Ζητιάνος Α.Ε

Ένας κύριος, που πουλούσε χαρτομάντηλα, πλησίασε σε ένα καφέ στη Βαλαωρίτου ένα καλοντυμένο, μεσήλικο ζευγάρι. Η κυρία τον έδιωξε κακήν κακώς με την αιτιολογία ότι τώρα έχουμε σοβαρή συζήτηση.
Ένα πρεζόνι πλησίασε έναν κύριο στα μηχανήματα, που εκδίδονται τα εισιτήρια του μετρό, και του ζήτησε λεφτά. Ο κύριος τον έδιωξε κακήν κακώς με την αιτιολογία ότι με τα λεφτά, που θα μάζευε, θα έπαιρνε τη δόση του. Παρόλα αυτά, του έδωσε ένα εικοσάλεπτο. Το πρεζόνι το κοίταξε, το ........
ζύγισε στο χέρι του και με απορημένο- απεχθές ύφος αναρωτήθηκε: τι να το κάνω αυτό; Ούτε σκόνη Tide δεν αγοράζω.
Ένας  άλλος τύπος, τουλάχιστον, ήταν πιο ειλικρινής. Έξω από το μετρό στο Μοναστηράκι κρατούσε ένα πλακάτ, που έγραφε:
“Δώστε μου τον οβολό σας, για να με βοηθήσετε να μείνω εκτός συστήματος.”
           Μέσα στο μετρό, ένας ζητιάνος ζητεί λεφτά. Περνά με το χέρι τεντωμένο μπροστά από έναν κληρικό και του ζητεί λεφτά, για να αγοράσει τσιγάρα. Ο κληρικός τον προέτρεψε να περάσει από τα συσσίτια, που διοργανώνει η εκκλησία, και να φάει. Τότε, ο ζητιάνος απαντώντας με ύφος απολογητικό του είπε: Ναι, αλλά εγώ είμαι άνθρωπος και εκτός από το φαγητό, θέλω και να καπνίσω.
          Αυτά και άλλα περιστατικά συμβαίνουν σε όλους μας με ζητιάνους. Κάποτε μπορεί να τους δίναμε κάτι. Τώρα τίποτα.
Άλλοι τους αποπαίρνουν και άλλοι απλώς τους αγνοούν. Είναι, πράγματι, πολύ δύσκολο, πλέον, να ξεχωρίσει κανείς ποιος έχει πραγματική ανάγκη και ποιος το κάνει κατ' επάγγελμα. Υπάρχει δυσπιστία στον κόσμο και δικαιολογημένα.
Οι επαγγελματίες ζητιάνοι, όπως τους περιγράφει ο Καρκαβίτσας στο βιβλίο του " Ο ζητιάνος" έχουν αναπτύξει τεχνικές πειθούς, που σε μεγάλο ποσοστό, έχουν αποτέλεσμα. Οι καλοσυνάτοι θα προσφέρουν κάτι, γιατί το βλέμμα τους, εκτός από παρακλητικό είναι και φθονερό,  και άλλοι, ατάραχοι, θα προσπεράσουν.
          Οι περισσότεροι, βέβαια, από τους ζητιάνους είναι επαγγελματίες. Υπάρχουν πολλοί, που το πρωί υποδύονται, και μόλις λήξει η βάρδια, συμπεριφέρονται φυσιολογικά, έχοντας ένα κουραστικό οχτάωρο. Υπάρχουν, βέβαια, και οι άλλοι, που είναι θύματα των πατρώνων του διεθνούς εγκλήματος της παράνομης διακίνησης ανθρώπων. Και αυτοί υποδύονται κατά πλειοψηφία, αλλά υπάρχει και η δαμόκλειος σπάθη του μεγάλου αδερφού-πάτρωνα, που ελέγχει τα εισοδήματα της ημέρας. Και αλλοίμονο σε όποιον δε φέρει καλά εισοδήματα.
           Μπορεί να θέλουμε να ασκήσουμε υλική ελεημοσύνη, αλλά είτε θα πρέπει να έχουμε ένα κονδύλι για τις καθημερινές επαιτείες είτε απλώς να αδιαφορούμε. Το δίλημμα είναι αρκετά σοβαρό και απαιτεί να είμαστε αρκετά προσεκτικοί σε ποιον θα δώσουμε αλλά και χωρίς να αισθανόμαστε άσχημα, εάν δε δώσουμε.  Δεν είναι ότι δίνοντας ένα κάτι θα μπούμε με τιμή και δόξα στον Παράδεισο, ούτε εάν δε δώσουμε θα μας περιμένει η Κόλαση.
Χρειάζεται, απλώς, να μπορούμε να διακρίνουμε περιπτώσεις. 
Ωστόσο, είναι προτιμότερο να δωρίσουμε σε ένα ίδρυμα ένα κουτί μακαρόνια παρά να δώσουμε ένα πενηντάλεπτο σε κάποιον επαίτη. Μπορεί έτσι να αποδυναμώσουμε το φαινόμενο και να ελαχιστοποιήσουμε την εκμετάλλευση. Εννοείται ότι δεν υπάρχουν ξεκάθαρες λύσεις και σωστές.
Ούτε το να ειπωθεί ότι θα πρέπει να τους μαζέψουμε με σκούπα όλους αυτούς είναι λύση. Τους πάτρωνες πρέπει να μαζέψουμε. Όπως με τους πλανόδιους πωλητές. Οι προμηθευτές είναι το θέμα και όχι οι πλανόδιοι.
Το ζήτημα στο μυαλό μας θα πρέπει να είναι διαφορετικό από αυτό που νομίζουμε: πόσο θέλουμε πραγματικά να βοηθήσουμε και όχι εάν, δίνοντας κάτι, θα μπούμε στον Παράδεισο ή θα καούμε στην Κόλαση. 
Έτσι, λοιπόν,  θα πρέπει να επιλέξουμε μεταξύ πραγματικής ελεημοσύνης και α λα καρτ φιλανθρωπίας. Το πρώτο αποτελεί απόδειξη ανθρωπιάς, αν και δε φαίνεται,  ενώ το δεύτερο μυρίζει και λίγη υποκρισία καθώς και ενοχή.