Δημοτική Επιτροπή Διαβούλευσης: Ο κοινωνικός διάλογος σε τοπικό επίπεδο

Γράφει ο Θεόδωρος Κουτρούκης*

Έχει υποστηριχθεί πως οι διαδικασίες κοινωνικής εταιρικότητας δημιουργούν ένα δημόσιο χώρο της κοινωνίας των πολιτών στο πλαίσιο της ελεύθερης οικονομίας ανάμεσα στην αγορά και το κράτος. Σύμφωνα με τον ορισμό της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής « Κοινωνικός Διάλογος (ΚΔ) είναι η προσπάθεια επικοι­νωνίας και συνεννόησης κοινωνικών ομάδων διαφορετικών συμφερόντων, για την επίλυση προβλημάτων που τους αφορούν ή για την αναζήτηση, ανάδειξη ή και κατάκτηση κοινών στό­χων ή απλώς για ανταλλαγή απόψεων μεταξύ τους». Σε αυτό το χώρο οι ενεργοί πολίτες μπορούν να διαμορφώσουν κοινω­νικές δομές με συγκεκριμένα μέτρα, τα οποία αποτελούν ένα συμβιβασμό μεταξύ συ­γκρουόμε­νων μερών .
Εξάλλου, η ισχύς και η αποτελεσματικότητα μιας τοπικής εταιρικής σχέ­σης των κοινωνικών πρωταγωνιστών ενισχύεται από τις κοινές τοπικές τους καταβολές και την αμοιβαία εμπιστοσύνη που συνήθως υφίσταται.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει υπογραμμίσει ότι οι διαδικασίες κοινωνικού διαλόγου στο το­πικό επίπεδο μπορούν να ..........προωθήσουν καινοτομικές λύσεις στην ανάπτυξη της απασχόλη­σης, την αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και εργα­σίας. Φαίνεται, επιπλέον, πως είναι ευρέως αποδεκτή η διαπίστωση ότι μερικά προβλήματα όπως η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, η καταπολέμηση της ανεργίας και γενικά η ρύθμιση της αγοράς εργασίας μπορούν να αντιμετωπιστούν πιο αποτελεσματικά σε τοπικό παρά σε εθνικό επίπεδο.
Σε μια σχετική μελέτη του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας σημειώνεται πως οι τοπικές κοινωνικές εταιρικές σχέσεις που στοχεύουν στην άμεση ανάμειξη των διάφορων φορέων του δημόσιου βίου επι­χειρούν, λειτουργικά, να προσαρμόσουν τις μακροοικονομικές πολιτικές στο τοπικό επίπεδο και δομικά να εμπλέξουν τους κοινωνικούς εταίρους στη διοίκηση της τοπικής αγοράς εργα­σίας με περιο­ρισμό της γραφειοκρατίας. Άλλωστε, το σχετικό πραγματολογικό υλικό δείχνει ότι τα μέτρα πο­λιτικής στο τοπικό/ αποκεντρωμένο επίπεδο, που αποτελούν αντικείμενο δια­πραγμάτευσης και συμφωνίας, είναι η καταλληλότερη μέθοδος για να ρυθμιστεί  η ισορροπία ανάμεσα στην προ­σφορά και τη ζήτηση εργασίας. Ωστόσο, ο τοπικός ΚΔ είναι μια διαδικασία μακροχρόνια με εν­διαφέρουσες προοπτικές αλλά και με αρκετές δυσκολίες για τους κοινωνι­κούς εταίρους .
Μια αντίστοιχη διαδικασία ΚΔ σε τοπικό επίπεδο προβλέπει και ο "Καλλικράτης" που θεσμοθετεί για πρώτη φορά τη λειτουργία Δημοτικής Επιτροπής Διαβούλευσης (ΔΕΔ) σε κάθε Δήμο με πληθυσμό μεγαλύτερο από 10.000 κατοίκους. Η συγκρότηση των ΔΕΔ ορίζεται με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται με πλειοψηφία των 2/3 των μελών του και εκδίδεται εντός δύο (2) μηνών από την εγκατάσταση των δημοτικών αρχών. Η σύνθεση της ΔΕΔ περιλαμβάνει εκπροσώπους της τοπικής κοινωνίας και συγκεκριμένα:
α) των τοπικών εμπορικών και επαγγελματικών συλλόγων και οργανώσεων
β) των επιστημονικών συλλόγων και φορέων
γ) των τοπικών οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών
δ) των εργαζομένων στο δήμο και τα νομικά του πρόσωπα
ε) των ενώσεων και συλλόγων γονέων
στ) των αθλητικών και πολιτιστικών συλλόγων και φορέων
ζ) των εθελοντικών οργανώσεων και κινήσεων πολιτών
η) άλλων οργανώσεων και φορέων της κοινωνίας των πολιτών
θ) εκπρόσωποι των τοπικών συμβουλίων νέων και
ι) από δημότες.
Οι κύριες αρμοδιότητες της ΔΕΔ είναι:
α) Γνωμοδοτεί στο δημοτικό συμβούλιο σχετικά με τα αναπτυξιακά προγράμματα και τα προγράμματα δράσης του δήμου, το επιχειρησιακό πρόγραμμα και το τεχνικό πρόγραμμα του δήμου.
β) Γνωμοδοτεί για θέματα γενικότερου τοπικού ενδιαφέροντος, που παραπέμπονται σε αυτή από το δημοτικό συμβούλιο ή τον δήμαρχο.
γ) Εξετάζει τα τοπικά προβλήματα και τις αναπτυξιακές δυνατότητες του δήμου και διατυπώνει γνώμη για την επίλυση των προβλημάτων και την αξιοποίηση των δυνατοτήτων αυτών.
δ) Δύναται να διατυπώνει παρατηρήσεις επί του περιεχομένου των κανονιστικού χαρακτήρα αποφάσεων οι οποίες εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 79 του Κ.Δ.Κ
Η διατύπωση γνώμης από τη ΔΕΔ δεν αποκλείει την παράλληλη ηλεκτρονική διαβούλευση με τους πολίτες, μέσω διαδικτύου. Οι προτάσεις της ηλεκτρονικής διαβούλευσης συγκεντρώνονται και συστηματοποιούνται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του δήμου και παρουσιάζονται από τον πρόεδρο της ΔΕΔ κατά την αντίστοιχη συνεδρίασή της.
Η ΔΕΔ συνεδριάζει δημόσια, μετά από πρόσκληση του προέδρου της, υποχρεωτικά μια φορά το χρόνο, πριν από τη σύνταξη των προσχεδίων του προϋπολογισμού και του ετήσιου προγράμματος δράσης και τουλάχιστον μία φορά κάθε τρεις (3) μήνες για άλλα θέματα που εισάγονται προς συζήτηση.
Το δημοτικό συμβούλιο μπορεί να ψηφίζει σχετικό κανονισμό διαβούλευσης, ο οποίος ρυθμίζει όλα τα θέματα τα σχετικά με τις διαδικασίες διαβούλευσης, τη συμμετοχή φορέων και πολιτών σε αυτή, καθώς και την παρουσίαση των πορισμάτων της.
Ο συνολικός αριθμός των μελών της ΔΕΔ, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου, μπορεί να είναι από είκοσι πέντε (25) έως πενήντα (50) μέλη. Σε ποσοστό ένα τρίτο (1/3) του συνολικού αριθμού των μελών εκπροσώπων φορέων ορίζονται επιπλέον μέλη, μετά από κλήρωση, δημότες εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους καθώς και όσοι είναι εγγεγραμμένοι στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους. Στη ΔΕΔ προεδρεύει ο δήμαρχος ή ο αρμοδίως εντεταλμένος αντιδήμαρχος. Στις συνεδριάσεις της επιτροπής καλούνται κατά περίπτωση και συμμετέχουν χωρίς δικαίωμα ψήφου και εκπρόσωποι αρμόδιων κρατικών αρχών, των τοπικών οργανώσεων πολιτικών κομμάτων, καθώς και οι επικεφαλής των δημοτικών παρατάξεων που εκπροσωπούνται στο δημοτικό συμβούλιο. Η ΔΕΔ συνεδριάζει δημόσια, μετά από πρόσκληση του προέδρου της, υποχρεωτικά μια φορά το χρόνο, πριν από τη σύνταξη των προσχεδίων του προϋπολογισμού και του ετήσιου προγράμματος δράσης και τουλάχιστον μία φορά κάθε τρεις (3) μήνες για άλλα θέματα που εισάγονται προς συζήτηση. Το δημοτικό συμβούλιο μπορεί να ψηφίζει σχετικό κανονισμό διαβούλευσης, ο οποίος ρυθμίζει όλα τα θέματα τα σχετικά με τις διαδικασίες διαβούλευσης, τη συμμετοχή φορέων και πολιτών σε αυτή, καθώς και την παρουσίαση των πορισμάτων της διαβούλευσης στο αρμόδιο όργανο του δήμου.
Πολλοί εμπειρογνώμονες και ερευνητές προσπάθησαν να εξειδικεύσουν τα οφέλη από τις δια­δικασίες τοπικής κοινωνικής εταιρικότητας. Έτσι, οι Kjaer και Tennyson  υποστήρι­ξαν ότι τα οφέλη για τους εταίρους εντοπίζονται στην πρόσβαση σε διαφορετικούς ανθρώπους και σε νέου τύπου γνώση, την κατανόηση τρόπων για να εργάζονται διαφορετικά, την ανά­πτυξη νέων δεξιοτήτων, τον εξοβελισμό στερεοτύπων, την κατανομή των κινδύνων και την απόκτηση τεχνογνωσίας στη διαχείριση συγκρούσεων. Σε άλλη μελέτη σημειώνεται ότι η βα­σική προστιθέμενη αξία του τοπικού ΚΔ είναι η δημιουργία και διά­χυση ενός εργασιακού κλίματος εμπιστοσύνης και συμμετοχής σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς .
Άλλοι εμπειρογνώμονες του κοινωνικού διαλόγου διακρίνουν τα οφέλη από τη διεξαγωγή του στα οφέλη για τους συμμετέχοντες, και σε εκείνα για την τοπική κοινωνία . Τα δυνητικά οφέλη για τους συμμετέχοντες είναι η ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου, η βελτιωμένη λειτουργική αποδοτικότητα, η οργανωτική καινοτομία, η αυξημένη πρόσβαση σε πόρους, η βέλτιστη πρόσβαση σε πληροφόρηση, τα πιο αποτελεσματικά προϊόντα και υπηρεσίες, η αυξημένη φήμη και αξιοπιστία και η δημιουργία μιας σταθερής κοινωνίας. Τα δυνητικά οφέλη για την κοινότητα είναι η τοπική οικονομική ανάπτυξη, η δημιουργία θέσεων εργασίας, η ανάπλαση των κοινωνικών υποδομών, η βελτιωμένη ποσότητα/ ποιότητα των παρεχόμε­νων υπηρεσιών και η καλύτερη πρόσβαση σε αυτές τις υπηρεσίες, η βελτίωση στις υπηρεσίες και τη στάθμη της υγείας και της εκπαίδευσης, η μείωση της εγκληματικότητας και της βίας, η ολική βελτίωση στην ποιότητα ζωής, η ενίσχυση της αντίληψης και της ικανότητας των πολιτών για ατομική και συλλογική τους εμπλοκή στο διάλογο και τη διαπραγμάτευση, η ανάπτυξη καινοτομιών, η δημιουρ­γία μεταβιβάσιμων μοντέλων καλής πρακτικής, η έμπνευση των άλλων για να επιχειρήσουν μια εταιρική προσέγγιση, η αποφυγή της σπατάλης δημόσιων πόρων, η βελτίωση της συνο­λικής εικόνας της τοπικής κοινωνίας, η διάχυση μιας ανθρωποκεντρικής προσέγγισης, η συμβολή στην ανάπτυξη μιας ευρύτερης κουλτούρας εταιρικότητας κ.λπ.
Ακόμη οι Mosley, Keller και Speckesser έχουν υπογραμμίσει ότι η ύπαρξη μιας κουλτούρας ΚΔ στο πολιτικό σύστημα και το σύστημα εργασιακών σχέσεων βαρύνει στο εγχείρημα της τοπικής κοινωνικής εταιρικότητας περισσότερο από τη μορφή και το σχήμα συμμετοχής των εταίρων.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα ήταν σκόπιμο - ενόψει της λειτουργίας της ΔΕΔ - να συζητηθεί σε βάθος το αναγκαίο υπόβαθρο για την ενεργοποίηση και ουσιαστική λειτουργία των διαδικασιών ΚΔ στο αποκε­ντρωμένο επίπεδο. Η ικανότητα δέσμευσης των εμπλεκόμενων μερών, η γνήσια αντιπροσώ­πευση των κοινω­νικών συμφερόντων, η πολιτική βούληση για συνεργασία, η ανάπτυξη μιας κουλτούρας κοι­νωνικής εταιρικότητας (διαμέσου και ad hoc σχεδιασμένων εκπαιδευτικών προ­γραμμάτων) και η αποφυγή της προσπάθειας κρατικού ή κομματικού ελέγχου των διαδικασιών είναι οι πιο σημαντικές προϋποθέσεις που θα μπορούσαν να δρομολογήσουν την αποτελεσμα­τική λει­τουργία του θεσμού της ΔΕΔ.
Μια ανάλογη εξέλιξη θα ήταν εφικτή στο μεσο-μακροπρόθεσμο μέλλον, εφόσον η κοινωνία των πολιτών και οι τοπικοί φορείς εκπροσώπησης συμφερόντων αποκτήσουν έναν πιο ουσιαστικό ρόλο στα κοινωνικά δρώμενα, χωρίς, ωστόσο, να υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις που να δικαιολο­γούν μια αισιόδοξη πρόβλεψη.       
              
* Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου, Μεσολαβητής Διαιτητής ΟΜΕΔ