Merde!…


 Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης
«Το 1991 ένας άκρως επιτυχημένος βρετανός κοσμηματοπώλης δημιούργησε σκάνδαλο όταν μιλώντας  σε συνέδριο επιχειρηματιών είπε ότι έβγαζε τα κέρδη του πουλώντας σκατά στον κόσμο που δεν είχε κανένα γούστο για κάτι το καλύτερο…»
Eric Hobsbawm : Η Εποχή των Άκρων – Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914-1991, θ΄έκδοση, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, σελ. 660

«Όπως κάποιος μάνατζερ της GM σημείωσε, «Τα συστήματα ελέγχου μας σχεδιάσθηκαν υπό την εμφανή υπόθεση ότι το 90% των ανθρώπων είναι νωθροί, άχρηστοι, απλά περιμένοντας να πουν ψέματα, να κάνουν απάτη, να κλέψουν ή αλλιώς να μας διακορεύσουν. Αποκαρδιώνουμε το 95% της εργατικής δύναμης που πράγματι ενεργούν σαν ενήλικες σχεδιάζοντας συστήματα που καλύπτουν το 5% που είναι πράγματι οι κακοί εργαζόμενοι»
Thomas J. Peters και Robert H. Waterman, Jr. : In Search of Excellence, Lessons from America’s Best-Run Companies, Harper & Row, Publishers, New York, 1982, σελ. 57-58

Ο «εθνικός μας γιατρός», για την ακρίβεια, ο εις εκ των τριών, ο αγαπητότατος ημίν, σοσιαλιστής κύριος Νοτμινίκ Στρος Καν, δηλώνει για μας τους Έλληνες, ότι η είμαστε «βουτηγμένοι στα....... σκατά», πως «Οι Έλληνες αισθάνονται ότι τους εξαπάτησαν και όμως είναι εκείνοι που μαγείρεψαν τα στοιχεία και που δεν πληρώνουν φόρους», πως εδώ στην Ελλάδα «Η απάτη πάει σύννεφο», πως κάποιοι έχουν κάνει τη φοροδιαφυγή «εθνικό σπορ», και άλλα τινά. (Βλέπε ΤΑ ΝΕΑ, 10/3/2011).
Δυο κουβέντες στα όσα παραπάνω καταγγέλλει ο «αγαπητός» για κάποιους Ντομινίκ, ο κ. Στρος Καν για μας τους υπόλοιπους.
Όταν κάποιος επικροτεί ή καταγγέλλει ζητήματα πολιτικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος, η τοποθέτησή του, έχει σημασία όταν περιβάλλεται και από τον τύπο της πολιτικής και κοινωνικής νομιμοποίησης. Φυσικά, ο κ. Ντομινίκ Στρος Καν, τέτοια πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση δεν έχει, τουλάχιστον εδώ στη χώρα μας. Μπορεί να λέει την άποψή του πάνω στα λογιστικά κιτάπια στα οποία στηρίζεται η «βοήθεια» του ΔΝΤ και των λοιπών εταίρων του, ότι τούτα τα νούμερα δεν βγαίνουν ή βγαίνουν, κι ότι χρειάζονται κι άλλα έσοδα κ.λπ., αλλά μέχρις εκεί και μη παρέκει. Ακόμα και με την ιδιότητά του τού επικεφαλής του ΔΝΤ, δεν θα πρέπει να ξεχνά ότι οι χώρες – μέλη του Ταμείου αυτού, ανάμεσα στις οποίες και η Ελλάδα, δεν είναι απλά οι μέτοχοί του, είναι τα «αφεντικά» του. Κι ακόμα παραπέρα, οφείλει να μιλά με σεβασμό, όταν αναφέρεται σε ένα ολόκληρο λαό.
Επί της ουσίας τώρα, ο κύριος Ντομινίκ Στρος Καν, πολύ, «σοσιαλιστικά», δεν κάνει κάτι το διαφορετικό, απ’ ό,τι εδώ και πάρα πολλά χρόνια, κάνει η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Δηλαδή, να παίζει το νεοφιλελεύθερο παιχνίδι, και μάλιστα με το πάθος, ορισμένες φορές, του νεοφώτιστου. Ο κ. Στρος Καν, δεν τηρεί ούτε καν τα προσχήματα της ιδεολογικής αξιοπρέπειας, που θεωρητικά τουλάχιστον θα του επέβαλε η θεωρία της σοσιαλιστικής του παράδοσης, που θέλει να κτυπά την (πολυεπίπεδη και διαπλεκόμενη πολιτική και οικονομική) εξουσία και όχι τον απλό λαό, όχι διότι ο τελευταίος δεν πρέπει να καταγγελθεί όταν αυτό επιβάλλεται, όμως αυτό δεν θα γίνει, παρά μονάχα όταν προηγούμενα θα έχουν καταγγελθεί και επιβληθούν οι κυρώσεις που αρμόζουν, σε όσους έχουν την εξουσία της θεσμοποίησης σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο της διαφθοράς, και ιδίως της μεγάλης διαφθοράς, και τέτοια εξουσία, σαφώς δεν διαθέτει ο λαός, ή δεν την διαθέτει σε αποτελεσματικό βαθμό.
Οι λέξεις έχουν μεγάλη σημασία, αν θέλουμε να συνεννοούμαστε. Έτσι λοιπόν, ο κ. Στρος Καν, αντί να κατακεραυνώσει ένα κράτος, το ελληνικό κράτος, κι επομένως μια κρατική (και, γενικότερα μια) εξουσία, που στην ουσία δημιούργησε ένα διαφθαρμένο πολιτικό σύστημα στη χώρα μας, φροντίζει, κατά τη συνήθη και προσφιλή πολιτική όσων μεριμνούν για τη βοθροποίηση του πολιτικού βίου, τους κατ’ επάγγελμα και καθ’ έξιν ασχολούμενους «με τα σκατά», να τους καλύπτει (τουλάχιστον αυτό), χρεώνοντας τη διαφθορά στο σύνολο του ελληνικού λαού. Γι’ αυτό και η σταθερή αναφορά του στους «Έλληνες», (και την Ελλάδα), δηλαδή στους πάντες, ως να ήταν οι πάντες που δημιούργησαν τη διαφθορά, και την επέβαλλαν ως συνθήκη επιβίωσης, πολλές φορές σε βαθμό που αν δεν μετείχες σ’ αυτό το άθλιο παιχνίδι, ήσουν περίπου καταδικασμένος να ζεις στο περιθώριο. Έτσι, η διαφθορά, έχει κι αυτή τη κλιμάκωσή της, στα πλαίσια της οποίες υπάρχει μια διαφοροποίηση της συμμετοχής σ’ αυτή, διαφοροποίηση ποσοτική και ποιοτική. Π.χ., ο μικροκατεργάρης που επιδίωκε ή επιδιώκει με κρύο ιδρώτα να μπορέσει κι αυτός επιτέλους να περισώσει (αυτή την έννοια έχει η φοροδιαφυγή γι’ αυτόν) 300 ή 400 ευρώ απ’ την εφορία, όχι διότι θέλει να κλέψει την εφορία, μα διότι θέλει να διαφυλάξει το γλίσχρο εισόδημά του, ή εν πάει περιπτώσει να περισώσει κάτι απ’ το μικρό ή μεσαίο εισόδημά του, στην ουσία συμμετέχει σε μια «αμυντικού» τύπου διαφθορά, βεβαίως παράνομη καθ αυτή, που δεν έχει να κάνει τίποτα όμως σε σχέση με την «επιθετική» διαφθορά που γίνονταν και γίνεται στα τελευταία (στα πάνω) σκαλιά της κλίμακας, εκεί όπου η φοροδιαφυγή γίνονταν και γίνεται στα πλαίσια της διαπλοκής πολιτικής και οικονομίας, και που αφορούσε και αφορά δισεκατομμύρια. Οι πολλοί που συνωστίζονται στην κατώτερη κλίμακα, βεβαίως, ακούνε ή και βλέπουν το τι ατιμώρητο «όργιο» γίνεται εκεί πάνω, και τούτη η γνώση, λειτουργεί ως «κίνητρο» για πονηρές σκέψεις : «Γιατί μόνο αυτοί κι όχι και γω; Στο κάτω – κάτω αυτοί παρανομούν απλά επειδή είναι άπληστοι, όχι διότι έχουν ανάγκη επιβίωσης ή μιας καλής ζωής, αυτά τα έχουν εξασφαλισμένα, ενώ για μένα αυτά τα καταραμένα 300 ή 300 ευρώ, θα είναι μια ανάσα, αφού μ’ αυτά θα εξοικονομήσω κάποια απ’ τα πάγια έξοδα ενός μήνα, π.χ., μέρος της δόσης του στεγαστικού μου δανείου, μέρος των δόσεων σε κάρτες ή άλλα δάνεια, τη ΔΕΗ, τον ΟΤΕ, κ.λπ.»;
Ο κ. Στρος Καν, βέβαια, τέτοιου είδους «διαλεκτικές» προσεγγίζεις δεν φαίνεται να τις έχει και σε μεγάλη υπόληψη, «περιέργως» βέβαια, αν και σοσιαλιστής. Η απευθείας αναφορά όχι σε όσους είχαν και έχουν την κύρια πολιτική ευθύνη, μα σ’ ολόκληρο το λαό, φυσικά υποδηλώνει και ανάλογη αντίληψη των πραγμάτων, ανάλογη ίσως ιδεολογική προσέγγισή τους. Υποδηλώνει ότι ίσως να διακατέχεται ο άνθρωπος από της θεωρία της συλλογικής ευθύνης, μια θεωρία, πολύ επικίνδυνη όταν κανείς δεν ξεκαθαρίζει το τι εννοεί μ’ αυτή. Φυσικά, στο πλαίσιο μιας μικρής (και σε ορισμένες περιπτώσεις, όχι πάντα μικρής) ομάδας που νέμεται την εξουσία οιουδήποτε τύπου, ενός κράτους ή ενός κόμματος ή μιας επιχείρησης, εκεί η θεωρία αυτή φαίνεται να μπορεί να λειτουργεί αποτελεσματικά και συνήθως λειτουργεί. Όταν όμως πάς να την εφαρμόσεις στη περίπτωση ενός ολόκληρου λαού, και ιδίως προκειμένου να μετατοπίσεις σαφώς καθορισμένες και εξατομικευμένες ή δυνάμενες να εξατομικευθούν (που όμως δεν εξατομικεύονται) ευθύνες στο επίπεδο εκείνο όπου η διαφθορά αποκτά αποτελεσματική πολιτική και νομική κάλυψη και αφορά πρωτίστως το «χοντρό παιχνίδι», το «χοντρό κόλπο», εκεί τα πράγματα δεν δυσκολεύουν απλά, μα γίνονται και εξαιρετικά επικίνδυνα όταν επιχειρείται άμεσα ή έμμεσα αυτή η συλλογιστική της «συλλογικής ευθύνης». Όμως, ο κ. Στρος Καν, δεν προτίθεται και δεν επιθυμεί να εκθέσει τα μεγάλα σκυλόψαρα της διαφθοράς. Ούτε μια φορά ο κ. Στρος Κάν δεν τολμά να αναφέρει τη λέξη «κυβέρνηση» (παλιότερες ή τη τωρινή αδιάφορο) ή τη λέξη «μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα», και να τα συνδέσει με τη διαφθορά και τα σκατά, επιμερίζοντας έστω και γενικά το ζήτημα των «ευθυνών» μα και υπογραμμίζοντας τη σημασία της διαφοράς μεταξύ της μεγάλης και ατιμώρητης λεηλασίας και της συνήθως τιμωρούμενης μικροδιαφθοράς. Διότι αν ο Κ. Στρος Καν, άνοιγε μια κουβέντα αυτού του είδους, θα έπρεπε, βεβαίως, κάτι να πει και για τους «αδιάφθορους» (ή «λιγότερο» διαφθαρμένους από εμάς) Ευρωπαίους, που εδώ εκπροσωπούνται π.χ. μέσω πολύ γνωστών εταιριών, οι οποίες μας «διδάσκουν» μεθόδους αύξησης της «ανταγωνιστικότητας», με μίζες και άλλα παρόμοια «σύγχρονα εργαλεία διοίκησης και ανάπτυξης», και μιας και τόφερε η κουβέντα, ιδού ένα καλό θέμα για μια μελλοντική τοποθέτηση επ’ αυτού! Βεβαίως, έπρεπε και το χαμίνι του Παρισιού να συλληφθεί όταν άρπαζε το πορτοφόλι του πλούσιου, μα έπρεπε και η μεγάλη διαφθορά να χτυπηθεί : κι επειδή συνέβαινε συστηματικά το πρώτο αλλά ελάχιστα ως ποτέ το δεύτερο, ο κ. Στρος Καν, ως Γάλλος, γνωρίζει πολύ καλύτερα, γιατί τούτη η «λεπτομέρεια» οδήγησε ένα  βασιλικό κεφάλι και πολλά άλλα κεφάλια της αριστοκρατίας στη καρμανιόλα στα 1789 κι εκείθεν. Άλλωστε, για να επανέλθουμε στα καθ’ ημάς, το Μνημόνιο, φαίνεται να είναι ένα νερόβραστο από πολιτικής άποψης κείμενο, αλλά δεν είναι! Πίσω από το «αθώο» τενχοκρατικό του προσωπείο, προωθεί δύο πράγματα, και τα δυο νεοφιλελεύθερης λογικής : από τη μια, φυσικά, να μην πειραχτούν και απογοητευτούν οι «μεγαλο-έχοντες» και «μεγαλο-κατέχοντες» (εξ ου και η σιωπή ιχθύος για τη διαφθορά και τη παράνομη συναλλαγή στο επίπεδο αυτό), και από την άλλη, η προώθηση του πάγιου μοντέλου προσέγγισης του οικονομικού γίγνεσθαι της νεοφιλεέυθερης οικονομίας, που θέλει μια κοινωνία (που με κόπο την αποδέχεται ως κάτι το υπαρκτό, όταν δεν την αμφισβητεί ως ύπαρξη ευθέως), που να βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, αφού αυτό, κατά την νοσηρή και ανιστόρητη λογική τους, μπορεί να «εγγυηθεί» τους επιδιωκόμενους ρυθμούς ανάπτυξης, επίπεδα ανταγωνιστικότητας, και βεβαίως κερδοφορίας. Μάλιστα η σκέψη τους, φτάνει και ως το σημείο, η κοινωνική ένδοια να περιβληθεί και συνταγματικό χαρακτήρα, κάτι που το μόνο που προοιωνίζει, είναι τεράστιες κοινωνικές αντιδράσεις, και την βίαιη τελικά ανατροπή αυτού του αντικοινωνικού και αντιαθρώπινου όσο και αντιαθρωπιστικού μοντέλου. Δεν είναι συνεπώς τυχαίο, ότι ουδόλως τίθεται θέμα αναζήτησης και επιστροφής των κλοπιμαίων, κάτι που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα εδώ. Κλοπιμαία, ξεκινώντας απ’ αυτά που μας χρωστάνε χώρες (π.χ. οι γερμανικές αποζημιώσεις, δηλαδή, λεφτά που αρπάχτηκαν απ’ τον ελληνικό λαό για να «χρηματοδοτήσουν» τα παγκόσμια γεωστρατηγικά παιχνίδια της Γερμανίας του Χίτλερ), ως αυτά που χρωστά η μεγάλη ντόπια συμμορία που λήστεψε τον τόπο. Και γιατί δεν κάνει αυτή την παρέμβαση; Ας το θέσουμε διαφορετικά το ερώτημα, ώστε η απάντηση να προκύψει μόνη της χωρίς να τη σώσουμε εμείς : έχετε την εντύπωση, ότι αν το μεγάλο ποσό των κλοπιμαίων βρίσκονταν στα χέρια του απλού λαού, θα άφηναν τούτο τον λεηλατημένο πλούτο στα χέρια αυτών των «κακομαθημένων» και «διεφθαρμένων» μικρομεσαίων στρωμάτων, δεν θα επέβαλαν ακόμα και νομοθετικές ρυθμίσεις και αλλαγές νόμων και ψήφιση νέων νόμων, ώστε όλα αυτά να επιστρέψουν στο νόμιμο ιδιοκτήτη (που είναι ο ελληνικός λαός, και μέσω αυτού το κράτος), ώστε μ’ αυτά τα χρήματα να ξεπληρωθεί μέρος του χρέους και τα υπόλοιπα να πάνε στην «ανάπτυξη»; Η απάντηση επαφίεται στον πατριωτισμό του κάθε Έλληνα!
Δεν μπορώ πάντως, να μη κάνω ένα συνειρμό. Η κάθε λέξη, μπορεί να έχει κατά περίπτωση, διαφορετική σημαντική. Η λέξη π.χ. «σκατά», μπορεί να έχει απαξιωτική έννοια, όπως εδώ, αλλά μπορεί να έχει και μια ηρωική έννοια, και σ’ αυτή ακριβώς την ηρωική έννοια θέλω να στρέψω τη προσοχή των συμπατριωτών μου, ώστε από εδώ και πέρα, πράγματι, να τη καταστήσουν σύμβολο αντίστασης κατά της Κατοχικής Δύναμης. Είναι γνωστό, ότι στη μάχη του Βατερλό, κι όταν όλα είχαν κριθεί, δεν έμεινε στο πεδίο της μάχης παρά ένα μονάχα τάγμα ηρώων, που αρνήθηκε να υποχωρήσει και να σωθεί, κι όταν ο Άγγλος στρατηγός ζήτησε να παραδοθούν για να αποφευχθεί η «μάταιη αιματοχυσία», αφού πια είχε κριθεί και η μάχη και ο πόλεμος, ο επικεφαλής αξιωματικός των Γάλλων, ονόματι Καμπρόν, απάντησε στη πρόσκληση του Άγγλου «Σκατά!» Τούτο το «σκατά», φυσικά, δεν έχει καμία σχέση με τα «σκατά» που συζητάμε εδώ. Το «σκατά» του Καμπρόν, έχει ένα μεγαλείο. Να πώς το περιγράφει ο Ουγκώ : «Αισχύλιο μεγαλείο να βρίζεις τον κεραυνό. Ένα στήθος ξέσπασε γεμάτο περιφρόνηση. Ξεχείλισε η αγωνία του και πετάχτηκε με θόρυβο μεγάλο. Ένιωσε ο ασήμαντος μαχητής Καμπρόν πως σε τούτη την καταστροφή βρίσκεται ένα ψέμα… Όλοι οι Ευρωπαίοι βασιλιάδες, με τους ευχαριστημένους στρατηγούς τους, σωστοί βροντεροί Δίες, βρίσκονται μπροστά του… Κάτω από τη φτέρνα τους έχουν τη μεγάλη στρατιά και την αυτοκρατορική φρουρά. Τσάκισαν τον Ναπολέοντα. Κι ο μόνος που μένει είναι αυτός, ο Καμπρόν. Σε τούτο το σκουλήκι της γης έλαχε να διαμαρτυρηθεί. Και ζήτησε μια λέξη, όπως θα ζητούσε ένα ξίφος. Τον εκμηδένιζε το τεράστιο αποτέλεσμα μιας νίκης δίχως νικητές, μιας νίκης μέτριας, και εξεγείρεται απελπισμένος. Ναι, είναι νίκη τιποτένια. Το να φτύσει πάνω της δεν θα είχε μεγάλη σημασία. Τον πιέζει η δύναμη, η ύλη, ο αριθμός. Κι έτσι στην ψυχή του βρίσκει τη μόνη κατάλληλη έκφραση : το ξέχεσμα.» (Βίκτωρ Ουγκώ : Οι Άθλιοι, Τόμος Α΄, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2011, σελ. 217-218)
Συνεπώς : Όχι! δεν πρέπει να απορρίψουμε τη λέξη! Πρέπει να αντιστρέψουμε την έννοιά της και το στόχο της!
Ο κ. Στρος Καν, δεν διαθέτει το κύρος ενός τιμητή, και συνεπώς δεν μπορεί να παίξει το ρόλο του τιμητή. Όχι εδώ, στη χώρα μας, κι όχι με τον τρόπο που προσέγγισε τούτο το ρόλο. Πάντως εγώ κ. Στρος Καν, στα πλαίσια της συλλογικής ευθύνης, δεν θα προσέφευγα σε μειωτικούς χαρακτηρισμούς για το γαλλικό λαό, επειδή π.χ., μια παρηκμασμένη στρατιωτική και όχι μόνο ηγεσία οδήγησε τη Γαλλία στο όνειδος της ουσιαστικά μέσω περιπάτου από πλευράς Γερμανών ήττας της στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο «χρεώνοντας» στον απλό Γάλλο φαντάρο ανικανότητες αποκλειστικά δικές της, ούτε και θα προσέβαλα τους Γάλλους της «επικράτειας» της «κυβέρνησης» του Βισύ, στα πλαίσια μιας θεωρίας περί συλλογικής ευθύνης, για το σκύψιμο  του αυχένα (συγκεκριμένων ανθρώπων της εξουσίας) στον κατακτητή, αλλά ακόμη και για πολλά άλλα παραδείγματα που μπορώ να αναφέρω. Όχι ότι δεν θα το έκανα αν υπήρχε μια τέτοια ευθύνη, μα διότι δεν υπάρχει (τουλάχιστον στη λογική που εγώ τη θέτω σ’ αυτό το κείμενο) : ή, για να το πω διαφορετικά, υπήρχε τότε στη Γαλλία τόση συλλογική ευθύνη για τα ανωτέρω δύο ενδεικτικά παραδείγματα, όση είναι και η συλλογική ευθύνη σήμερα εδώ στη χώρα μου, για την διαφθορά.