Η κοινοβουλευτική συνείδηση στο απόσπασμα…

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης 

Συζητήθηκε και ψηφίστηκε προ ημερών στη Βουλή το γνωστό Πολυνομοσχέδιο – Ταφόπλακα των εργασιακών σχέσεων, που μας γυρνά 60 τουλάχιστον χρόνια πίσω, αν όχι κάπου στο πρώτο μισό του προηγούμενου αιώνα. Δεν θα σταθώ σ’ αυτό. Θα σταθώ σε μια θλιβερή εικόνα, αν και καθόλου καινοφανής, αντίθετα, πολύ συχνή. Το θέαμα που είδαμε ήταν το εξής : βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος να δημιουργούν μια «έκρυθμη» κατάσταση, που λίγο έλλειψε να μας πείσει ότι επί τέλους, τουλάχιστον κάποιοι θα αντιτάξουν κι ένα «ως εδώ» στη Τρόϊκα και σε μια κυβέρνηση που δεν παράγει πια πολιτική, απλά εκτελεί αποφάσεις των επικυρίαχων δανειστών μας. Η συνέχεια ήταν η γνωστή συνέχεια άλλων παρόμοιων συμβάντων στο κοντινό και μακρινό κοινοβουλευτικό παρελθόν. Με μια μόνο απώλεια από πλευράς ψήφων, οι πάντες συντάχθηκαν στη «κομματική γραμμή», αυτή την διαχρονική αθλιότητα. Και μιας και τυχαίνει στην τρέχουσα συγκυρία να βρίσκεται το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, ας υπενθυμίσω το τι γνώμη είχε για τον τρόπο λειτουργίας του Κοινοβουλίου ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέας Παπανδρέου. Έγραφε : «…Η κλασική έννοια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας… δεν αποτελεί ούτε καν γελοιογραφία της πραγματικής κατάστασης πραγμάτων. Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία πως τα κύρια πρόσωπα του δράματος είναι οι πολίτες… Η αλήθεια στο ζήτημα αυτό είναι ότι στην σύγχρονη κοινωνία… ο πολίτης έχει αλλοτριωθεί όχι μόνο από κάθε εξουσία, αλλά και από την απαραίτητη και λογική κατανόηση των διαδικασιών που κρατούν το κλειδί για το μέλλον του και για το μέλλον των παιδιών του.» (Παπανδρέου Ανδρέας : Η ελευθερία του ανθρώπου, εκδ. Καρανάση, Αθήνα, 1971, σελ. 27-28)
Σε ό,τι με αφορά, αυτό που εισπράττω ως αίσθηση της (κατ’ εμέ) πραγματικότητας, δεν είναι κάτι το πολύ διαφορετικό απ’ τη παραπάνω άποψη, με μια ίσως διευκρίνηση : ότι συμφωνώ με τον καθηγητή Α. Παπανδρέου, όχι όμως και με τον πολιτικό Α. Παπανδρέου. Ουσιαστικά το Κοινοβούλιο, ως ο σπουδαιότερος ίσως πυλώνας της Δημοκρατίας, έχει καταργηθεί από πολλού στη συνείδηση της κοινωνίας –αυτή είναι η ...........γνώμη μου. Ένας θεσμός κοινωνικά απαξιωμένος είναι και de facto καταργημένος. Έχει, σαφώς, απολέσει τη δεδηλωμένη.
Στον απλό πολίτη, οι πλειοψηφία των βουλευτών – νομοθετών μας τελούν υπό καθεστώς κοινωνικής ανυποληψίας. Ίσως τούτη η διατύπωση να είναι όντως άδικη για όσους αξίζουν να εξαιρεθούν της γενικής κατακραυγής, (και υπάρχουν τέτοιοι), αλλά, πλέον, βρισκόμαστε σ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, όπου η γενικευμένη διαφθορά και παρακμή στο δημόσιο βίο μας, η γενικευμένη αναξιοπιστία του πολιτικού μας συστήματος, (ανα)παράγει και γενικευμένες απορρίψεις. Βρισκόμαστε πια στο σημείο εκείνο, που όποιος πράγματι επιθυμεί να διαφοροποιηθεί απ’ ό,τι ηθικά, δεοντολογικά και πολιτικά απορρίπτει, να διαφοροποιηθεί έργω και όχι λόγω : ο λόγος πια, ο ανέξοδος πολιτικός λόγος, τέλειωσε. Απαιτείται ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ θυσία του πολιτικού που θέλει να διαφοροποιηθεί. Όποιος διαφωνεί με τη Παρακμή, θα πρέπει να ενωθεί με τη στρατιά των θυμάτων της Παρακμής. Να θυσιάσει στο βωμό της διαφωνίας του, τουλάχιστον τη κομματική γραμμή με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δηλώσεις, που παραπέμπουν σε «προσόντα» του τύπου του «πολιτικού θάρρους», της (πολιτικής) «αυτοθυσίας», και άλλα παρόμοια ηχηρά, προκαλούν πια θυμηδία και ειρωνεία, όταν δεν προκαλούν οργή.
Πρέπει ο αγώνας κατά της πολιτικής παρακμής, ο αγώνας για την υπεράσπιση της ελεύθερης συνείδησης να είναι ανένδοτος. Και λέγοντας ανένδοτος, δεν εννοώ την αποχή από τις πολιτικές διαδικασίες (σ’ αυτές κι οι εκλογές), πιστεύοντας έτσι ότι τιμωρούμε την παρακμή και τους υπαίτιούς της. Ο καναπές, είτε πρόκειται για τον καναπέ του απλού πολίτη, είτε για τον καναπέ της ψευτοδιανόησης που δήθεν «επαναστατεί» αγορεύοντας σε πολύ καθωσπρέπει σαλόνια, και οι δυο, στην ουσία όχι απλά υπηρετούν τη διαφθορά, μα και κατ’ ουσίαν την νομιμοποιούν.
Σε τούτο τον αγώνα κατά της Παρακμής, από τη πλευρά των πολιτικών, θα κριθούν πόσοι δικαιούνται να έχουν πολιτικό μέλλον και πόσοι πρέπει να μπουν στο χρονοντούλαπο της λαϊκής απόρριψης.
Σε τούτο τον αγώνα, θα κριθούν πόσοι επιτέλους θα δώσουν μάχη, όχι τόσο προς τη μια η την άλλη άποψη, αλλά κυρίως μάχη σύμφωνη προς τη συνείδησή τους, διότι η κατά συνείδηση νομοθέτηση, δεν είναι απλό ηθικό η δεοντολογικό ζήτημα, είναι ζήτημα ουσιαστικού δικαίου, είναι ζήτημα συνταγματικό. Και για να το θέσω διαφορετικά, η έλλειψη αυτής της ελεύθερης συνείδησης στο νομοθετικό έργο, παράγει πολιτικές που είναι προϊόντα (συνειδησιακής - πολιτικής) βίας και νοθείας ανάλογη προς κάθε άλλη κατάσταση βίας και νοθείας κατά την άσκηση κάθε νομίμου δραστηριότητας ή δικαιώματος, όπως επί παραδείγματι εκείνες οι βίες και νοθείες που και απλοί πολίτες υπέστησαν, και βεβαίως, όσοι βρίσκονται τουλάχιστον άνω της 5ης δεκαετίας του βίου τους, όπως ο γράφων, έχουν πολύ περισσότερο εναργείς παραστάσεις του ζητήματος.
Υπ’ αυτή την έννοια, προσωπικά, δεν θα είχα σε τίποτε να μεμφθώ τους υπερμάχους του Μνημονίου, αν κάποιοι απ’ αυτούς δεν αποδεικνυόταν ότι αλλά ψηφίζουν και υποστηρίζουν στη Βουλή και αλλά δημοσίως αποδέχονται. Τούτη τη διχασμένη συνείδηση απορρίπτω, και θεωρώ ότι δεν υπάρχει πιο επικίνδυνο πράγμα από ένα νομοθέτη, από ένα δικαστή με διαταραγμένη  και ανισόρροπη συνείδηση. Λέγοντας αυτό, εννοώ βεβαίως ότι το ίδιο ισχύει και από την αντίστροφη για τους «εκ του ασφαλούς» αντίπαλους του Μνημονίου, διότι και απ’ αυτούς, αρκετοί αν όχι πολλοί, ουδόλως πείθουν ότι δεν θα θυσίαζαν την ελευθερία της συνείδησής τους στις πιέσεις, ιδίως όσοι απ’ αυτούς στο παρελθόν ανήκαν σε κυβερνητικές πλειοψηφίες, όπου και τότε είχαμε τις (κυβερνητικές) «κομματικές γραμμές» σε βάρος των κατά συνείδηση επίλογων.
Τους κατά συνείδηση υπερμάχους του Μνημονίου τους θέτω στην ιδία μοίρα με τους κατά συνείδηση αντίπαλους τους, και τους υπολήπτομαι και τους δύο, όσο κι αν διαφωνώ ριζικά, κάθετα με τους πρώτους. Τους αναγνωρίζω πάντως πολιτική εντιμότητα, κι αυτό μετράει. Στη δική μου τουλάχιστον συνείδηση, και δεν ομιλώ ως ειδικός συνταγματολόγος ή νομικός, διότι δεν είμαι ούτε το ένα ούτε το άλλο, ομιλώ απλώς ως πολίτης, όλοι οι νόμοι που ψηφιστήκαν με τρόπο απροκάλυπτα φανερό και μάλιστα με δημόσιες ανακοινώσεις, στα πλαίσια «κομματικών γραμμών», θα πρέπει να επανεξεταστούν, ξανασυζητηθούν και ψηφιστούν εκ νέου, με πρωτοβουλία της ίδιας της Βουλής, με το απλό συλλογιστικό ότι παραβιάστηκε  η συνταγματική αρχή της κατά συνείδηση ψήφου των νομοθετούντων βουλευτών, και επομένως είναι άκυροι εξ αυτού και μονό του λόγου. Και βεβαίως, είναι περιττό να πω, ότι θα πρέπει επί τέλους οι ίδιοι οι εκάστοτε πρόεδροι της Βουλής, να προστατέψουν το κύρος της και οσάκις φέρονται προς ψήφιση νόμοι με ταυτόχρονες δηλώσεις περί ψηφίσεώς των στα πλαίσια «κομματικών γραμμών», να αρνούνται να τους συζητήσουν και ψηφίσουν, τους δε σημαντικότερους απ’ αυτούς να τους παραπέμπουν στη διαδικασία του δημοψηφίσματος. Το ότι τώρα, από άλλη οπτική γωνιά ιδωμένο, η προσφυγή στο λαό μέσω δημοψηφίσματος δεν έγινε ούτε όταν η ίδια η κυβέρνηση αναγνώρισε ότι η χώρα ετέθη υπό καθεστώς περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας, δείχνει όχι απλά το πόσο αγνοείται η λαϊκή κυριαρχία και το αίτημα της λαϊκής συμμετοχής στα εθνικώς σημαντικά ζητήματα, μα επίσης δείχνει και το μέγεθος της βιούμενης πολιτικής παρακμής.
Βρισκόμαστε πράγματι στο τέλος μιας περιόδου, της μεταπολιτευτικής, που πρόσφερε συγκινήσεις, και εναλλασσόμενες θετικές και αρνητικές στιγμές, όπως κάθε ιστορική περίοδος. Φτάνοντας όμως στο τέλος της περιόδου αυτής, φτάνουμε και στην ώρα του απολογισμού, που δυστυχώς, για τούτη την περίοδο, το ισοζύγιο κλείνει στο κόκκινο, αρνητικό. Η Νέα Εποχή στην οποία μπαίνουμε, καμιά θετική προοπτική δεν συνεπάγεται, επειδή απλά διαδέχεται μια αθλιότητα. Το τι θα σημάνει αυτή η Νέα Εποχή θα εξαρτηθεί από πολλά πράγματα, που δεν είναι της παρούσης να τα αναλύσουμε.
Σε λίγο όλοι αυτοί που μας πόνεσαν, που λεηλάτησαν τον τόπο, που έμειναν στο «απυρόβλητο» της Νέμεσης, που κατόρθωσαν να επιβάλλουν τη Θεωρία του Μονόδρομου, που στη καρδιά της βρίσκεται η προσπάθεια του πώς θα πληρώσουν τα θύματα και όχι οι πανίσχυροι θύτες, όλα αυτά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα ξεκαθαρίζουν από την ιστορική έρευνα. Ο Μονόδρομός τους εξισώνει το σκληρό με το άδικο, ενώ ο λαός είναι διατεθειμένος να αποδεχτεί το σκληρό, αλλά σε συνδυασμό με το δίκαιο. Όμως, τούτη η τελευταία εξίσωση, επειδή οδηγεί απευθείας στο αίτημα της λογοδοσίας και του κολασμού του σκληρού πυρήνα της διαπλοκής και της λεηλασίας, βαφτίζεται «λαϊκισμός» και «πολιτικός ρεαλισμός» είναι, ΓΙ’ ΑΚΟΜΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ, να τα πάρουμε πάλι από τα αδύναμα θύματα, θυσιάζοντας ανέτως και μερικούς μικρομεσαίους απατεώνες, για την ανάγκη της «Νέμεσης», και ίσως, πράγμα που επί του παρόντος δεν φαίνεται, αν τούτο κριθεί αναπόφευκτο, θα θυσιαστεί και καμία Ιφιγένεια (από «μεγάλο» σόι). Η όποια υπόσχεση να πληρώσουν όσοι ευθύνονται, «όσο ψηλά κι αν βρίσκονται», παραπέμπεται στο μέλλον, αλλά τότε, άλλοι «εθνικού συμφέροντος λόγοι» θα επιβάλλουν τη «λήθη» και στο να δούμε «από δω και πέρα τι γίνεται» (αυτό το εθνικά άθλιο επιχείρημα). Το σημαντικό εδώ, είναι αν ο λαός γίνει σοφότερος απ΄ την εμπειρία του ή όχι, και σοφότερος δεν πρόκειται να γίνει σε καμία περίπτωση, αν τα πάντα προσεγγίζονται με τη λογική του χαβαλέ και του καναπέ, θεωρώντας ότι έτσι απαξιώνουμε τους απαξιωτές μας. Λάθος! Η κοινωνία, ο λαός, πρέπει ν’ αναρωτηθεί και να καταλήξει σε συμπεράσματα. Ερωτήματα σαν τα παρακάτω εντελώς ενδεικτικά, πρέπει να απασχολήσουν το λαό : γιατί πίστεψε στους θύτες του; γιατί τούτη η πίστη είναι συχνά ένα επαναλαμβανόμενο λάθος;  γιατί τους υποστήριζε; πώς παίχτηκε το παιχνίδι; γιατί γι ακόμα μια φορά, οι λίγοι θύτες δεν πλήρωσαν και αντίθετα πλήρωσαν τα πολλά θύματα; πώς το πολιτικό ψεύδος κυριαρχεί; ποιες στρατηγικές και τακτικές είχε εφαρμόσει η παρακμή; γιατί αποδείχτηκαν τόσο ισχυρές και τόσο αποτελεσματικές για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα;
Το κρίσιμο στοιχείο για τη νέα εποχή, που θα έρθει, είναι το αν για χίλιους δυο λόγους και με χίλια δυο επιχειρήματα, επιτραπεί σε ο,τι διέφθειρε στο παρελθόν, υπό τη μάσκα του «μετανοούντος» να έχει πάλι συμμετοχή σ’ αυτή. Να θεωρηθεί ότι όσοι για πολλά χρόνια βίαζαν τη δημοκρατία και λήστευαν τα οράματα και το μόχθο του απλού πολίτη, του απλού εργαζόμενου, του έντιμου μικρού (και μεγάλου) επιχειρηματία, του έντιμου επαγγελματία, ότι τούτη τους η ενασχόληση, που είχε εισέλθει ως νοοτροπία αντιδημοκρατικής συμπεριφοράς στο πολιτικό τους DNA, μπορούν να αναγεννηθούν σε κάποια νέα κολυμπήθρα, και «ανανεωμένοι» και κυρίως «αποκαθαρμένοι» από προηγούμενες καθαρματικές συμπεριφορές, να εξακολουθήσουν να παρέχουν τις «καλές τους υπηρεσίες». Δεν λέω ότι δεν μπορεί κάποιοι, ελάχιστοι, να ανανήψουν πραγματικά. Δυστυχώς, η ευτυχώς, όμως, η δημοκρατία δεν μπορεί να παίζει συνεχώς στα ζάρια τη τύχη της.
Ένα μόνο διαβατήριο θα πρέπει να είναι αποδεκτό για συνέχιση της παρουσίας στους θεσμούς της Νέας Εποχής : Η Ανυπακοή του Νομοθέτη – Βουλευτή και του Νομοθέτη γενικότερα, σε οτιδήποτε είχε απειλήσει την ελεύθερη συνείδησή του στη προηγούμενη Τάξη Πραγμάτων. Τούτη η Ανυπακοή, θάναι για κάθε ενδιαφερόμενο ένα πιστοποιητικό ώστε να έχει αξιόπιστο λόγο στη Νέα Εποχή, θάναι το διαβατήριό του. Τούτη η ανυπακοή θάναι το αποδεικτικό ότι οι λόγοι και τα έργα ταυτίζονταν. Θάναι το «κοστολόγιο» του πολιτικού θάρρους, κι όχι ανέξοδων λεονταρισμών.
Είχα «κλείσει» τούτο το άρθρο, όταν διάβασα δήλωση του υπουργού Οικονομίας κ. Γ. Παπακωνσταντίνου, κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού στη Βουλή, στην οποία φέρεται να είπε, προφανώς κάνοντας μια γενικότερη επισκόπηση των εξελίξεων, ότι «δεν έχουμε πουλήσει την ψυχή μας». Δυστυχώς όμως για τον ίδιο και το πολιτικό σύστημα του οποίου τυγχάνει παράγοντας, αυτή ακριβώς είναι η μομφή που η κοινωνία αποδίδει στο πολιτικό σύστημα και τους εκπροσώπους του, και πάντως εκείνους –τους πολλούς καθώς λέγεται-, ένα σύστημα διαφθαρμένο και παρηκμασμένο. Στην ίδια δε συζήτηση, ο υπουργός Οικονομίας προσπαθεί δυστυχέστατα εντελώς αναπολεσματικά, να θέσει κυρίως τους εσωκομματικούς του αντιπάλους –πάντα κατά το ρεπορτάζ- και συνειδησιακά – υπαρξιακά ερωτήματα. Είπε : «Πόσο σοσιαλιστική είναι ακριβώς η χρεοκοπία; Και ποιους πλήττει αυτή; Πλήττει το μεγάλο κεφάλαιο, το οποίο μπορεί να φυγαδεύσει τα χρήματά του στο εξωτερικό; Ή πλήττει τους πιο ευάλωτους στην ελληνική κοινωνία;» (οι παραπάνω δηλώσεις του υπουργού από το www.in.gr, 20/12/2010) Καλό θα ήταν αγαπητέ μου υπουργέ, όσο είναι δυνατό, να μην αναμειγνύει κανείς τον σοσιαλισμό με την πολιτική του ΔΝΤ, διότι τέτοιου είδους επιχειρήματα, είναι ευάλωτα στην πιο «πρόχειρη» κριτική. Διότι στο ερώτημα «Πόσο σοσιαλιστική είναι ακριβώς η χρεοκοπία;» θα σας ανταπαντήσει κανείς, ερωτώντας : «Πόσο σοσιαλιστική είναι ακριβώς η ΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΛΕΗΛΑΣΙΑΣ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΗ χρεοκοπία;» Αυτό είναι σοσιαλιστικό ερώτημα, όχι το δικό σας, αγαπητέ υπουργέ… Και από την άλλη, κυβερνητικοί βουλευτές, στη συζήτηση του προϋπολογισμού, αφού αναγνωρίζουν ότι πρόκειται για προϋπολογισμό ανεφάρμοστο, αναξιόπιστο, άδικο και άλλα παρόμοια, την ίδια στιγμή δηλώνουν ότι θα τον υπερψηφίσουν. Και διερωτώμαι (ρητορικά βέβαια), ποια πολιτική λογική πρυτανεύει εδώ. Να μη πέσει η κυβέρνηση; Μια κυβέρνηση που δεν μπορεί (το δεν θέλει δεν το αντιμετωπίζω διότι οδηγεί σε άλλες σκέψεις…) να καταρτίσει ένα προϋπολογισμό αξιόπιστο, εφαρμόσιμο, δίκαιο; Το αφελές ερώτημα είναι : προς τι τότε η χρησιμότητα μιας τέτοιας κυβέρνησης; Και, πάντα με πολιτικούς όρους, ποια πολιτική, ακόμα και ποια πολιτική σκοπιμότητα υπάρχει στο να αυτοανακηρυσσόμαστε σε πρεσβευτές του παραλόγου, και να υποστηρίζουμε ό,τι ακριβώς απορρίπτουμε, να επιβεβαιώνουμε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την απαξίωση της ψήφου των μελών του κορυφαίου νομοθετικού Σώματος;