Ποια είναι η Ελλάδα μου;

Γράφει ο Μανώλης Κυπραίος

Για ποια ζωή να γράψω; Για πια ελπίδα; Για ποια όνειρα;
Ζω σε μια πατρίδα που την βλέπω να ταξιδεύει έρημη χωρίς καν να έχει ρότα, χωρίς καν να έχει κατά νου έναν Εύξεινο Πόντο, θάλασσες μαύρες και νερά κατάβαθα βρίσκονται μπροστά της.
Πλήρωμα ικανό μα καπεταναίοι και λοστρόμοι ανίκανοι. Μια Οδύσσεια χιλιάδων ετών, λες και ο Ομηρος μας καταράστηκε για την αλαζονεία μας απέναντι στα δώρα του Θεού.
Μια πατρίδα σκυφτή, πληγωμένη από μαχαιριές που εμείς μπήξαμε πισώπλατα ύπουλα μέσα της, στρίβοντας το δαμασκηνό μαχαίρι του μίσους, λες κι αυτή θέλησε να μας στροβιλίσει μέσα στη θύελλα. Γύρω μας αρπακτικά που τις σάρκες μας για να χορτάσουν θέλουν κι εμείς, ανόητοι μέσα στην παράνοια του.........
τίποτα ψάχνουμε την Ιθάκη, τυφλωμένοι από το πάθος της εκδίκησης.
Εκδίκησης απέναντι σε ποιόν;
Ανοίγω τα βιβλία και βρίσκω παντού Ελληνες. Ελληνες εμπόρους, πολεμιστές, ποιητές, ζωγράφους, αρχιτέκτονες, μηχανικούς, συγγραφείς. Ελληνες της φωτιάς και του χαμού. Ελληνες που τιθάσευσαν το ατσάλι και κάηκαν από τη φωτιά που το έλιωνε. Ελληνες που έφτασαν στα βάθη του κόσμου και προδόθηκαν από τους εαυτούς τους. Ελληνες με ψηλά το κεφάλι και χαμηλή τη ματιά. Ελληνες που έδωσαν τα πάντα και πήραν ως αντάλλαγμα το ήπαρ του Προμηθέα.
Κατάρα του Θεού; Ισως. Κατάρα του ανθρώπου; Μπορεί. Κατάρα δική μας; Σίγουρα!
Αθηναίοι, Σπαρτιάτες, Θηβαίοι, Ερετριείς, Μακεδόνες, Βυζαντινοί, Ελληνες, όλοι με την κατάρα παραμάσχαλα κινήθηκαν. Θεμιστοκλής, Αλκιβιάδης, Σωκράτης, Αλέξανδρος, Βελισσάριος, Κομνηνοί, Παλαιολόγοι, Κολοκοτρώνης, Ανδρούτσος, Μακρυγιάννης, Νικηταράς, Κατσημήτρος, Δαβάκης, Μπικάκης, Καλμπουρτζής όλοι προδομένοι.
Και σήμερα; Πάλι προδότες ψάχνουμε, πάλι με μίσος θρεφόμαστε, πάλι την οργή μας στον διπλανό μας ψάχνουμε να ξορκίσουμε.
Αίμα του αδελφού μας ζητάμε μέσα από τα τσιμεντένια κελιά μας. Τις φυλακές μιας κοινωνίας που δεν επιλέξαμε αλλά μας την επέβαλαν. Μιας φυλακής που δεν θελήσαμε να αποδράσουμε γιατί μας έπεισαν πως είναι για το καλό μας.
Και οι ψυχές μας γυρνούν σαν ναρκωμένες από την χρυσαφένια σκόνη, τα γρήγορα αυτοκίνητα, τα λεφτά του θανάτου και πόνου, με τις χρυσές σφαίρες της αφασίας να καρφώνονται ως το μεδούλι.
Τεράστια γυάλινα Κολοσσιαία που ζητωκραυγάζουμε βλέποντας τον εξευτελισμό της ζωής μας και των αδυνάτων συνανθρώπων μας.
Αυτούς που έπρεπε να προστατέψουμε τους έχουμε κάνει θηράματα στο άρρωστο κυνήγι μας. Και ζητάμε κι άλλο. Ανικανοποίητοι μέσα στις εξέδρες του καναπέ, αγνοώντας την καταιγίδα που πλησιάζει.
Πόσο ανόητοι μπορεί να ήμαστε; Πόσο ανόητοι σαν φίδια που ευελπιστούν πως ο αετός δεν θα τους δει;
Θεριά ανήμερα με μεγάλους σταυρούς και τάματα στην Εκκλησία. Πόσα δισάκια με διαόλους και σταυρούς έχουμε άραγε μέσα στην κάπα του θανάτου μας; Ποιος έθρεψε τις ψυχές μας με το σκοτάδι; Ποιός τέκνα του χαμού και της νύχτας μας έκανε;
Βγάλτε το κεφάλι σας έξω από το λούκι και δείτε ψηλά, όσο πιο ψηλά μπορείτε. Δείτε πως υπάρχει ουρανός και αστέρια. Δείτε πως μπορούμε να φτάσουμε εκεί, φτιάχνοντας ξανά τη σκάλα που έφτιαξαν τόσοι Ελληνες πριν από εμάς.
Χωρίς όμως να συμμετάσχουμε στην κατασκευή της στα τάρταρα θα μείνουμε. Θα κλαίμε και θα αναθεματίζουμε την μοίρα, που κι αυτή όμως σαν καλή μάνα διέξοδο μας έδωσε αλλά δεν την ακούμε, βουτηγμένοι μέσα στη λάσπη της ματαιοδοξίας του τίποτα.
Ένα τίποτα φτιάξαμε. Σε ένα τίποτα ζούμε. Ένα τίποτα μας βλέπουν. Σαν ένα τίποτα μας αντιμετωπίζουν.
Ένα μικρό λιθαράκι κρατάει τα γυμνά πόδια μας λίγο πριν βρεθούμε στον γκρεμό. Μια ανάσα από την πνοή του χάους. Αυτή είναι η Ελλάδα μας και αυτή έχουμε φτιάξει. Κάθε βράδυ το ρεύμα της αγανάκτησης μας χτυπάει κι όμως δεχόμαστε τον πόνο και δεν τον σταματάμε.
Ως εδώ όμως!
Εμείς οι Ελληνες είμαστε ικανοί για το καλύτερο και το χειρότερο. Φτιάξαμε το χειρότερο. Ας το γκρεμίσουμε να φτιάξουμε το καλύτερο. Τι να χάσουμε προσπαθώντας; Αυτό που δεν έχουμε; Την ζωή που μας πήραν;
Πως ζούμε έτσι μωρέ; Που είναι το χαμόγελό μας; Που είναι ο Ελληνας που βρέθηκε στα ορυχεία του Βελγίου, στις θύελλες των Αζορών και στα χυτήρια του Ρουρ δίνοντας μαθήματα ζωής και ήθους; Που έπιανε την πέτρα και την έστυβε; Που είναι ο Ελληνας που τα έβαλε με στίφη βαρβάρων και ενώ όλος ο κόσμος τον θεωρούσε παλαβό, αυτός νικούσε; Που είναι οι ωραίοι «τρελοί» Ελληνες που ήξερα;
Σηκωθείτε ψηλά μωρέ! Αυτή τη φορά ή θα πετάξουμε μαζί ή θα πέσουμε μαζί. Μαζί όμως!
Πανάθεμά σας Ελληνες! Ελληνας είμαι κι εγώ!