Ολική Οικονομική Επαναφορά

 Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Θα ήταν πολύ απλοϊκό να νομίζαμε ότι η εθνική μας οικονομία έκανε βουτιά στο παρελθόν μόνο σε ό,τι αφορά τους μισθούς, τις συντάξεις, τα εργασιακά και το κοινωνικό κράτος. Δεν πήγαμε 40-50 χρόνια πίσω μόνο σ’ αυτά. Η εθνική μας οικονομία, οι προοπτικές της, οι δομές της, τα προβλήματά της, φαίνεται να αποκτούν μια νέα αφετηρία, μια αφετηρία που ξανατοποθετείται στο παρελθόν, αν και ίσως σε ακόμα χειρότερη μοίρα, διότι ενώ στο παρελθόν, με τα όποια πολλά και σοβαρά προβλήματα τολμούσαμε να υποστηρίζουμε ότι είχαμε κάποια βιομηχανία, κάποια γεωργία, κάποια μεσαία επιχείρηση, σήμερα, πολύ φοβούμαι ότι δύσκολα μπορούμε να υποστηρίξουμε τα ίδια πράγματα. Στο προσκλητήριο που θα γίνει, που γίνεται, όντας διακτινισμένοι στο παρελθόν, πολλά και δυναμικά στοιχεία της πραγματικής οικονομίας, δεν θα βρίσκονται μεταξύ των «παρόντων» αλλά των «απόντων», των «νεκρών».
Σημαίνει όμως κάτι αυτή η «ολική επαναφορά»; Βεβαίως σημαίνει. Σημαίνει ότι η οικονομία μας μετακινήθηκε στα δεδομένα εκείνης της περιόδου. Σημαίνει ότι η οικονομία μας δεν μπορεί πια να θεωρείται ότι μπορεί να λειτουργήσει σε ένα περιβάλλον άκρατου ανταγωνισμού, χωρίς καμία προστασία. Σημαίνει ότι έχει ανάγκη προστασίας έως ότου ανακτήσει τις δυνάμεις της, έως ότου «αναρρώσει». Αν τούτη η (κρατική) προστασία δεν δοθεί, θα είναι ωσάν να απαιτούμε από έναν αθλητή που ασθένησε βαριά, όχι..........
αμέσως μετά την ίασή του, αλλά διαρκούσης της θεραπείας του, να επιτυγχάνει τις επιδόσεις που είχε και πριν, ως υγιής, να έχει τη φυσική (και ψυχολογική) δύναμη για επιδόσεις που χαρακτηρίζουν έναν αθλητή χωρίς προβλήματα. Κάτι τέτοιο, για να το πω όσο πιο απλά γίνεται, ισοδυναμεί αν όχι με αυτοκτονία, τουλάχιστον με πλήρη απαξίωση της όποιας κι αν είναι αυτή θεραπευτικής αγωγής. Και απορώ πώς η τριάδα των «γιατρών» που κουράρουν την ελληνική οικονομία, δεν λέει κουβέντα επ’ αυτού. Ως εάν να επιθυμούν να εξαντλήσουν «πλήρως» τον ασθενή τους, έως ότου τον ρίξουν εντελώς κάτω. Αν δεν είναι κομπογιαννίτες, (και δεν είναι διόλου βέβαιο ότι δεν είναι, κατά πως καταγγέλλουν πρώην ασθενείς τους), τότε, δε μπορεί, κάποιο όφελος θάχουν από την όλη υπόθεση. Ο «θάνατος» μιας εθνικής οικονομίας, ακόμα και της πιο φτωχής, πάντα αφήνει σημαντικά κέρδη στους διεθνείς νεκροθάφτες. Πόσο μάλλον ο θάνατος, ο μη γένοιτο, μιας εθνικής οικονομίας που κατατάσσεται στις πρώτες 30 του κόσμου, με, κατά πώς λέγεται, σημαντικότατους ανεκμετάλλευτους ενεργειακούς πόρους και άλλα «μη καταγραμμένα περιουσιακά στοιχεία».
Πολύ απλά υποστηρίζω, ότι θα πρέπει να επανεξετασθεί το καθεστώς του ανταγωνισμού στη περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, τόσο στο εσωτερικό της όσο και στις διεθνείς αγορές. Η επανεξέταση δεν λέω ότι σώνει και καλά πρέπει να είναι καθολική, και βεβαίως σε καμία περίπτωση δεν εννοώ να είναι εξαιρετικά μακροχρόνια. Εννοώ ότι πρέπει να είναι στοχευμένη και για τόσο χρονικό διάστημα για όσο απαιτείται, και να αφορά κλάδους (είτε σε εθνικό επίπεδο είτε ακόμα και σε περιφερειακό) που γενικά κρίνεται ότι χρειάζονται κάποιου είδους και ορισμένου βαθμού προστατευτισμό. Ως έχουν τα πράγματα, οι «ελεύθερες αγορές», δεν είναι πεδίο ανταγωνισμού για μια οικονομία με τα δικά μας προβλήματα. Κι αφού κρίθηκε ορθό και αναγκαίο να πάμε πίσω 40-50 χρόνια για σημαντικότατες παραμέτρους της εθνικής μας οικονομίας (μισθοί, συντάξεις, εργασιακά, δημόσιες δαπάνες, κ.λπ.), ορθό κι αναγκαίο είναι να επανατοποθετηθεί η συνολική οικονομία μέσα στο παρελθόν που η τρέχουσα πολιτική επιλογή ούτως ή άλλως την επανακαθόρισε. Διαφορετικά, με το ένα πόδι στο 1950-1960 και το άλλο πόδι στο 2010, κινδυνεύει το σώμα να διαμελισθεί. Αν η πραγματική μας οικονομία αλλά και η δημόσια οικονομία δεν επαναπροσδιορισθεί συνολικά με βάση τα νέα δεδομένα, τότε οι θυσίες που είναι και σκληρές και άδικες, θα καταντήσουν να μην πιάσουν και τόπο. Θα είναι θυσίες άνευ αντικρίσματος. Πρέπει να γίνει, αυτό που πάντα προβάλλονταν ως «στρατηγικό προγραμματικό αίτημα» στο τόπο και που ποτέ δεν γίνονταν, εν όψει πάντα κάποιων πολύ «επειγόντων» προβλημάτων της εκάστοτε τρέχουσας συγκυρίας. Πρέπει να καταρτιστούν κλαδικά στρατηγικά αναπτυξιακά προγράμματα, τόσο για τον δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα, τούτη όμως τη φορά, όχι προγράμματα με θεωρητικό και ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, εννοώ προγράμματα φτιαγμένα για μια πραγματική οικονομία, προγράμματα κομμένα και ραμμένα στο σώμα μιας πραγματικής οικονομίας και όχι μιας υποθετικής, και πολύ περισσότερο όχι κομμένα και ραμμένα για άλλους «σωματότυπους». Προγράμματα που δεν θα στηρίζονται σ’ αυτό που θα θέλαμε να υπάρχει, μα σ’ αυτό που υπάρχει. Προγράμματα που δεν θα στοχεύουν εκεί που θα θέλαμε μα εκεί που μπορούμε. Προγράμματα που δεν θα διαχειρίζονται μόνο και κυρίως τους αριθμούς μιας πραγματικής (δημόσιας και ιδιωτικής) οικονομίας, διότι αυτό είναι το παράγωγο, μα θα διαχειρίζονται επίσης και το ζήτημα των αξιών, των οραμάτων, του οικονομικού και επιχειρηματικού κλίματος, της κουλτούρας, όχι ως θεωρητικές προσεγγίσεις, μα ως πολύ συγκεκριμένες μετρήσιμες και διαχειρίσιμες όπως κάθε αριθμός σταθερές του σχεδίου.
Αν η πραγματικότητα λοιπόν είναι ότι πήγαμε πολύ πίσω ως οικονομία και κοινωνία, τότε, αυτό κάτι να μας έχει διδάξει και να μη ξανακάνουμε τα ίδια λάθη αντιμετωπίζοντας τα ίδια προβλήματα.
Και, βεβαίως, εξακολουθώ πάντα να πιστεύω, ότι το Μνημόνιο που υπήρξε το όχημα γι’ αυτή την ολική επαναφορά στο παρελθόν, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ, θα μπορούσαμε να αποφύγουμε αυτή την επαναφορά στο παρελθόν, θα μπορούσαμε να είχαμε διαχειριστεί το πρόβλημα του χρέους πολύ διαφορετικά, κάτι που θα προϋπέθετε όμως να ανατραπεί αυτή η περί μονοδρόμου φιλοσοφία, που αποτελεί την πεμπτουσία της κυβερνητικής πολιτικής. Συνεπώς οι παραπάνω προτάσεις μου, γίνονται στη λογική του πώς πια θα διαχειριστούμε καλύτερα τούτη την επαναφορά στο παρελθόν, αν και, ίσως, θα μπορούσε να ειπωθεί, ότι έχουν και κάποια αυτοτελή σημασία και αν ακόμα δεν γίνονταν αυτή η «επαναφορά». Π.χ., η (εκτός Μνημονίου) αντίληψή μου για το ζήτημα της διαχείρισης της κρίσης, περιλαμβάνει, ανάμεσα σ’ άλλα, και αυτό ακριβώς που ισχυρίστηκα παραπάνω : ότι πρέπει να επαναπροσδιοριστεί η σχέση της πραγματικής οικονομίας (δημόσιας και ιδιωτικής) με τις αγορές, για όσο καιρό θα απαιτηθεί αυτό, και με ό,τι συνεπάγεται αυτή η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ του επαναπροσδιορισμού της σχέσης με τις αγορές. Ακόμα και με την απαίτηση επαναφοράς μέτρων προστατευτισμού, για μια οικονομία που δεν αντέχει αυτή τη στιγμή έναν στοιχειωδώς ίσο προς ίσο ανταγωνισμό με τις αγορές, δεν αντέχει αυτή τη στιγμή, η «ομάδα» που κατρακύλησε από την Α’ Εθνική στην Β’ (ή Γ’;) Εθνική, να μετέχει για λόγους «γοήτρου» στην Α’ Εθνική, πόσο μάλλον στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, απλά και μόνο επειδή κάποτε μετείχε εκείνου του πρωταθλήματος. Αλλά, και τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει την επαναφορά στα «μεγάλα σαλόνια», αν προετοιμαστεί σωστά τούτη τη φορά. Και τίποτα δεν εμποδίζει, ακόμη και σήμερα, τούτη την «ολική επαναφορά», να την ματαιώσουμε (έστω κι αν σε σημαντικό βαθμό έγινε πραγματικότητα), με μια άλλη στρατηγική, με μια άλλη πολιτική…