Βιο–λογικές παρορμήσεις και λογικές συνταγές

 Γράφει ο Ευθύλογος
Η κρίση στην Ελλάδα κατά τη γνώμη μου είναι η νομοτελειακή συνέπεια της γενικότερης μεταπολεμικής συμπεριφοράς μας. Tο σημερινό αποτέλεσμα ήταν ορατό πριν από μισό αιώνα, για όσους ήθελαν να το δουν.
Συνεπώς το ερώτημα «πως φτάσαμε ως εδώ;» μόνον αφελείς και εθελοτυφλούντες μπορούν να το διατυπώνουν.
Ακόμη και η πολύ πιο φυσιολογική ερώτηση «γιατί αργήσαμε τόσο να φτάσουμε εδώ;» έχει την αυτονόητη απάντησή της.
Αργήσαμε γιατί έπρεπε να μας ζηλεύουν οι γείτονές μας.
Για δεκάδες χρόνια δεν υπήρξαμε τίποτε άλλο παρά μια από τις «αιχμές του δόρατος» της δυτικής προπαγάνδας. Καμιά άλλη ........

χώρα του δυτικού στρατοπέδου στην Ευρώπη, (ίσως και παγκοσμίως) δεν έχει τόσο μήκος συνόρων με χώρες του πάλαι ποτέ ανατολικού στρατοπέδου.
Έπρεπε λοιπόν η περίπτωση της Ελλάδας να αντιμετωπιστεί με ειδικό τρόπο.  Έπρεπε να ανεβεί ραγδαία το βιοτικό επίπεδο, η ανάγκη αυτή μάλιστα έγινε επιτακτικότερη λόγω του εμφυλίου, ώστε όχι μόνον να μας ζηλεύουν οι βόρειοι γείτονες αλλά να φτάσουν ακόμη και στελέχη του αριστερού χώρου να λένε «ευτυχώς που ηττηθήκαμε στον εμφύλιο!».
Έπρεπε να ζήσουμε με τρόπο που να προξενεί τον φθόνο των «άλλων».
(Όταν κατέρρευσαν οι «άλλοι» κατέρρευσαν και τα βολικά «έπρεπε»)
Πράγματι η «βοήθεια» που δόθηκε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στην Ελλάδα ήταν εντυπωσιακή σε όγκο.
Η
UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitation Administration) διέθεσε στην Ελλάδα περίπου 2.000.000 τόνους [1] ειδών πρώτης ανάγκης. Βέβαια το γενικότερο κλίμα που επικρατούσε την εποχή εκείνη, είχε ως αποτέλεσμα η βοήθεια να διανεμηθεί κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τις τότε πολιτικές σκοπιμότητες, ενώ η μόνιμη ανεπάρκεια της δημόσιας διοίκησης σε συνδυασμό με το «ελληνικό δαιμόνιο» επέτρεψε να εμφανιστούν σε μεγάλη κλίμακα φαινόμενα κερδοσκοπίας και λεηλασίας τεράστιου μέρους της βοήθειας.
Αναμφισβήτητα όμως η βοήθεια αυτή συνέβαλε τα μέγιστα στη βελτίωση του επιπέδου ζωής πολλών Ελλήνων - ιδιαίτερα των «ημετέρων» - ταυτόχρονα όμως  διέβρωσε την νοοτροπία (έστω κι αν δεν ήταν αυτός ο στόχος) και υπονόμευσε σε μεγάλο βαθμό την παραγωγική προσπάθεια που έπρεπε να καταβάλουν οι Έλληνες  για να ορθοποδήσουν με τις δικές τους δυνάμεις.
Ως γνωστόν το ελάχιστο δυνατό κόστος είναι το «τζάμπα».
Καλλιεργήθηκε λοιπόν μια αντίληψη που συμπυκνώνεται στη φράση

«Αφού μπορώ να το έχω ως βοήθεια τζάμπα, γιατί να το παράγω με κόστος;»
Ειδικά μάλιστα στον αγροτικό τομέα, αντικειμενικά ήταν αδύνατον η ελληνική παραγωγή να ανταγωνισθεί την δωρεάν επισιτιστική βοήθεια.
Η αντίληψη αυτή βρήκε περισσότερο γόνιμο έδαφος όταν εισέρρευσαν τα 300.000.000 $ σύμφωνα με το δόγμα Τρούμαν και τα 2.000.000.000 $ (δυο δισεκατομμύρια δολάρια!) (
εδώ) του σχεδίου Μάρσαλ.[2]
Το παραπάνω ερώτημα τότε, τροποποιήθηκε και αναδιατυπώθηκε ως εξής:
«Αφού μπορώ να το αγοράσω, γιατί να το παράγω;».
Βέβαια η χορήγηση τέτοιων κολοσσιαίων ποσών είναι φανερό ότι έχει το αντίτιμό της. Εγκαθιδρύθηκε στον τόπο μας ένα ιδιότυπο «πολίτευμα» σύμφωνα με το οποίο ο πρωθυπουργός της Ελλάδας δεν ήταν παρά εντολοδόχος του πρεσβευτή των ΗΠΑ.
Εξάλλου η εν μέρει λεηλασία της βοήθειας από τους δικούς μας αγύρτες, καθιστούσε απαραίτητη την παρουσία αμερικανού τοποτηρητή.
Το ότι ο τοποτηρητής αυτός απέκτησε κάπως «διευρυμένες αρμοδιότητες» δεν φαίνεται να απασχολούσε ιδιαίτερα τους τότε αρμόδιους. (Η εξουσία ως γνωστόν διαφθείρει. Αν συνδυαστεί και με «βοήθεια» η διαφθορά είναι πλήρης.)  Ελάχιστοι ερμήνευαν τότε αυτή την κατάσταση, ως απώλεια εθνικής κυριαρχίας.
Το αυγό του φιδιού είχε αρχίσει όμως να εκκολάπτεται![3]
Κάποτε βέβαια μας τέλειωσε η βοήθεια. Πριν προλάβουμε να θέσουμε επί τάπητος το καβαφικό ερώτημα «και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς β. . . οήθεια;»  η απάντηση ήταν ήδη έτοιμη.
Δάνεια!!! (παλιά μας τέχνη κόσκινο). Άρχισε να εισρέει εκείνη την εποχή και κάμποσο συνάλλαγμα από την «ευλογία της μετανάστευσης», οπότε οι βλακώδης λογική των κυβερνώντων κατέληξε στον εξής συλλογισμό.
«Αφού υπάρχει χρήμα, πρέπει να αυξήσουμε την κατανάλωση. Η αυξημένη κατανάλωση θα αυξήσει την ζήτηση. Η αυξημένη ζήτηση θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας. Οι νέοι εργαζόμενοι θα αμείβονται, άρα θα εισρεύσει και νέο χρήμα στην αγορά και η κατανάλωση θα τονωθεί ακόμη περισσότερο. Η τόνωση της κατανάλωσης θα δημιουργήσει περισσότερη ζήτηση, άρα ακόμη περισσότερες θέσεις εργασίας κλπ κλπ». [4]
Επιφανειακά σωστός ο συλλογισμός, οι πολιτικοί ντενεκέδες όμως δεν έλαβαν  υπόψη τους ότι το αρχικό ερώτημα είχε μετεξελιχθεί πλέον σε ένα απόλυτα καταστροφικό προϊόν συλλογικής ηλιθιότητας ως εξής:
«Αφού μπορώ να το εισάγω, γιατί να το παράγω;»
Είχαν – και είχαμε - ξεχάσει ότι ο παραγωγικός ιστός της χώρας είχε ήδη αρχίσει να διαλύεται. Και ότι τόνωση της ζήτησης δεν σήμαινε αύξηση των θέσεων εργασίας αλλά αύξηση των εισαγωγών, που με τη σειρά της οδηγούσε σε απώλεια εθνικού εισοδήματος και σε ζήτηση νέων δανείων, τα οποία με τη σειρά τους οδηγούσαν σε περαιτέρω εξάρτηση από ξένα κεφάλαια – δηλ. από ξένα κέντρα - και σε περαιτέρω συρρίκνωση της πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής λόγω ζήτησης προϊόντων εισαγωγής και πάει λέγοντας.
Το μεθύσι της κατανάλωσης μας είχε αποβλακώσει ολοκληρωτικά. Το εμπορικό ισοζύγιο ήταν μόνιμα ελλειμματικό. Αλλά αυτό δεν απασχολούσε κανέναν. Απλά κάποιοι, σε στιγμές νηφαλιότητας, αναρωτιούνταν:
Μα πως διάολο ζει αυτή η χώρα; Εισάγουμε τα πάντα [5]. Μέχρι πότε μπορεί να συνεχιστεί αυτό;
Το ερώτημα όμως χάνονταν στο μηχανοκίνητο βουητό (προφανώς εισαγόμενο) της επίπλαστης ευημερίας μας.
Άρχοντες και αρχόμενοι είχαμε αποβλακωθεί σε τέτοιο σημείο ώστε ποτέ δεν σκεφθήκαμε:
«Πρέπει να αγοράσω αυτό το εισαγόμενο προϊόν; Ή το αντίστοιχο ελληνικό; Ναι το εισαγόμενο είναι το καλλίτερο! Αλλά εγώ είμαι ο καλλίτερος ώστε να το δικαιούμαι; Κι αν δεν υπάρχει ελληνικό; Μήπως μπορώ να ζήσω και χωρίς αυτό;»
Δυστυχώς τέτοια αυτονόητα αλλά ενοχλητικά ερωτήματα, ακόμη και σήμερα με το χάλι που μας δέρνει, τα αποφεύγουμε.
Ηδη ακούω κάποιους να αντιδρούν. 
Μα είναι φυσιολογικό να θέλουμε το καλλίτερο για τον εαυτό μας!  Ακριβώς εκεί είναι το πρόβλημα!
Ότι λειτουργούμε με βάσει τις φυσιο-λογικές και βιο-λογικές ενστικτώδεις παρορμήσεις μας και αγνοούμε τις λογικές επιταγές! 
Και φυσικά το κόστος του παραλογισμού είναι βαρύ,… βαρύτατο!
               *  *  *  *  *  *  *  *  *  *  *  *
[1] Ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν τότε λιγότερος από 8.000.000.
Η «κατά κεφαλήν» βοήθεια δηλ. υπερβαίνει τα 250
kg σε είδη πρώτης ανάγκης!
[2] Η Ελλάδα είναι μια από τις 2- 3 χώρες που έλαβαν τόσο μεγάλη (αναλογικά με τον πληθυσμό) βοήθεια. Βέβαια μεγάλο μέρος των ποσών αυτών διατέθηκε σε στρατιωτικές δαπάνες αλλά και τα εναπομείναντα ποσά ήταν σημαντικότατα.
[3] Η προσφώνηση της κας Ψαρούδα – Μπενάκη κατά την ορκωμοσία του κ. Παπούλια  (εδώ), ήρθε με καθυστέρηση μισού αιώνα! Δεν αποτελεί πρόβλεψη αλλά επιμύθιο μιας τετελεσμένης κατάστασης.
[4]  Οι νεώτεροι δεν γνωρίζουν ότι κάποτε, ακόμη και η ΔΕΗ προέτρεπε τους καταναλωτές να καταναλώνουν περισσότερο ηλεκτρικό ρεύμα! 
[5] Πρόσφατα έμαθα ότι από χρόνια εισάγουμε πέραν των άλλων και χυμούς εσπεριδοειδών σε μορφή πάγου από την Αργεντινή. Κι εδώ ρίχναμε τα δικά μας εσπεριδοειδή στις χωματερές και ξεριζώναμε τα δέντρα!
Μπορεί ο χυμός Αργεντινής να συμφέρει τον εργοστασιάρχη που εμφιαλώνει χυμούς. Για την ελληνική κοινωνία όμως είναι καταστροφή.
Το ερώτημα είναι:  
Είμαστε με τον εργοστασιάρχη ή με την ελληνική κοινωνία;
Η απάντηση θα καθορίσει πολλές εξελίξεις.
Ευθύλογοςvacon28@gmail.com