Σχολιανά 115 Ένα σύνθημα στο τοίχο…

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης :

Απέναντι από την Ευαγγελίστρια, στη κεντρική πλατεία Περιστερίου, στο τοίχο δίπλα στο κινηματογράφο «ΦΟΙΒΟΣ», υπάρχει γραμμένο ένα σύνθημα : «ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΨΑΧΝΕΙΣ ΓΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ».

Αν μπορώ να κάνω ένα σχόλιο πάνω σ’ αυτό, είναι τούτο : ΣΥΜΦΩΝΩ ΑΠΟΛΥΤΩΣ…
Όμως, βλέποντας το σύνθημα αυτό, το μυαλό μου πήγε πολλές δεκαετίες πίσω…

Την εποχή της νιότης μου…

Όχι τόσο την περίοδο που σποραδικά εργαζόμουν ως φοιτητής, μιας και τα πρώτα μου ένσημα τα έχω ακριβώς από.......
αυτή τη περίοδο, όσο όταν άρχισα τον «κανονικό» εργασιακό μου βίο μετά το πτυχίο και μετά το στρατό…

Τότε λοιπόν, θυμάμαι τη πολύ χαρακτηριστική εικόνα όπου κάθε μέρα, όλοι όσοι έψαχναν για δουλειά, ή τουλάχιστον πολλοί από αυτούς, από εμάς, κατηφορίζαμε στην πλατεία Ομόνοιας ώστε κατά τις 10 η ώρα το πρωί να ήμασταν από τους πρώτους που θα έπαιρναν την εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», αφού οι μεσημεριανές εφημερίδες, όπως «ΤΑ ΝΕΑ», στις συνοικίες έφταναν κατά το μεσημεράκι…

Γιατί θέλαμε «ΤΑ ΝΕΑ» και γιατί το πρωί;

Διότι «ΤΑ ΝΕΑ» εκείνης τουλάχιστον της εποχής ήταν η εφημερίδα με τις πιο πολλές αγγελίες εύρεσης εργασίας, και θέλαμε, πολύ απλά, να ήμασταν από τους πρώτους που θα εντόπιζαν μια ευκαιρία, ελπίζοντας ότι αν αυτό το επιτυγχάναμε, τότε θα είχαμε μια παραπάνω πιθανότητα, φτάνοντας πρώτοι στην επιχείρηση που ζήταγε τη θέση για την οποία ενδιαφερόμασταν, ίσως να ήμασταν και αυτοί που τελικώς θα την καπαρώναμε…

Φυσικά, αυτή η σπουδή δεν είχε νόημα τις περισσότερες φορές, αφού η πιο συνηθισμένη εξέλιξη ήταν ότι τελικά όλοι οι ενδιαφερόμενοι πέρναγαν από την επιχείρηση που ζήταγε κάποιον ή κάποιους εργαζόμενους, και η συνηθισμένη απάντηση ήταν «θα σε πάρουμε τηλέφωνο να σε ειδοποιήσουμε για το αν θα προσληφθείς ή όχι», και βεβαίως, τις περισσότερες φορές, αν όχι πάντα σχεδόν,  αυτή η «ειδοποίηση» δεν γίνονταν ποτέ…

Βέβαια, υπήρχαν και περιπτώσεις που η σπουδή αυτή είχε νόημα…

Αυτό συνέβαινε κυρίως όταν ζήταγαν ανειδίκευτους εργάτες στη βιοτεχνία, σε αποθήκες, κ.λπ., και αυτό συνέβη όταν είχε βρει τη πρώτη δουλειά μου ως φοιτητής, ήταν το 1973, σε μια βιοτεχνία στην οδό Πειραιώς, κοντά στο Γκάζι…

Πράγματι, όντας ο πρώτος που είχα φτάσει, με πήραν αμέσως, αφού δεν είχαν πρόβλημα επιλογής επί τη βάσει διαφόρων προσόντων, πέρα από το ότι έπρεπε να διαθέτεις δύο πόδια και δύο χέρια, «προσόντα» που δόξα τω Θεω διαθέτω…

Επίσης θυμάμαι σκηνές που σήμερα μπορεί να προκαλούν ίσως το γέλιο, αλλά τότε δεν προκαλούσαν…

Όπως, όταν, μια φορά, αφού πήρα την εφημερίδα ¨ΤΑ ΝΕΑ», μια μέρα, κάπου εκεί γύρω στα 1975, κι αφού εντόπισα μια αγγελία που με ενδιέφερε, πήρα τον ηλεκτρικό για να πάω στη Μαρούσι, αφού εκεί ήταν η επιχείρηση. Μέσα λοιπόν στο τρένο, καπνίζοντας αρειμανίως (την εποχή εκείνη το κάπνισμα επιτρέπονταν μέσα στον ηλεκτρικό), παρατήρησα δύο ακόμα άτομα, της ηλικίας μου, που με έκαναν να αισθανθώ κάπως πιεσμένος. Ο λόγος; Διότι κρατούσαν κι αυτοί την εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», και τους υποπτεύθηκα ως πιθανούς μου ανταγωνιστές. Όταν μάλιστα κατέβηκαν στον ίδιο σταθμό, ήμουν πια βέβαιος : ήταν ανταγωνιστές μου. Αλλά, παρατήρησα επίσης, ότι κι αυτοί, με κοίταζαν καχύποπτα, όπως κοιτάζονταν και μεταξύ τους. Τελικά, και οι τρεις μας είχαμε «αναγνωριστεί». Κατεβαίνοντας από το τρένο, κι αφού προχωράγαμε, όπως ήταν φυσικό προς την ίδια κατεύθυνση, η επιθυμία μας να φτάσει ο καθένας μας πιο  γρήγορα από τους άλλους στην επιχείρηση που ζήταγε τη μια και μοναδική θέση, μας έκανε δήθεν αδιάφορα ο καθένας νε επιχειρεί να επιταχύνει το βήμα του πιο γρήγορα από τους άλλους και στο τέλος σχεδόν «σπρινιάραμε» για το ποιος θα φτάσει πρώτος. Και παίρνοντας τη στροφή του δρόμου που θα μας έφερνε στην επιχείρηση, διαπιστώσαμε το πόσο τζάμπα ταλαιπωρηθήκαμε, αφού ήδη βρίσκονταν στην είσοδο της επιχείρησης άλλοι τέσσερις που μας είπαν να περιμένουμε διότι θα μας φώναζαν κάποια στιγμή έναν – έναν μέσα…

Αυτές οι σκέψεις μου ήρθαν βλέποντας αυτό το σύνθημα στο τοίχο δίπλα στο «ΦΟΙΒΟ»…

Αλλά μαζί μ’ αυτές μου ήρθε στο νου και το τι ρόλο παίζει η τύχη όταν κάποιος αναζητά δουλειά, αναπολώντας πάλι την δική μου περίπτωση.

Τη πρώτη δουλειά τελειώνοντας το στρατό, την είχα βρει όντας μέσα στο στρατό όταν υπηρετούσα τη θητεία μου.

Είχα μόλις μετατεθεί από την Κοζάνη όπου υπηρετούσα στην Αθήνα, στο Γουδί, στη ΣΔΑ (Στρατιωτική Διοίκηση Αθηνών). Εκεί λοιπόν είχα τη τύχη να συναντηθώ με έναν παλιό μου συμφοιτητή, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε παντρευτεί. Ο πεθερός του ήταν βιομήχανος και είχε μια πλεκτοβιομηχανία με τρία εργοστάσια, το ένα στην επαρχία, το άλλο στην Αγία Βαρβάρα στο Αιγάλεω και το άλλο στον Ρέντη.  Έτσι λοιπόν, ρωτώντας με αν είχα κάτι καλύτερο να κάνω, και φυσικά δεν είχα απολύτως τίποτα, μου είπε όταν θα απολυόμουν από τον στρατό να πάνω να τον βρω. Όπως κι έγινε. Μάλιστα όταν τον βρήκα και με σύστησε στον πεθερό του, εκεί στάθηκα για δεύτερη φορά τυχερός, διότι βρεθήκαμε και συντοπίτες, από τα Τρίκαλα (Θεσσαλίας).

Έτσι λοιπόν ΑΠΟ ΚΑΘΑΡΗ ΤΥΧΗ, την πιο κρίσιμη στιγμή, βρέθηκα με δουλειά με τον τρόπο που ανέφερα.

Όμως, στάθηκα τυχερός και στη συνέχεια.

Ενώ ήδη εργαζόμουν στην παραπάνω δουλειά, ένα Αυγουστιάτικο βραδάκι, εκεί που καθόμουν με τη γυναίκα μου στο μπαλκόνι του σπιτιού μας και συζητάγαμε, χτύπησε το τηλέφωνο.

Προς μεγάλη μου έκπληξη, άκουσα στην άλλη πλευρά της γραμμής μια φωνή να μου λέει : «Γειά σας, είμαι ο καθηγητής (μου είπε το όνομά του)»… Τάχασα. Τον συγκεκριμένο τον είχα καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, τότε Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιώς. Εν ολίγοις, μου είπε ότι ήθελε να προσλάβει δύο επιστημονικούς συνεργάτες στην έδρα του, και είχε θέσει ως κριτήρια, πέρα από τα τυπικά που απαιτούνταν από το νόμο για τη θέση, και τα οποία τα πληρούσα, και τα εξής δύο : να ήταν πτυχιούχος της Σχολής (και άρα να είχε διατελέσει φοιτητής του καθηγητή), να ήταν μέχρι μια ορισμένη ηλικία και τρίτον, να είχε στο μάθημά του άριστα «10». Ζήτησε λοιπόν από τη  γραμματεία της Σχολής ποιοι εκ των πτυχιούχων της Σχολής πληρούσαν ΤΑ ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ που έθετε. Του δόθηκε ένας κατάλογος ΑΠΟ ΤΡΙΑ ΜΟΜΟ ΟΝΟΜΑΤΑ, εκ των οποίων ο ένας απουσίαζε στο εξωτερικό, και οι δύο που έμειναν (εκ των οποίων ο ένας ήμουν εγώ), τους προτάθηκε να εργαστούν μαζί του, πράγμα που δεχτήκαμε…

Και μια λεπτομέρεια : πριν το τηλέφωνο, μια ή δύο εβδομάδες πριν, είχα δει στην εφημερίδα τη σχετική προκήρυξη για τις παραπάνω θέσεις, και είχα σκεφτεί προς στιγμήν να υποβάλλω αίτηση, αλλά, θεωρώντας χαμένη την προσπάθεια, αφού είχα την εντύπωση ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι θέσεις ήταν «καπαρωμένες» εκ των προτέρων, δεν σκέφτηκα καν να προσπαθήσω…

Ξαναβλέποντας το σύνθημα του τοίχου, που αποτέλεσε την αφορμή γι’ αυτό το άρθρο, ναι, θυμήθηκα, το σφίξιμο στο στομάχι, τη ψυχολογική πίεση το αν θα βρούμε δουλειά, το αν θα έχουμε μια μοίρα στον ήλιο… Ναι, ήταν κάτι ΠΟΥ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΝΑ ΜΗΝ ΒΡΕΙΣ ΜΙΑ ΘΕΣΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΤΗΝ ΕΙΣΠΡΑΤΤΑΜΕ ΕΝΙΟΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ… Και σκεφτόμουν, γιατί σε μια πολιτεία που οδεύει προς τον 21ο αιώνα (τότε, δεν είχαμε αλλάξει ακόμα αιώνα), η ανθρωπότητα, οι κοινωνίες, να μην είναι ακόμα σε θέση να αντιμετωπίσουν ζητήματα σαν αυτά… Και το σκέφτομαι ακόμα…