής, Αθήνα, 1981, σελ. 12


Η Γερμανία, εξελίσσεται σταθερά πλην ραγδαία, σε φορέα φονταμενταλιστικών αντιλήψεων, προτεσταντικής τούτης.......
απόχρωσης, μέσα στην ίδια την Ευρώπη. Μια φονταμενταλιστική αντίληψη, που μεταφέρει σε ενδοευρωπαϊκό επίπεδο τη λογική μα και τις συνέπειες άλλων φονταμενταλιστικών αντιλήψεων, σε διεθνές επίπεδο. Η Γερμανία, τόχω ξαναγράψει, δεν προωθεί την επιβολή ενός οικονομικού μοντέλου, του δικού της οικονομικού μοντέλου, στους «εταίρους» της, μα προωθεί την επιβολή ενός καθολικού πολιτιστικού προτύπου, του δικού της πολιτιστικού προτύπου, στην Ευρώπη, ξεκινώντας το πείραμά της, από τους οικονομικά πιο αδύναμους κρίκους της Ευρωπαϊκής (οικονομικής) Ένωσης.

Το είδος  του οικονομικού συστήματος που επιλέγεις, που σου «ταιριάζει», δεν είναι καθόλου άσχετο με το είδος της πολιτισμικότητας που εκφράζεις και ακολουθείς. Πάνω σ’ αυτή τη «λεπτή» και ουσιώδη, αλλ’ όχι πάντα προβαλλόμενη πλευρά της οικονομίας και των αγορών, έχουν κατασκευαστεί και υιοθετηθεί διεθνείς και παγκόσμιες στρατηγικές και πολιτικές, που σε κάθε περίπτωση, μια κυρίαρχη τη κάθε φορά κουλτούρα, επιχειρούσε άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο αποτελεσματικά, να επιβάλλει εν τέλει τη δική της κοσμοθεωρία, όπου μπορούσε να την επιβάλλει, και μέσα σ’ αυτή τη κοσμοθεωρία, βεβαίως, κυρίαρχο στοιχείο ήταν και η αντίληψη που είχε για θεμελιώδη πολιτικά, κοινωνικά και ανθρώπινα ζητήματα, όλα αλληλένδετα, όπως η δημοκρατία, τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, η σχέση οικονομικών και κοινωνικών στοχεύσεων και κυρίως τι προηγείται του άλλου από πλευράς σημασίας για τον άνθρωπο και τη κοινωνία, κ.λπ.

Ας σημειώσω και κάτι ακόμα, ειδικώς για τον γερμανικό ευρωπαϊκό φονταμενταλισμό, τον τρεχόντως κυρίαρχο στην ηπειρωτική Ευρώπη, πως όταν αναφέρομαι στον προτεσταντισμό, αυτό δεν το κάνω τυχαία ή από κάποια εμμονή : το κάνω διότι αποτελεί τον πλέον ισχυρό πυλώνα του γερμανικού πολιτισμικού οικοδομήματος, διότι πέραν των άλλων, είναι εκείνη η πίστη, που παρέχει μια πρακτική βάση για την ανάδυση ομοίως πρακτικών πολιτικών στοχεύσεων και διεργασιών. Αν και, μιλώντας περισσότερο «κυριολεκτικά», έχω την αίσθηση ότι βρισκόμαστε μπρος σε ένα νέο-προτεσταντισμό, αφού ο νεοφιλελεύθερος ολοκληρωτισμός, επιχειρεί τη διάλυση εκείνης της τάξης, που ήταν η κατ’ εξοχήν «ευνοημένη» από το καλβινιστικό πνεύμα της εποχής της Αναγέννησης και μετά, δηλαδή της μικρομεσαίας αστικής τάξης, ενώ δεν λείπουν π.χ. και σαφείς αντιμονοπωλιακές αναφορές στη λουθηρανή π.χ., διδασκαλία. Υπ’ αυτή την έννοια, αυτή η επιλεκτική «καταστρατήγηση» του «προτεσταντικού πνεύματος», ίσως να εξηγεί και τον βάσιμο ισχυρισμό, γιατί ο σύγχρονος νεοφιλελευθερισμός, πράγματι, στοχεύει στην αναβίωση του Μεσαίωνα, ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του οποίου, ήταν η απουσία μεσαίας τάξης στη κοινωνική διάρθρωση εκείνης της εποχής. Και είναι ακριβώς αυτό το πιο επικίνδυνο σημείο στην όλη υπόθεση, δηλαδή, ότι έχουμε μια θανάσιμη εμπλοκή του θρησκευτικού στοιχείου με την πολιτική, που οδηγεί σε θεοκρατικές αντιλήψεις για πολύ πρακτικά κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά ανθρώπινα ζητήματα, και ιδίως μιας θρησκευτικής αντίληψης που υποθάλπει στον οικονομικό και κοινωνικό δαρβινισμό και προάγει την αντίληψη του δικαίου του ισχυρού. Κι όχι απλά μιας οποιασήποτε «υπεροχής» : μιας «υπεροχής» «προκαθορισμένης», από τη «Θεία Πρόνοια», που ανάμεσα σε άλλα «προνοεί» για τα κέρδη, τις οικονομικές αποτυχίες και αποτυχίες, ίσως για τις τιμές των μετοχών στα χρηματιστήρια και γιατί όχι, ίσως και να αναγορεύει ένα έθνος σε έθνος «Κυρίων» και άλλα σε έθνη «υποτελών» στο παρπάνω έθνος «Κυρίων». Και μιας όχι μόνο οι επιτυχίες μα και οι αποτυχίες είναι ζήτημα «Θείας Πρόνοιας», συμπεραίνω ότι η Γερμανία δεν θα πρέπει να μέμφεται καμία ανθρώπινη οντότητα ή κατάσταση που προηγούμενες (ένοπλες) απόπειρές της για πανευρωπαϊκή επικράτηση απέτυχαν, απέτυχαν προφανώς λόγω του αδήριτου προδιαγεγραμμένου μονόδρομου, όπως επίσης συμπεραίνω, ότι δεν παύει να επιχειρεί να κατακτήσει εκ νέου τη Θεία Εύνοια, με μια «πετυχημένη» τούτη τη φορά «βολή»…

Σε ό,τι αφορά τη γερμανική πνευματική παράδοση, ας μου επιτραπεί να πω, δεν είχε δική της αξιόλογη «αυτόχθονη» πολιτική και κοινωνική κοσμοθεωρία  πριν ας πούμε τρείς με τέσσερις αιώνες, πέραν εκείνης που τότε άρχισε να αναδύεται από το προτεσταντικό πνεύμα. Η πολιτική και κοινωνική γερμανική φιλοσοφία, όσο μπορώ να έχω κάποια –στοιχειώδη ομολογώ- άποψη γι’ αυτή, θαρρώ ότι, τους τελευταίους αιώνες, κατά τους οποίους εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε, δεν πρόσθεσε και πολλά σε όσα θεμελιώδη η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, π.χ., ήδη πολύ πριν είχε αναπτύξει σε όλα τα πεδία με τα οποία ασχολήθηκε, πέραν ίσως κάποιων πολύ εξεζητημένων ενίοτε εννοιολογικών και λεκτικών ακροβασιών που συναντάμε στη σύγχρονη φιλοσοφία, στη οποία το ειδικό βάρος της γερμανικής φιλοσοφίας είναι όντως αξιόλογο, που δεν ξέρω όμως, στο πρακτικό πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι τι ακριβώς πρόσφεραν.

Όμως αυτή η πολιτισμική κληρονομιά της Γερμανίας, είναι ακριβώς η ουσία αυτού που λέμε «μεσαιωνική κατάσταση», η στιγμή όπου το κέρδος και η επιτυχία όχι να απενοχοποιούνται (πράγμα που δεν θα ήταν καθόλου λάθος), μα να «προάγονται» και σε ενδείξεις αν όχι αποδείξεις της παρουσίας της Θείας Χάριτος στον «επιτυχημένο» άνθρωπο, και ομοίως να θεωρείται ένδειξη Θείας Δυσαρέσκειας η οικονομική αποτυχία, η κατάσταση της «φτώχεια» και φυσικά κάθε είδους δυσάρεστες ανθρώπινες καταστάσεις ή αδυναμίες. Είναι το Δόγμα – Όραμα κάθε οπαδού της Γυμνής Δύναμης, του Φυσικού Δικαίου και κάθε οπαδού της θεωρίας ότι η κοινωνία στην ουσία είναι «κάτι» που δεν υπάρχει ή δεν θα έπρεπε να υπάρχει, όπως και κάθε άλλη έννοια και παράμετρος που συνδέεται μ’ αυτή, όπως «κοινωνικό κράτος», «κοινωνικά δικαιώματα», και από το σημείο αυτό κι έπειτα η αμφισβήτηση και κάθε πολιτικής αντίληψης που συνδέεται με την έννοια του κοινωνικού κράτους», είναι ένα βήμα μονάχα. Το επόμενο «φυσιολογικό» βήμα, είναι αυτό που οδηγεί στον προθάλαμο του ολοκληρωτισμού, της ασυδοσίας και των νόμων της ζούγκλας. (Είναι ίσως ενδιαφέρον να υπομνήσω ότι ο ίδιος ο Λούθηρος, το δόγμα του οποίου κυριαρχεί στη Γερμανία, χαρακτηρίζεται από ερευνητές, ως «τυπικός εκπρόσωπος του «ολοκληρωτικού χαρακτήρα», ενώ το δόγμα της πίστης του «…ήταν η πεποίθηση πως θα αγαπηθείς, αλλά με τον όρο να υποταχτείς», λύση που παρουσιάζει πολλά κοινά με την αρχή της πλήρους υποταγή…» [βλέπε π.χ. Erich Fromm, Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία, 5η έκδοση, Εκδ. ΜΠΟΥΚΟΥΜΑΝΗ, Αθήνα, 1971, σελ. 85 και 101]).

Και μιας αναφερόμαστε σε συνθήκες Μεσαίωνα, η σημερινή Γερμανία, που εξόφθαλμα πάει να επιβάλει τον ηγεμονισμό της και την πολιτική της –και ίσως όχι μόνο- θεολογία, όπως και τότε, στον Μεσαίωνα, ο «εξαγνισμός» και ή «άφεση αμαρτιών», κάποια περίοδο γίνονταν με την αγορά των παπικών συγχωροχαρτιών, έτσι και σήμερα, η νυν γερμανική πολιτική θεολογία, «εξαγνίζει» έθνη και κράτη, με τα σύγχρονα «συγχωροχάρτια» που είναι τα «Μνημόνιά» της, που εξόν από τον δημοσιονομικό και οικονομικό «εξαγνισμό» που προσφέρουν, προσφέρουν επίσης και την «ηθική κάθαρση», μέσω της προσφιλούς άλλωστε στη προτεσταντική ηθική πολιτικής της «εδώ και τώρα» τιμωρίας κάθε απολωλότος προβάτου.

Επίσης πρέπει ίσως να επισημάνουμε και τον προ-καπιταλιστικό χαρακτήρα τούτης της τρέχουσας νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, αφού η επιστροφή προς το Μεσαίωνα, επιχειρείται παράλληλα και με τη κατατροφή της ίδιας της ιδεολογίας του πλήρους ανταγωνισμού αλλά και του ίδιου στη πράξη, που αποτέλεσε και το θεμέλιο λίθο αυτής της ιδεολογίας και της έννοιας των «ελεύθερων αγορών» στη κλασική της σκέψη, και με την υποκατάσταση του πλήρους και ελεύθερου ανταγωνισμού ή εν πάση περιπτώσει ό,τι θα μπορούσε να διασώζει την εικόνα του «πλήρους και ελεύθερου ανταγωνισμού», με ολιγοπωλιακές οικονομικές δομές που τείνουν προς μονοπώλια και τη συσσώρευση του κεφαλαίου και φυσικά του πλούτου –και εκείθεν και της πολιτικής δύναμης- σε ολοένα και λιγότερα και ταυτόχρονα όλο και λιγόρερο διαφανή χέρια, κάτι που δεν χρειάζεται και πολύς κόπος να διπιστωθεί «μακροσκοπικά», χωρίς αναλύσεις και μελέτες.

Για να συνοψίσουμε με μια πρόταση : Η ανάδυση και επί της ουσίας η αυτοαναγόρευση του γερμανικού νεοηγεμονισμού, με εμφανή τα ολοκληρωτικά του χαρακτηριστικά και την εμμονή του στην υποταγή της Ευρώπης στο γερμανικό πρότυπο αλλά και στο ρόλο του ως σύγχρονου βιβλικού Κριτή, στις γερμανικές «θεμελιώδεις» «αρετές» της οργάνωσης γενικά, της αποτελεσματικότητας γενικά, της πειθαρχίας γενικά και της (γερμανικής) εγκράτειας γενικά, συνιστά η απαίτηση υιοθέτησης τούτων των γερμανικών «θεμελίων» εκ μέρους του άνω «Ηγεμόνος», την ευρωπαϊκή έκδοση του φονταμενταλισμού που βιώνουμε αυτές τις στιγμές.

Η Ευρώπη πολύ σύντομα, αν δεν απαλλαγεί έγκαιρα από τον θανάσιμο εναγκαλισμό του γερμανικού νέο-ολοκληρωτισμού και λέγοντας «Ευρώπη» εννοώ τους λαούς της, τις κοινωνίες της, και τις ηγεσίες που εξακολουθούν να μην έχουν στραμμένα τις πλάτες και τα νώτα τους σ’ αυτούς τους λαούς και σ’ αυτές τις κοινωνίες, θα κληθούν να αποφασίσουν, πάνω σ’ αυτό το κρίσιμο και ακανθώδες ερώτημα : τι είδους πολιτισμό και πολιτισμικά πρότυπα θέλουμε στην Ευρώπη; Το ερώτημα αυτό, αποτελεί τη Μητέρα όλων των υπόλοιπων ερωτημάτων, οικονομικών, πολιτικών, κ.λπ., και όσο αναλωνόμαστε σε απαντήσεις «επικουρικών» ερωτημάτων σε σχέση με το παραπάνω Μητρικό ερώτημα, πολύ απλά, θα βιώνουμε ό,τι σήμερα βιώνουμε, δηλαδή αδιέξοδα πολιτικά, οικονομικά και πολιτικά, διότι η έξοδος από το αδιέξοδο απαιτεί να μιλήσουμε κάποια στιγμή, για τα πολιτισμικά μας ανοιχτά ζητήματα στην Ευρώπη, μέσα στα οποία περιέχονται οι πολιτικοί, κοινωνικοί, οικονομικοί και πνευματικοί επί μέρους προβληματισμοί. Αν αυτό δεν γίνει, τότε ανοήτως θα προάγουμε σε φετίχ ομοίως ανόητες ή άνευ πρακτικής πολιτικής σημασίας ιδεοληψίες κάθε είδους και επί παντός του επιστητού, αριστερές, δεξιές, σοσιαλιστικές, κεντροδεξιές, κεντροαριστερές, ακροδεξιές, αριστεροαναρχικές, και ο χορός καλά θα κρατεί όσο μια ασύνδετη και χωρίς κοινό ρεπερτόριο ορχήστρα θα παίζει τόσα επιμέρους έργα, όσα το κάθε μέλος της ορχήστρας εκείνη τη στιγμή θα τούρχεται στο κεφάλι.