Αλληλοεκβιάζονται το πολιτικό και επικοινωνιακό σύστημα

Γράφει ο Κώστας Χρυσόγονος

Τον τελευταίο καιρό η κυβέρνηση και η πολιτική τάξη εγκαλούν, σε υψηλούς τόνους, διάφορες «εξτρεμιστικές» ομάδες πολιτών για τους προπηλακισμούς πολιτικών σε δημόσιες εκδηλώσεις, τονίζοντας την ανάγκη για σεβασμό στη νομιμότητα. Θα πρέπει, ωστόσο, να διερωτηθούμε «ποιος είναι εκείνος που δίδαξε πρώτος την ανομία στη χώρα αυτή».
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το καθεστώς λειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών. Μετά την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου το 1989 (ν.1866/1989) εκδόθηκε περιορισμένος αριθμός αδειών ιδιωτικών......
τηλεοπτικών σταθμών, ενώ παράλληλα άρχισαν να λειτουργούν πολλοί σταθμοί αυθαίρετα. Το 1995 (ν.2328/1995) ο νομοθέτης θέσπισε νέο λεπτομερές σύστημα χορήγησης διοικητικών αδειών ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.), με βάση σχετικό διαγωνισμό και με αξιολόγηση των αιτήσεων με αντικειμενικά κριτήρια (μόρια). Ωστόσο όλα αυτά δεν υλοποιήθηκαν ποτέ. Το 1998 (με τον ν.2644/1998) προβλέφθηκε απλώς ότι θεωρούνται πως λειτουργούν νόμιμα οι ενεργοί τηλεοπτικοί σταθμοί που έχουν υποβάλει αίτηση για χορήγηση άδειας και στη συνέχεια η λειτουργία τους παρατάθηκε «προσωρινά» με αλλεπάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις (ν.3051/2002, 3444/2006, 3548/2007, 3640/2008 κ.ά.). Το αποτέλεσμα είναι η επ’ αόριστο ανοχή του κράτους στη λειτουργία μεγάλου αριθμού ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών που ιδρύθηκαν και λειτουργούν παράνομα.
Όπως έκρινε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (απόφαση 3578/2010) η ανοχή αυτή είναι διττά αντισυνταγματική.
Πρώτον, αντιβαίνει προς τη θεμελιώδη συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου, από την οποία απορρέει η υποχρέωση του Κράτους να εγγυάται υπέρ των πολιτών την πιστή εφαρμογή του νόμου και να προασπίζει τα δημόσια αγαθά. Δημόσιο αγαθό αποτελούν οι αριθμητικά περιορισμένες ραδιοσυχνότητες για την πραγματοποίηση τηλεοπτικών εκπομπών αναλογικού σήματος. Αυτό προσβάλλεται όταν η χρήση ραδιοσυχνοτήτων γίνεται χωρίς την απαιτούμενη διοικητική άδεια, δηλαδή αυθαιρέτως και παρανόμως.
Δεύτερον, αντιβαίνει προς τη συνταγματική αρχή της ισότητας, διότι θέτει τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία, ενώ είχαν την πραγματική δυνατότητα και την βούληση να ιδρύσουν τηλεοπτικό σταθμό, δεν το έπραξαν όμως αυθαιρέτως και δεν παρέβησαν τον νόμο, σε εξόχως μειονεκτική μοίρα σε σχέση με τα πρόσωπα, τα οποία, με την αυθαίρετη κατάληψη ραδιοσυχνότητας, ίδρυσαν παρανόμως (χωρίς άδεια) τηλεοπτικό σταθμό.
Στην πραγματικότητα, δηλαδή, το πολιτικό και το επικοινωνιακό σύστημα λειτουργούν κάτω από καθεστώς ιδιότυπου αμοιβαίου εκβιασμού. Οι ιδιοκτήτες των τηλεοπτικών σταθμών απειλούνται με το ενδεχόμενο προκήρυξης των αδειών με διαγωνιστική διαδικασία, το αποτέλεσμα της οποίας μπορεί να είναι να κλείσουν πολλοί από τους υφιστάμενους σταθμούς και οι συχνότητες να περιέλθουν σε τρίτους. Οι πολιτικοί, εξάλλου, απειλούνται με το ενδεχόμενο κάποιος ή κάποιοι σταθμοί να στραφούν εναντίον κάποιου ή κάποιων πολιτικών προσώπων ή και κομμάτων, με περισσότερο ή λιγότερο βάσιμες καταγγελίες, αποκαλύψεις κλπ. και να τα απονομιμοποιήσουν στην κοινή γνώμη. Πολιτική και επικοινωνία συντίθενται, έτσι, σε ένα πλέγμα εξουσίας που, ενώ λειτουργεί το ίδιο υπό όρους ανομίας, αξιώνει (μάταια) από τους πολίτες σεβασμό στη νομιμότητα.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η πολεοδομική νομοθεσία, στην οποία κατά καιρούς συμπεριλαμβάνονται ρυθμίσεις που συνιστούν σχεδόν ανοικτή πρόσκληση (και πρόκληση) για καταστρατήγηση και καθ’ υπέρβασή τους δόμηση, όπως π.χ. οι περιβόητοι «ημιυπαίθριοι» χώροι. Παρόμοιες ρυθμίσεις, σε συνδυασμό με τις γνωστές σε όλους παθογένειες και δυσλειτουργίες των ελεγκτικών διοικητικών μηχανισμών, είχαν ως συνέπεια περίπου η μισή δομημένη επιφάνεια στη χώρα να είναι λιγότερο ή περισσότερο παράνομη. Και, βέβαια, το ίδιο το κράτος έρχεται κατόπιν εορτής να νομιμοποιήσει ή «τακτοποιήσει», με το αζημίωτο, την παρανομία που το ίδιο υπέθαλψε.
Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, απορίας άξιο δεν είναι το γιατί η Ελλάδα οδηγήθηκε στην «επιλεκτική» χρεοκοπία, όσο το γιατί αυτό δεν συνέβη νωρίτερα. Και βέβαια όσο παραμένουν οι αιτίες (και οι αίτιοι) του κακού δικαιολογείται η πρόβλεψη ότι τα χειρότερα είναι ακόμη μπροστά μας.
*Ο Κώστας Χρυσόγονος είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο τμήμα Νομικής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω.