Έπεα πτερόεντα… 3 : Εγώ θα πω, όμως, «ναι» στην ανυπακοή, σε όλες τις αντιλήψεις και πρακτικές που μας πλήγωσαν

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Η Ελλάδα έχει ξεκινήσει μια κούρσα προς τα κάτω: θέλει να κερδίσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα αποκτώντας τα χαμηλότερα στάνταρτ βιοτικού επιπέδου και αμοιβών στην ευρωζώνη. Βέβαια, κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να συμβεί δεδομένης και της πρόσφατης ένταξης στο ενιαίο νόμισμα της Εσθονίας. Ακόμα και σε καλύτερες συγκυρίες αυτή είναι μια επικίνδυνη στρατηγική. Δεδομένου ότι όλα τα μέλη της ευρωζώνης έχουν άρει τους φραγμούς στις μεταφορές προϊόντων και έχουν υιοθετήσει κοινό νόμισμα δεν υπάρχει η δυνατότητα να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα με κλασικές μεθόδους όπως η υποτίμηση ή η επιβολή δασμών.
Καθηγητής L. RANDALL WRAY, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 14 Αυγούστου 2010
Σύμφωνα με τον Γιούργκεν Χάμπερμας, κάνοντας λόγο για πολιτική ανυπακοή αναφερόμαστε σε μη βίαιες πράξεις, στις οποίες οι κανόνες δικαίου «παραβιάζονται συμβολικά». Τούτο σημαίνει ότι ενέργειες πολιτικής ανυπακοής στρέφονται μεν......... κατά του νόμου, εναρμονίζονται όμως με μια υπερκείμενη αρχή του δικαίου, την υπεράσπιση της οποίας επικαλείται η ηθική συνείδηση του ανυπάκουου πολίτη. Επιπλέον, ο ιδεότυπος του ανυπάκουου ενσαρκώνει το πρότυπο του αντι-τζαμπατζή: όχι μόνο δεν επωφελείται από ενέργειες άλλων, όπως κάνει ένας τυπικός λαθρεπιβάτης (freerider), αλλά αναλαμβάνοντας προσωπικό κόστος που φτάνει μέχρι το ρίσκο της ποινικής δίωξης και καταδίκης του επιδιώκει την παραγωγή ενός αποτελέσματος από το οποίο μπορεί να ωφεληθούν πολλοί άλλοι.
Βασιλική Γεωργιάδου Από την αντίσταση στην κομματική στρέβλωση, εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011
Σύμφωνα με τον Γιούργκεν Χάμπερμας, κάνοντας λόγο για πολιτική ανυπακοή αναφερόμαστε σε μη βίαιες πράξεις, στις οποίες οι κανόνες δικαίου «παραβιάζονται συμβολικά». Τούτο σημαίνει ότι ενέργειες πολιτικής ανυπακοής στρέφονται μεν κατά του νόμου, εναρμονίζονται όμως με μια υπερκείμενη αρχή του δικαίου, την υπεράσπιση της οποίας επικαλείται η ηθική συνείδηση του ανυπάκουου πολίτη. Επιπλέον, ο ιδεότυπος του ανυπάκουου ενσαρκώνει το πρότυπο του αντι-τζαμπατζή: όχι μόνο δεν επωφελείται από ενέργειες άλλων, όπως κάνει ένας τυπικός λαθρεπιβάτης (freerider), αλλά αναλαμβάνοντας προσωπικό κόστος που φτάνει μέχρι το ρίσκο της ποινικής δίωξης και καταδίκης του επιδιώκει την παραγωγή ενός αποτελέσματος από το οποίο μπορεί να ωφεληθούν πολλοί άλλοι.
Βασιλική Γεωργιάδου Από την αντίσταση στην κομματική στρέβλωση, εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

(συνέχεια από το προηγούμενο πάνω στην ομιλία του πρωθυπουργού στη σύνοδο του Εθνικού Συμβουλίου του κόμματός του, στις 4/3)
Εστιάζει ο πρωθυπουργός στο ειδικό ζήτημα της «ανυπακοής» και στο κίνημα «δεν πληρώνω». Είναι χαρακτηριστικά τα όσα λέει : «Και εγώ, θα πω «ναι» στην ανυπακοή. Όχι όμως στην ανυπακοή στους νόμους, που πρέπει όλοι ανεξαιρέτως να σεβόμαστε, αν θέλουμε να σταματήσει η ανομία και η ατιμωρησία στη χώρα και να διατηρηθεί η συνοχή της κοινωνίας. Μια ανομία, που επέτρεπε το δίκιο του ισχυρού, την ανισότητα και όχι την ισχύ του Δικαίου. Εγώ θα πω, όμως, «ναι» στην ανυπακοή, σε όλες τις αντιλήψεις και πρακτικές που μας πλήγωσαν. Ναι, να κάνουμε κίνημα ανυπακοής σε κάθε πίεση για φακελάκι. Ανυπακοή σε κάθε αίτημα για «γρηγορόσημο». Σε κάθε μίζα, κάτω από το τραπέζι. Για την Εφορία, την Πολεοδομία ή το δίπλωμα οδήγησης. Σε αυτή την ανυπακοή, είμαστε δίπλα και μαζί με τον πολίτη. Γιατί μόνο με τη συμμετοχή, το θάρρος και την όρεξη όλων μας, θα ξεριζώσουμε για τα καλά, όλα εκείνα τα φαινόμενα που μας πλήγωσαν και οδήγησαν την πατρίδα μας εκεί όπου βρέθηκε. Μόνο με αυτή τη συμμετοχή, θα πετύχουμε
Επί τάπητος λοιπόν το θέμα της κοινωνικής αντίδρασης σε ό,τι η κοινωνία θεωρία «παράνομο». Ο κ. πρωθυπουργός καθορίζει το «πλαίσιο» της ανυπακοής. Κατά την αντίληψή του, η κοινωνία μπορεί (αν δεν υποχρεούται) να λέει «όχι», όχι ως κοινωνία, μα στο πλαίσιο των διατομικών σχέσεων. Εγώ π.χ., με τον γιατρό που ζητά φακελάκι, εγώ με τον κρατικό υπάλληλο που μου ζητά «γρηγορόσημο». Σε καμιά όμως περίπτωση «στους νόμους, που πρέπει όλοι ανεξαιρέτως να σεβόμαστε». Εδώ, οι λέξεις έχουν τη σημασία τους. «Να σεβόμαστε»; Κι από πότε κύριε πρωθυπουργέ, σεβασμός διατάσσεται; Επιβάλλεται, ναι! Διατάσσεται όμως. Γνωρίζετε κύριε πρωθυπουργέ, πως όπως ό,τι είναι νόμιμο δεν είναι και ηθικό, έτσι και ό,τι είναι νόμιμο δεν είναι σώνει και καλά δίκαιο. Οι κοινωνίες συνολικά, συνήθως, έχουν ένα πολύ πιο αναπτυγμένο αισθητήριο από τους ηγέτες της για το τι είναι ηθικό και δίκαιο και τη σχέση τους με το νόμιμο. Ο νόμος, δεν είναι άλλωστε κάτι που το ίδιο σας το κόμμα δεν το έχει καταγγείλει στο παρελθόν, μπορεί λ.χ. να υπηρετεί και εξυπηρετεί όχι το γενικό και δημόσιο συμφέρον, μα καταστάσεις ακόμη και αποικιοκρατικού τύπου. Ίδιες ή παρόμοιες διαπιστώσεις έκανε και το έτερο κόμμα εξουσίας κατά καιρούς, για διάφορες υποθέσεις. Γνωρίζετε ακόμη κύριε πρωθυπουργέ την ιστορία του τόπου σας. Γνωρίζετε ότι η Δικαιοσύνη έχει στις τάξεις της Τερτσέτηδες, μα έχει και Σχινάδες. Αυτά τα τελευταία τα θέτω προς συζήτηση, διότι επ’ αυτών πρέπει ο πρωθυπουργός, ένας πρωθυπουργός ν’ απαντά, κι όχι επί των αυτονοήτων, π.χ. να πούμε «όχι» στο φακελάκι και το «γρηγορόσημο» : έλεος κύριε πρωθυπουργέ! λέει κανείς «ναι» σ΄ αυτά; Είναι αυτά παραδείγματα; Παράδειγμα είναι μα μας λέγατε, γιατί οι εργαζόμενοι και η κοινωνία γενικά που φτώχαινε εν μια νυκτί κατά 30-40%, πρέπει να λέει «ναι» στο να πληρώνει ληστρικά διόδια, και γιατί θα έπρεπε να λέει «ναι», ακόμα κι αν δεν φτώχαινε καθόλου!
Η αντοχή του νομικού μας πολιτισμού και του δικαιϊκού μας συστήματος, θα κριθεί κι αυτή τούτη τη περίοδο. Ήδη, αυτό που εισπράττω ως γενικό ερέθισμα, είναι ότι όλα θα πεχτούν σε ερμηνευτικές νομικές ακροβασίες, που όμως, όσο περισσότερο θα επιλέγεται αυτή η στρατηγική ως υποστηρικτική προσπάθεια όλων εκείνων των πολιτικών που βρίσκονται απέναντι στην περί κοινού αισθήματος δικαίου του λαού, τόσο το χάσμα θα βαθαίνει και η κοινωνική αναταραχή θα φαντάζει όλο και πιο πιθανό σενάριο. Μια τέτοια ακροβασία, όπως εκτιμώ, θα είναι η φιλολογία που θα αναπτυχθεί γύρω απ’ την έννοια του γενικού και δημοσίου συμφέροντος. Πάνω σ’ αυτό το θέμα, ενώ ο λαός έχει μάλλον κατασταλαγμένες απόψεις, έστω κι αν αυτή η αντίληψη δεν πληροί όλα τα νομικά κριτήρια και ιδίως εκείνα που έχουν να κάνουν με την «απόδειξη» και το «ορισμένο» της άποψης. Μου προξένησε πράγματι μεγάλη εντύπωση η εισήγηση των Συμβούλων της Επικρατείας που αποφαίνονται ότι το Μνημόνιο δεν είναι αντισυνταγματικό,
(βέβαια, περιμένουμε να δούμε τι θα πει και η ολομέλεια του ΣτΕ), όπως αντιθέτως ισχυρίζεται σχετική κατατεθείσα προσφυγή. Δεν θα κάνω το δεοντολογικό ατόπημα να σχολιάσω την άποψη των εισηγητών δικαστών. Αυτή είναι η άποψή τους, είναι σεβαστή, όσο κανείς δεν μπορεί να καταλογίσει ότι δεν προέρχεται από την ελευθέρα τους βούληση και αποτελεί μια κρίση κατά συνείδηση. Όμως, την ίδια στιγμή, δεν μπορώ να μην έχω κι εγώ γνώμη για τη γνώμη των κρινόντων. Δεν θα σταθώ σε όλα τα σημεία της εισήγησής τους. Αρκεί η αναφορά σε ένα δύο μόνο, έτσι, για να δώσω το «χρώμα» στη δική μου προσέγγιση, πάντα με βάση τον κοινό νου και τη κοινή αντίληψη των πραγμάτων, βάσεις τις οποίες καμία δικαστική απόφαση δεν πρέπει να αγνοεί.
Αναφέρει μεταξύ άλλων η σχετική εισήγηση :
«Οι περικοπές μισθών και συντάξεων δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου συμφέροντος και σε κάθε περίπτωση «υπήρξε πρόνοια οι μισθοί και οι συντάξεις να διατηρούνται σε βιώσιμα επίπεδα».
Πρώτο ερώτημα : πώς, με βάση ποια κριτήρια ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ότι το «βιώσιμο επίπεδο»; (Εκτός κι αν στην πλήρη εισήγηση, (εγώ εδώ δεν έχω υπ’ όψη μου παρά αποσπάσματα), πράγματι, κατατίθεται η σχετική ΑΠΟΔΕΙΞΗ). Αν η απόδειξη λείπει, τότε εδώ δεν έχουμε παρά απλές δηλώσεις των δικαστών που δεν υποστηρίζονται από το απαραίτητο αποδεικτικό υλικό.
Δεύτερο ερώτημα : Ποια είναι τα κριτήρια και Ο ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΒΙΩΣΙΜΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ, ώστε να γνωρίζουμε κι εμείς, από ποιο επίπεδο (έστω στο περίπου) και πάνω (ή κάτω), μπορούμε ή δεν μπορούμε να μιλάμε για «βιώσιμο επίπεδο»;
Τρίτο ερώτημα : το βιώσιμο επίπεδο προσδιορίζεται μόνο από το σκέλος των εσόδων, ή και από τη γενικότερη χρέωση των ελληνικών νοικοκυριών;  Όταν ο νουνεχής εργαζόμενος, ρύθμιζε το επίπεδο της χρέωσής του με βάση τα έσοδά του, και αίφνης, η Πολιτεία περικόπτει το σκέλος των εσόδων του, χωρίς να περικόπτει και το σκέλος των οφειλών του (που ταυτόχρονα αποτελεί εισόδημα για τους πιστωτές του), αυτό, (α) συνυπολογίστηκε, και (β) στο δημόσιο συμφέρον συνεισφέρουν μόνο οι μισθοσυντήρητοι και όχι οι άλλοι κάτοχοι εισοδημάτων όπως οι δανειστές τους;
Τέταρτο ερώτημα : Οι εισηγητές δικαστές έχουν άραγε συνυπολογίσει το αν, ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ, και οι υπόλοιπες παραγωγικές τάξεις, τόσο σε επίπεδο φυσικών όσο και σε επίπεδο νομικών προσώπων, ΜΕΤΕΧΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ; Παραδείγματος χάριν, έτσι χάριν συγκρίσεως, ζήτησαν οι δικαστές στοιχεία του ύψους των ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ατομικών εισοδημάτων ας πούμε των πλουσιότερων 1000 οικογενειών της χώρας, ώστε να διαπιστώσουν αν και αυτών τα εισοδήματα μειώθηκαν ΑΝΑΛΟΓΑ  μ΄ εκείνα των μισθωτών, ώστε ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΒΕΒΑΙΟΙ ΠΩΣ Η ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ, ΔΕΝ ΑΦΟΡΑ ΜΕΡΙΚΟΥΣ, ΑΦΟΥ ΕΞ ΟΡΙΣΜΟΎ, ΟΥΔΕΙΣ ΔΥΝΑΤΑΙ ΝΑ ΑΠΟΦΥΓΕΙ ΤΑ ΑΝΑΛΟΓΟΥΝΤΑ Σ’ ΑΥΤΟΝ ΒΑΡΗ ΟΤΑΝ ΚΑΙΝΕΙΣ ΕΠΙΚΑΛΕΙΤΑΙ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ!
Πέμπτο ερώτημα : Δοθέντος ότι βοά η κοινωνία και η «αγορά» για το πλιάτσικο που έγινε στο δημόσιο χρήμα και στη δημόσια περιουσία, (ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει αναφερθεί σ’ αυτό), άραγε έχει κάποια σημασία για τι δικαστήριο το αν προηγούμενα το Κράτος δρομολόγησε όλες τις απαραίτητες διαδικασίες για τον εντοπισμό των ληστών και κλεπτών του δημόσιου χρήματος και πλούτου, ώστε ΠΡΩΤΑ ΑΥΤΟΙ ΕΞ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ να συμβάλλουν δια της δημεύσεως και κατασχέσεων των προϊόντων παρανόμου πλουτισμού, κι ακολούθως να επιρριφθούν τα βάρη στα συνήθη υποζύγια;
Έβδομο ερώτημα : Ελήφθη υπόψη από τους δικαστές εισηγητές, αν το χρέος είναι όντως στο σύνολό του νόμιμο, κατά τον καθορισμό ιδίως των τόκων, και αν υπάρχει συνυπευθυνότητα και των ίδιων των δανειστών, αν λειτούργησαν κατά παράβαση των κλασικών της συντηρητικότητας στους εκάστοτε δανεισμούς τους προς το ελληνικό κράτος, και με τη δέουσα επιμέλεια ώστε να μην εκτίθενται σε πιστωτικούς κινδύνους πέραν ενός ευλόγου ορίου; Και ποιο άραγε σκοπό εξυπηρετεί κάποιος, όταν εξακολουθεί να δανείζει χωρίς καμία πρόνοια έναν που όσο περνάει ο καιρός είναι όλο και πιο φανερό ότι εισέρχεται στη περιοχή του υπερδανεισμού; Πρόκειται άραγε περί «ελαφράς αμέλειας», ή για κάτι άλλο; Γνωρίζουν αναμφίβολα οι δικαστές μας το τι έρχεται στο φως της δημοσιότητας κάθε λίγο και λιγάκι. Έτσι, π.χ., γνωρίζουν τη δήλωση – ομολογία του προέδρου του Eurogroup κ. Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, τον Οκτώβρη του περασμένου χρόνου, με την οποία ούτε λίγο ούτε πολύ παραδέχτηκε ότι οι Βρυξέλλες, ουδόλως αγνοούσαν την ολέθρια πορεία στην οποία είχε μπει η ελληνική οικονομία, από πάρα πολλά χρόνια πριν, αλλά παρ’ όλα αυτά, σιωπούσαν! Γιατί άραγε; Σε ρεπορτάζ του Β. Δεμίρη απ΄ τις Βρυξέλλες στις 17/10/2010, αναφέρεται μεταξύ άλλων : «Η αναφορά του Γιούνκερ, σύμφωνα με την οποία η ελληνική κρίση και το χρονικό του προαναγγελθέντος εκτροχιασμού της οικονομίας έχουν τις ρίζες τους σε δύο και τρεις δεκαετίες και όχι στον τελευταίο χρόνο, αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τον τρόπο με τον οποίον ορισμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις «έκαναν τα στραβά μάτια», αποκομίζοντας οφέλη σε εμπορικό επίπεδο από την αύξηση των εξαγωγών τους.» (Εφ. ΕΘΝΟΣ, www.ethnos.gr) Υπάρχει άραγε εδώ, πεδίο δικαστικού ενδιαφέροντος; Ασφαλώς οι δικαστές μας, θα γνωρίζουν ότι έγκυροι ξένοι και έλληνες επιστήμονες αλλά και άλλοι, υποστηρίζουν ότι πρέπει να γίνει επανέλεγχος της νομιμότητας του χρέους. (Βλέπε π.χ. εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 4/3/2011) Όμως, εξίσου ενδιαφέρον από άποψη αποδεικτική αλλά και διαμόρφωσης της δικανικής κρίσης, είναι και το ερώτημα, ακόμη κι αν είμαστε στη φάση της χρεωκοπίας, αυτό που πολύ σωστά σημειώνει ο Τ. Φωτόπουλος : «το πραγματικό δίλημμα για τον Ελληνικό λαό δεν είναι χρεοκοπία ή όχι, «το πραγματικό δίλημμα είναι:  χρεοκοπία με βάση τους επαχθείς όρους που μας επιβάλλουν οι «εταίροι» μας, ή χρεοκοπία στην οποία θα επιβάλουμε τους δικούς μας όρους». Και η Ελλάδα βρίσκεται σε κατάσταση άτυπης χρεοκοπίας από τη στιγμή που έχασε κάθε ίχνος οικονομικής κυριαρχίας με την ανάθεση της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής της στη Τρόικα με βάση τη δανειακή συνθήκη του Μάη 2010 που επέβαλλε όρους πολύ επαχθέστερους από τους αποικιακούς όρους δανεισμού της χώρας του 1898! Το αν θα ακολουθήσει και τυπική χρεοκοπία, με τη μορφή π.χ. της επαναδιαπραγμάτευσης του Χρέους, είναι επομένως δευτερεύον θέμα για τα λαϊκά στρώματα που καταδικάζονται με την Συνθήκες του Μάαστριχτ, Λισσαβόνας κ.λπ. και το «Μνημόνιο» να πληρώνουν στο διηνεκές πολύ ακριβό τίμημα για την απώλεια κάθε ίχνους οικονομικής κυριαρχίας.» (Τάκης Φωτόπουλος : Η «Θατσεροπoiηση» της Ελλάδας  και η Αριστερά, εφ. Η ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 29/1/2011) Όπως το θέτει σε συνέντευξή της η Σοφία Σακοράφα (Ελευθεροτυπία, Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011 ) «Ζητούμενο είναι όχι εάν η Ελλάδα μπορεί να πληρώσει το χρέος, αλλά τι πρέπει να πληρώσει από το χρέος».
Όγδοο ερώτημα : Πώς άραγε, με ποιο τρόπο συνδέεται το δημόσιο συμφέρον με τις περικοπές μισθών και συντάξεων, όταν το ίδιο το Κράτος, διαχρονικά αποδεικνύει ότι κατ΄ ουσίαν δεν επιδιώκει τη πάταξη της μεγάλης φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής, που από μόνες τους σε βάθος ολίγων χρόνων θα μπορούσαν να μειώσουν δραστικά το χρέος; Ή πρόκειται για απλή ανικανότητα; Πώς τούτη η πραγματικότητα, συνδυάζεται και συνεκτιμάται με την προσέγγιση του δημοσίου
Ένατο ερώτημα : Έχουν οι εισηγητές δικαστές λάβει υπόψη τους κατά τη προσέγγιση του δημοσίου συμφέροντος, τα όρια ανοχής και υπομονής της ελληνικής κοινωνίας, και τι συνέπειες θα είχε για το δημόσιο συμφέρον μια μεγάλη και πολύ περισσότερο γενικευμένη κοινωνική ταραχή, ακόμη κι αν προδήλως η κοινωνία, στη συντριπτική της πλειοψηφία βρισκόταν σε κατάσταση πλάνης;
 «Η συμφωνία με την τρόικα δεν απειλεί σε καμία περίπτωση την εθνική κυριαρχία αφού «δεν παραχωρούνται με αυτή αρμοδιότητες σχετικές με την άσκηση της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής της χώρας και την εποπτεία της υλοποιήσεώς της στα κράτη μέλη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνουν οι αιτούντες, ούτε με τις διατάξεις του ν. 3845/2010 αναγνωρίζονται εξουσίες σε όργανα διεθνών οργανισμών, περιορίζουσες καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας, η ελληνική δε κυβέρνηση διατηρεί την κατ’ άρθρο 82 του Συντάγματος εξουσία της για τη χάραξη της γενικής πολιτικής της χώρας».
Μα, φαίνεται ειλικρινώς, πως ζω μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα, για να μη πω σε μια εικονική πραγματικότητα. Μα, αυτές οι κάθε δύο μήνες επισκέψεις των εκπροσώπων της Τρόϊκας και οι συνεντεύξεις Τύπου των μελών τους, που ευθέως εμπλέκονται και στα πολιτικά ζητήματα της χώρας μας, τι νομίζει κανείς ότι είναι; Απλές καταγραφές του δούναι και λαβείν κάποιων λογιστικών κατάστιχων, κι ακολούθως λένε στη κυβέρνηση : «ξέρετε, εμείς βλέπουμε ότι έχετε πρόβλημα, εμάς δεν μας ενδιαφέρει τι μέτρα θα πάρετε, απλώς πάρτε μέτρα και εγγυηθείτε την αποπληρωμή των χρημάτων μας»; Μα υπάρχει κάποιος σ’ αυτό το τόπο που να πιστεύει ότι όχι μόνο η δημοσιονομική διαχείριση, ούτε καν μόνο η οικονομική διαχείριση, μα και η κοινωνική πολιτική, επιβάλλεται απ’ τη Τρόϊκα; Και ποια αξία έχει για τους εισηγητές δικαστές η δήλωση του ίδιου τους πρωθυπουργού, του επικεφαλής δηλαδή της εκτελεστικής εξουσίας που ΔΗΛΩΝΕΙ ότι έχει εκχωρηθεί μερικά (έστω κατ’ αυτόν) εθνική κυριαρχία; Μάλιστα, θα έλεγα στους δικαστές, να καλέσουν τον ίδιο τον πρωθυπουργό να τους εξηγήσει τι εννοεί με την δήλωσή του ότι εκχωρήθηκε μέρος της εθνικής κυριαρχίας, και κυρίως τι εννοούσε λίγες εβδομάδες πριν όταν στη Βουλή δήλωνε ότι «δεν θα απωλέσουμε ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ της εθνικής μας κυριαρχίας» (http://kostasxan.blogspot.com) Για τους δικαστικούς οι οποίοι τόσο πολύ εξετάζουν τη σημασία της όποιας λέξης διατυπώνεται σ’ ένα δικόγραφο, τι σημαίνει άραγε ότι θα διατηρήσουμε τα «ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ» της εθνικής μας κυριαρχίας; Ο καθηγητής Κώστας Χρυσόγονος (Η χαμένη τιμή της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο μηχανισμός «στήριξης της ελληνικής οικονομίας» από την οπτική της εθνικής κυριαρχίας και της δημοκρατικής αρχής, εις http://constitutionalism.gr,  27/11/2010), επί παραδείγματι, ανάμεσα σε πολλά άλλα, σημειώνει ότι (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου) «Ο νόμος 3845/2010 (ΦΕΚ Α’ 65/6.5.2010), με τίτλο «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο», καθώς και το νομοσχέδιο για την κύρωση της από 8.5.2010 δανειακής σύμβασης μεταξύ της Ελλάδας αφενός και των υπολοίπων κρατών-μελών της ευρωζώνης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (στο εξής: ΔΝΤ) αφετέρου, αποτελούν αληθινή πρόκληση για σχολιασμό από μέρους της συνταγματικής θεωρίας… Το πρώτο άρθρο του ν. 3845/2010 περιγράφει το ιστορικό της δημιουργίας του «μηχανισμού στήριξης», στις παραγράφους 1 έως 3, ενώ η παράγραφος 4 εξουσιοδοτούσε τον Υπουργό Οικονομικών να υπογράφει μνημόνια, συμφωνίες και συμβάσεις για την εφαρμογή του μηχανισμού, με την προσθήκη ότι αυτά θα εισάγονται στη Βουλή για κύρωση. Τούτο ήταν όμως ούτως ή άλλως επιβεβλημένο, δεδομένου ότι οι συμβάσεις αυτές εμπίπτουν, λόγω του αντικειμένου τους, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 36 παρ.2 του Συντάγματος. Πέντε (!) μόλις ημέρες μετά τη δημοσίευση του ν. 3845/2010 ωστόσο ο ν. 3847/2010 (ΦΕΚ Α’ 67/11.5.2010) ήρθε να ανατρέψει την πρόβλεψη εκείνη και να ορίσει, στην παρ.9 του μόνου άρθρου του, ότι τα ανωτέρω μνημόνια, συμφωνίες και συμβάσεις εισάγονται στη Βουλή όχι για κύρωση, αλλά για «συζήτηση και ενημέρωση» (ως εάν να επρόκειτο όχι για το νομοθετικό σώμα, αλλά για λέσχη συζητήσεων ή για καφενείο) και ακόμη ότι «ισχύουν και εκτελούνται από της υπογραφής τους». Η παρ. 9 του μόνου άρθρου του ν. 3847/2010 αντιβαίνει ευθέως όχι μόνο προς την παρ. 2, αλλά και προς την παρ. 1 του άρθρου 36 Συντ., αφού έτσι διεθνής παραστάτης του κράτους καθίσταται ο Υπουργός Οικονομικών αντί του Προέδρου της Δημοκρατίας, με τη σιωπηρή κατάργηση, ως προς τις συμβάσεις αυτές, της επικύρωσής τους από τον τελευταίο ως προϋπόθεσης της ισχύος τους. Περαιτέρω παραβιάζεται με τον ίδιο τρόπο και το άρθρο 35 παρ. 1 του Συντάγματος, στο οποίο ως εκ περισσού παραπέμπει και ρητά η παρ. 1 του άρθρου 36 Συντ. Ακόμη παραβιάζεται και η παρ.4 του άρθρου 36 Συντ., διότι ουσιαστικά παρέχεται έτσι στον Υπουργό Οικονομικών εξουσιοδότηση συλλήβδην για υπογραφή, κύρωση και επικύρωση των σχετικών διεθνών συνθηκών. Το δεύτερο άρθρο, παρ. 1, εδάφιο α’ του ν. 3845/2010 παρέχει γενική νομοθετική εξουσιοδότηση για τη λήψη, με τη μορφή προεδρικών διαταγμάτων, όλων των ενδεικνυομένων μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του προγράμματος… Συνεπώς ο ν. 3845/2010 είναι νόμος-πλαίσιο. Σύμφωνα με το άρθρο 43, παρ. 4, εδ. β’ του Συντάγματος «με τους νόμους αυτούς χαράζονται οι γενικές αρχές και οι κατευθύνσεις της ρύθμισης που πρέπει να ακολουθηθεί και τίθενται χρονικά όρια για τη χρήση της εξουσιοδότησης». Στην προκείμενη περίπτωση οι γενικές αρχές και κατευθύνσεις θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι περιέχονται στο σχέδιο προγράμματος, δηλαδή κυρίως στα παραρτήματα ΙΙΙ και ΙV του νόμου. Ωστόσο τα παραρτήματα αυτά, με άλλες λέξεις τα δύο μνημόνια, περιέχουν…, καθορισμό στόχων και αριθμητικών μεγεθών χωρίς να διευκρινίζουν πάντοτε τον τρόπο επίτευξής τους… Εάν γίνει δεκτό ότι ο Υπουργός Οικονομικών και ο κατά περίπτωση συναρμόδιος Υπουργός μπορούν να προκαλούν την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων για την κατάργηση οποιασδήποτε κρατικής δαπάνης ή για τον προσπορισμό κάθε είδους εσόδου στο δημόσιο, ανατρέποντας όλη την ισχύουσα νομοθεσία για τα έτη εκείνα τουλάχιστον, με βάση την εξουσιοδότηση του άρθρου 2 παρ.1 ν. 3845/2010 και έως το όριο των δέκα δισεκατομμυρίων ευρώ, τότε θα οδηγηθούμε σε καταρράκωση κάθε έννοιας διάκρισης των λειτουργιών. Κάτι τέτοιο όμως δεν θα ήταν πια γενική νομοθετική εξουσιοδότηση ή νόμος-πλαίσιο, αλλά κράτος έκτακτης ανάγκης.» Δεν πρόκειται πάντως να επεκταθώ σε όλη τη προβληματική του ενδιαφέροντος αυτού άρθρου, αφού σκοπός μου είναι να επισημάνω ζητήματα που απαιτούν περαιτέρω εξηγήσεις και διερευνήσεις που όσο δεν δίνονται, σε μας τους απλούς πολίτες, μένει ένας εύλογος προβληματισμός, τουλάχιστον αυτό, ότι κάτι δεν πάει καλά σε τούτη την υπόθεση του Μνημονίου.
Επί του παρόντος, δεν θα επεκταθώ άλλο επί του θέματος, παρά τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες απόψεις που παρατίθενται σε άλλα σημεία της εισήγησης, αλλά και σε σημεία που γίνονται αναφορές στην αναγκαιότητα του Μνημονίου, χωρίς όμως να διαπιστώνω η δικανική κρίση να συγκροτείται επί τη βάσει και των αντιτιθέμενων απόψεων, δηλαδή όσων υποστηρίζουν ότι το Μνημόνιο είναι ολέθριο για την οικονομία της χώρας. Κι αξίζει να τεθεί το ερώτημα : Έλαβαν υπόψη τους οι εισηγητές, ότι κάθε μέρα που περνά αποδεικνύεται το πόσο ελάχιστα ή καθόλου το Μνημόνιο οδηγεί τη χώρα προς την έξοδο απ’ τη κρίση, (αντιθέτως μάλιστα!), το πόσο αναποτελεσματικό είναι; Ποια η σημασία της διαφοράς μεταξύ μισθών που κινούμαστε γύρω στο μισό του ευρωπαϊκού μέσου όρου και της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας που είναι περίπου όσο και ο μέσος ευρωπαϊκός όρος; Δεν είναι αυτό που ευφυώς λέγεται ότι «εργαζόμαστε σαν Γερμανοί αλλά πληρωνόμαστε σαν έλληνες»; (βλέπε το σχετικό ρεπορτάζ της Δήμητρας Καδδά, στην Ελευθεροτυπία, 13/2/2011) Να υπενθυμίσουμε ακόμα, «…μοναδιαίο κόστος εργασίας (unit labour cost) στην Ελλάδα την 10ετία 2000-2010 αυξήθηκε πολύ λιγότερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωζώνης. Κατά συνέπεια, ως προς το στοιχείο του εργατικού κόστους τα ελληνικά προϊόντα έγιναν ανταγωνιστικότερα. Αρα; Γιατί επιδεινώθηκε το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου; Μήπως τα ελληνικά προϊόντα υποκαταστάθηκαν στις ευρωπαϊκές αγορές από αντίστοιχα, από χώρες της ζώνης του δολαρίου ή άλλων νομισμάτων, που υποτιμήθηκαν σημαντικά έναντι του ευρώ την τελευταία 7ετία; Εχουν υπολογίσει όλα αυτά τα ξεφτέρια τι σήμαινε για τον ελληνικό τουρισμό η πτήση του ευρώ από το 1:1 στο 1:1,5 δολ.; Και τι σήμαινε -παρά τη σημαντική αύξηση των εξαγωγών γεωργικών προϊόντων- το ίδιο γεγονός για την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων στις αγορές της Ανατολικής Ευρώπης;» (Στάθη Σχινά : Η θεωρία της εσωτερικής υποτίμησης και άλλες απίθανες βλακείες..., 20/12/2010 εις www.axiaplus.gr)  Ότι ακόμη και υπουργοί της κυβέρνησης, όπως π.χ. η υπουργός κ. Λούκα Κατσέλη σε πρόσφατη σχετικά συνέντευξή της στον «Ελεύθερο Τύπο» μίλησε για ανάγκη επαναδιαπραγμάτευσης όρων του Μνημονίου, ενώ πιο κάθετη είναι η αξιωματική αντιπολίτευση; Σημαίνει αυτό κάτι κατά τη προσέγγιση του «δημοσίου συμφέροντος» και των μονομερών (εις βάρος τω μισθωτών και των συνταξιούχων), κατά τα ανωτέρω επιβληθεισών βαρών για την εξυπηρέτησή του;
Αλλά μεγαλύτερη νομική σημασία θα έχει η απόφαση του ίδιου του δικαστηρίου. Τότε θα μας δοθεί η ευκαιρία να τα ξαναπούμε. (Τα σχετικά αποσπάσματα παραπάνω, είναι αναρτημένα σε διάφορα sites και blogs στο διαδίκτυο απ’ όπου και τα πήρα, και υπενθυμίζω τη σημείωσή μου, ότι δεν έχω πρόχειρη τη συνολική εισήγηση ώστε να διαπιστώσω αν πράγματι οι εδώ παρατιθέμενες ενστάσεις μου κατ΄ ουσίαν απαντώνται κατά τρόπο ικανοποιητικό).
(συνεχίζεται)