Πού βρισκόμαστε, πού θέλουμε να πάμε και πώς : μερικά ζητήματα στρατηγικής…

 Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Έχει λεχθεί, πολλάκις και από πολλούς «θεσμικούς» (πολιτικούς) παράγοντες της χώρας μας, ότι βρισκόμαστε σε «πόλεμο». Πόλεμο πολυμέτωπο : εναντίον κερδοσκόπων και εναντίον του κακού μας εαυτού. Θα πρόσθετε κάποιος και εναντίον των δανειστών μας, τουλάχιστον όσοι τους εντάσσουν στους κερδοσκόπους κι αυτούς, ή κάποιους απ’ αυτούς.
Και έχουν δίκαιο, τουλάχιστον στο επίπεδο της φραστικής περιγραφής. Όντως, βρισκόμαστε σε πόλεμο. Ένα πόλεμο πολύ πιο επικίνδυνο, πολύ πιο ύπουλο και με πολύ περισσότερα και μεγαλύτερα διακυβεύματα από έναν στρατιωτικό πόλεμο, διότι εδώ οι μάχες διεξάγονται στο επίπεδο των πολιτικών επιχειρημάτων με ό,τι αυτό σημαίνει. Σημαίνει, πρώτα και καλύτερα, ότι ο λαός υποτίθεται ότι αποτελεί μέρος του «πάνελ των συνομιλούντων» εκφράζοντας τις «απόψεις και θέσεις του»,  έτσι όπως ο καθένας αισθάνεται –ή συμφέρει να αισθάνεται- ότι τούτη η «λαϊκή συμμετοχή» είναι εκφρασμένη και πάντως αποτελεί μια πραγματικότητα –όπως και ότι την ίδια στιγμή, άλλοι υποστηρίζουν την παντελή της παρουσία. Σημαίνει ακόμα ότι πέρα από την «δημοκρατική» αντιπαράθεση επιχειρημάτων υπάρχουν συγκεκριμένες πολιτικές και στρατηγικές στα πλαίσια του άνω «πολέμου» αλλά και των επί μέρους μαχών του.  Σημαίνει, ακόμα,  ότι εδώ η προπαγάνδα παίζει ένα κρίσιμο ρόλο αφού συμβάλλει στη διαμόρφωση κλίματος και ψυχολογίας κατάλληλης για τα συμφέροντα του προπαγανδιστή. Σημαίνει με .........
λίγα λόγια, ποιο είναι το ισοζύγιο δύναμής μας (πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα). Σημαίνει τέλος, και κάτι εξίσου σπουδαίο : ποια είναι η επιχειρηματολογία, οι στρατηγικές και πολιτικές, η προπαγάνδα, τα μέσα και όπλα και τα εν γένει μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα και κυρίως, ποιο είναι το στρατηγικό σχέδιο του «αντιπάλου» που βρίσκεται «απέναντί» μας –εκτός από την στρατηγικά αφελή επισήμανση ότι «θέλουν να εξασφαλίσουν τα λεφτά τους», κάτι που δεν δικαιολογείται ούτε από το γιατί μας δάνειζαν όταν έβλεπαν ότι το πλοίο πήγαινε κατ’ ευθείαν πάνω στο παγόβουνο, χωρίς έγκαιρα να απαιτούν «σύνεση και περιστολή», ούτε από τις γενικότερες εξελίξεις της ευρωπαϊκής κρίσης (μέρος της οποίας –άρα και μέρος της λογικής της οποίας- αποτελεί και η ελληνική κρίση), η οποία, ή μάλλον, με αφορμή την οποία, δρομολογούνται εξελίξεις που ακούγονταν πολύ πριν τη κρίση ως ευσεβείς τότε πόθοι, για μια Ευρώπη αν όχι πολλών τουλάχιστον δύο ταχυτήτων, που απλά σήμαινε από το ευρωπαϊκό καράβι να πεταχτούν τα βαρίδια που το εμποδίζουν να πλεύσει με όση δύναμη και ταχύτητα θα μπορούσε αν σ’ αυτό επέβαιναν μόνο οι ισχυροί...
Υποτίθεται ότι σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα, υπάρχουν ήδη διατυπωμένες θέσεις και ότι ο αγώνας διεξάγεται βάσει ενός «στρατηγικού σχεδίου» από την ελληνική πλευρά.
Αλλά, δεν συμβαίνει παρά ακριβώς αυτό που λέω : Υποτίθεται, εκτός αν ανήκω σ’ εκείνους που δεν κατανόησαν –ή δεν εννοούν να κατανοήσουν- την «πραγματικότητα» (της ύπαρξης τέτοιου στρατηγικού σχεδίου)…
Βέβαια στα πλαίσια ενός άρθρου σαν αυτό εδώ, είναι αδύνατο να τοποθετηθούμε με αξιώσεις σ’ ένα τόσο σύνθετο και σοβαρό θέμα, όπως αυτό του στρατηγικού σχεδίου για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Παρ’ όλα αυτά, θα επιχειρήσω, με όσους κινδύνους κι αν συνεπάγεται αυτό από πλευράς πληρότητας και εγκυρότητας της προσέγγισης, να υπογραμμίσω μερικές μόνο πτυχές ενός στρατηγικού σχεδίου για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Πρώτα απ’ όλα ένα τέτοιο σχέδιο, απαιτεί δύο πράγματα : ρεαλισμό και κλίμα. Λέγοντας «ρεαλισμό», εννοώ την πρόταξη της πραγματικότητας του προβλήματος, έναντι της πραγματικότητας των ιδεοληψιών και βεβαίως των σκοπιμοτήτων. Π.χ., μια τέτοια ιδεοληψία είναι η εστίαση στην επιβίωση των αριθμών και δεικτών που δείχνει να αγνοεί δήθεν ότι με τον ταυτόχρονο θάνατο της πραγματικής οικονομίας, αυτό θα ισούται με την μακάβρια διατύπωση : η εγχείρηση πέτυχε, αλλά ο ασθενής πέθανε! Το ότι ο λογιστικός ρεαλισμός, είναι αυτός που τρεχόντως υπερισχύει στη διαχείριση της τρέχουσας κρίσης, αυτό είναι νομίζω πασιφανές, τουλάχιστον σε όσους δεν υποχρεούνται να υποστηρίξουν το αντίθετο, για προφανείς λόγους. Το ότι τώρα, κλίμα δεν υπάρχει, ούτε κλίμα για προσέλευση ξένων επενδύσεων, ούτε κλίμα για μια εσωτερική αναπτυξιακή ανάταξη, και τούτο νομίζω ότι δεν αμφισβητείται.
Αντίθετα, ό,τι συμβαίνει είναι η μεθοδευμένη απαξίωση του οικονομικού και κοινωνικού ιστού της χώρας μας. Δεν ψάχνω να ανακαλύψω «δοσίλογους» και «μη πατριώτες» όπως τόσο εύκολα κάποιοι άλλοι επιχειρούν ή επιχείρησαν. Λέω μονό, και το λέω όσο απλά γίνεται, ότι επειδή πιστεύω ότι αντίθετα με μας, ο «εχθρός» διαθέτει στρατηγικό σχέδιο, τούτο αποτελεί και τον μεγαλύτερο εθνικό κίνδυνο. Δηλαδή, απέναντι σε ένα συγκροτημένο στρατηγικό σχέδιο, να αντιπαραθέτεις ένα πρόγραμμα δράσης, που απλά λέει τι πρέπει να κάνεις στα πλαίσια του στρατηγικού σχεδίου του «εχθρού», το οποίο το έχεις δεδομένο, στον ίδιο βαθμό που έχεις δεδομένη της αδυναμία σου να αντιπαρατάξεις κάποιου είδους αποτελεσματική αντίσταση, που θα αποσκοπούσε στην επιβίωση πρωτίστως του ασθενή, έστω κι αν η εγχείρηση δεν είναι και τόσο «τεχνοκρατικά άρτια».
Σ’ ένα στρατηγικό σχέδιο, πρέπει να υπάρχουν όχι πολλές, μα λίγες στρατηγικές στοχεύσεις, οι πιο κρίσιμες και πιο επείγουσες. Στην περίπτωσή μας είναι τρείς : έλλειμμα, χρέος και ανάπτυξη. Το τι χρειάζεται να γίνει από άποψη διαχειριστική, όλοι το ξέρουμε, ώστε να περιττεύει εδώ μια δασκαλίστικη επανάληψη, πόσο μάλλον όταν δεν είμαι δάσκαλος. Εκείνο όμως, που όλο και περισσότερο αποσιωπάται –ή, έστω γίνεται σύντομη και σποραδική αναφορά σ’ αυτό-, και όχι τυχαία, είναι το ζήτημα του χρόνου. Ο χρόνος δεν είναι μια απλή μαθηματική μεταβλητή σε μια δυναμική εξίσωση. Είναι μια στρατηγική παράμετρος, που απαιτεί τέτοια προσέγγιση και τέτοια ανάλυση όση κάθε άλλη κρίσιμη παράμετρος σε ένα στρατηγικό πρόγραμμα. Όλοι σχεδόν αναγνωρίζουν, ότι στην προκειμένη περίπτωση ο χρόνος είναι εκείνος που είτε θα μας στραγγαλίσει, είτε θα μας σώσει . Χρόνο όμως δεν μας δίνουν –και όχι τυχαία, αφού «θεωρητικά» (και ως ένα βαθμό πρακτικά) αυτοί που μας τον αρνούνται, κινδυνεύουν να χάσουν τα λεφτά τους, και άρα πρέπει να αναρωτηθεί κανείς γιατί ρισκάρουν με αυτό τον τρόπο τα λεφτά τους! Αφού όμως δεν μας τον δίνουν, είναι ανάγκη να τον πάρουμε μόνοι μας, έστω και φέρνοντας προ τετελεσμένων τη τρόϊκα : δηλαδή, είτε μας παρέχουν ένα αξιοπρεπή και σε κάθε περίπτωση επαρκή χρόνο για την εξασφάλιση της οικονομικής μας επιβίωσης, είτε, σ’ αντίθετη πλευρά, θα τον διεκδικήσουμε μόνοι μας. Τούτο σημαίνει : αναδιάρθρωση του χρέους από άποψη χρόνου εξυπηρέτησης και επιτοκίων, σημαίνει προσαρμογή του ελλείμματος με τρόπο που δεν διακυβεύεται η κοινωνική συνοχή –που δε αποτελεί μια ιδεολογική πόσο μάλλον ιδεοληπτική συνιστώσα, μα μια κρίσιμη οικονομική παράμετρο για τη διαμόρφωση θετικού κλίματος και υποκίνησης - και το ίδιο ισχύει για την υποβοήθηση της ανάπτυξης. Μια μάλιστα πιο τολμηρή στρατηγική θα ήταν η πρόσκαιρη ίσως οικειοθελής έξοδός μας από την Νομισματική Ένωση, κάτι που ήδη πολύ δειλά αρχίζει ως προβληματισμός να αντιτίθεται στην καθιερωμένη κάθετη αντίδραση σ’ αυτή τη στρατηγική. Έχοντας όμως εκθέσει παλιότερα τις απόψεις μου πάνω σ΄ αυτό το θέμα, θα παραμείνω στο σχόλιο αυτό και μόνο…