Γιατί το υπάρχον πολιτικό προσωπικό δεν μπορεί να σώσει τη χώρα

 Γράφει ο Γιώργος Κοκκόλης

Ζούμε ιστορικές στιγμές, δεν υπάρχει αμφιβολία για αυτό. Η χώρα προσέρχεται στις κάλπες μουδιασμένη, εθνικά ταπεινωμένη, με αβεβαιότητα για το μέλλον. Ο δικομματισμός έχει αλλάξει μορφή με τον ΣΥΡΙΖΑ να διεκδικεί με αξιώσεις την εξουσία κλείνοντας έτσι ένα κύκλο της Μεταπολίτευσης.
Από την 7η Μαΐου μέχρι τώρα, η χώρα μοιάζει να έχει πατήσει το ..........
πλήκτρο «pause». Η οικονομία είναι παγωμένη και τίποτα δεν κινείται μέχρι την διεξαγωγή των εκλογών και τον σχηματισμό κυβέρνησης. Στο διάστημα αυτό οι πολιτικές δυνάμεις έχουν επιδοθεί σε ένα πρωτοφανή πολιτικό πόλεμο τόσο χαμηλού επιπέδου που νομίζω (και ελπίζω) ότι προσβάλλει τη νοημοσύνη κάθε εχέφρονα πολίτη.
Με σποτάκια τελείως παρωχημένης αισθητικής και πολιτικής συνθηματολογίας, ύβρεις και αφόρητες γενικεύσεις, το πολιτικό προσωπικό αποδεικνύεται όχι απλά κατώτερο των περιστάσεων αλλά και παντελώς ανίκανο να διαχειριστεί το μέλλον της χώρας στην κρίσιμη αυτή συγκυρία.
Μπροστά στις 18 περίφημες θέσεις του κ. Σαμαρά και το πρόγραμμα του Αλέξη Τσίπρα για την αλλαγή πλεύσης και την κατάργηση του «παλιόχαρτου» αισθάνομαι πραγματικά την ανάγκη να αντιτάξω πέντε κορυφαία ζητήματα που περιμένουν -εις μάτην;- την απάντηση αυτών που διεκδικούν την ψήφο μας και αφορούν τα «αγκάθια» της ελληνικής οικονομίας.
Πρώτο και βασικό πρόβλημα του αδιέξοδου ελληνικού μοντέλου είναι ότι δεν ευνοεί τις επενδύσεις. Έχουμε μια οικονομία με κατακερματισμένες και μικρές επιχειρήσεις που χαρακτηρίζεται από υπερβολική ρύθμιση και κρατική παρέμβαση, η οποία μάλιστα γίνεται μέσα από περίπλοκες διαδικασίες αδειοδότησης και λειτουργίας. Σε αυτό το πλαίσιο έρχεται να προστεθεί η απουσία χωροταξικού σχεδιασμού και χρήσεων γης και μαζί ένα περίπλοκο και -κυρίως- ασταθές φορολογικό σύστημα, το οποίο όχι μόνο αλλάζει ανάλογα με τα γούστα της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας αλλά δεν δημιουργεί προοπτικές δημιουργίας επενδύσεων μεγάλης κλίμακας.
Το δεύτερο μεγάλο αγκάθι βρίσκεται στον μεγάλο και αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα. Δεν μιλάμε απλά για ένα ογκώδες Δημόσιο σε σχέση με το μέγεθος της χώρας και της οικονομίας αλλά για ένα δαιδαλώδες σύστημα οργανισμών που προσφέρει χαμηλής ποιότητας υπηρεσίες, το οποίο δεν είναι σε θέση να προσελκύσει στελέχη του ιδιωτικού τομέα και μαστίζεται από αλληλοεπικάλυψη ευθυνών και χαμηλή αποδοτικότητα. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί η απουσία μηχανογράφησης και ελέγχου των δαπανών που δημιουργεί ένα αφόρητο σύστημα το οποίο επηρεάζει καθοριστικά την παραγωγικότητα του ιδιωτικού τομέα.
Ακόμα, η Ελλάδα δεν εκμεταλλεύεται το εργατικό της δυναμικό και τις τεράστιες δυνατότητες που αυτό έχει. Οι εργοδότες εξακολουθούν να μην έχουν κίνητρα για προσλήψεις λόγω του δύσκαμπτου νομικού πλαισίου και της στρεβλής λειτουργίας της διαιτησίας, ενώ δεν υπάρχει επαρκής διασύνδεση των πανεπιστημίων με τις επιχειρήσεις. Μια ενδεικτική ματιά στους πίνακες του ΟΟΣΑ επιβεβαιώνει ότι η Ελλάδα παρουσιάζει την χαμηλότερη κινητικότητα ως προς το εργατικό της δυναμικό.
Ένα μεγάλο πρόβλημα που πρέπει να ληφθεί άμεσα υπόψιν είναι το μέγεθος της παραοικονομίας, η οποία δεν λειτουργεί απλά παρασιτικά αλλά σαν ένα «δεύτερο κράτος» μέσα στο κράτος, αφού καταλαμβάνει το 30% της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας. Μόνο για το 2009, τα 15-20 δισ. Ευρώ που δεν εισπράχθηκαν από το κράτος, ισοδυναμούν με το 7-9% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ σαν μέγεθος αποτελούν το 60-80% του ελλείμματος του 2010! Ελλείψει μηχανισμών και σύγχρονων πρακτικών, οι περισσότερες υποθέσεις πάνε στο αρχείο ενώ οι συνεχείς μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό δυσχεραίνουν την κατάσταση. Ταυτόχρονα, μεγάλη πληγή αποτελεί και η μαύρη αγορά εργασίας και η μη καταβολή των εργατικών εισφορών.
Τέλος, ένα επίσης κρίσιμο κομμάτι το οποίο όμως δεν επισημαίνεται συχνά στον δημόσιο διάλογο, αποτελεί το περίπλοκο και χρονοβόρο σύστημα απονομής δικαιοσύνης, το οποίο είναι και ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια για την επιχειρηματικότητα. Νόμοι πολύπλοκοι, διφορούμενοι και αλληλοαναιρούμενοι που επικαλύπτουν θέματα και αναθεωρούνται διαρκώς δεν συμβάλλουν στη δημιουργία ενός ξεκάθαρου πλαισίου προκειμένου να γίνει η χώρα ελκυστική για επενδύσεις.
Αυτές είναι σε λίγες γραμμές οι παθογένειες του ελληνικού οικονομικού μοντέλου. Φυσικά όλα αυτά δεν αποτελούν είδηση για όσους ασχολούνται σοβαρά με το ζήτημα- αποτελούν τα χρόνια προβλήματα που μας έφεραν στο σημερινό αδιέξοδο. Δεν άλλαξαν πριν από την 6η Μαΐου, δεν θα έχουν αλλάξει ως τη 17η Ιουνίου. Παρ' όλα αυτά κανείς δεν σοκάρεται που οι πολιτικοί αρχηγοί δεν μιλούν για αυτά αλλά αναλώνονται στο βλακώδες ζήτημα της καταγγελίας ή μη του Μνημονίου.
Κανείς επίσης δεν σοκάρεται που το μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ ξανασχεδίασαν τα οικονομικά τους προγράμματα (;) για να «θεραπεύσουν» παθογένειες που δεν έχουν αλλάξει. Προσερχόμαστε στις κάλπες πάλι χωρίς απαντήσεις για τα κορυφαία ζητήματα, χωρίς σχέδιο και με μόνο ζητούμενο την υποκλοπή της οργής των ψηφοφόρων. Καλά μυαλά...