Η διαμάχη ΗΠΑ - Τουρκίας

Γράφει ο Αθανάσιος Ελλις

Η επιδείνωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων δεν προέκυψε ξαφνικά. Ηταν μια σταδιακή εξέλιξη που άρχισε αμέσως μετά την τυπική ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Ταγίπ Ερντογάν, τον Μάρτιο του 2003. Αν και η Ουάσιγκτον επένδυσε στον μετριοπαθή ισλαμιστή πρωθυπουργό, οι επιλογές του τελευταίου οδήγησαν στη σημερινή σύγκρουση.

Το πρώτο ρήγμα εμφανίσθηκε με αφορμή την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ. Δεν έχει σημασία εάν συμφωνούσε ή διαφωνούσε κανείς με την απόφαση του Τζορτζ Μπους. Τόσο ο Λευκός Οίκος όσο και το Πεντάγωνο, το οποίο παραδοσιακά διατηρούσε ισχυρούς δεσμούς με το στρατιωτικό κατεστημένο της Τουρκίας, ανέμεναν από ένα στενό σύμμαχο όπως η Τουρκία να συνδράμει στην υλοποίηση μιας........ κορυφαίας στρατηγικής επιλογής των ΗΠΑ. Αντ' αυτού εισέπραξαν μια άρνηση. Στην κρίσιμη ψηφοφορία που διεξήχθη τότε στην τουρκική Εθνοσυνέλευση, το κυβερνών κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ταγίπ Ερντογάν καταψήφισε το σχετικό αίτημα των ΗΠΑ και δεν επέτρεψε τη διέλευση αμερικανικών δυνάμεων από το τουρκικό έδαφος προς το βόρειο Ιράκ.

Σε ιδιωτικές συζητήσεις στην Ουάσιγκτον εκείνη την περίοδο, ο γράφων είχε επανειλημμένα διαπιστώσει την έντονη δυσφορία Αμερικανών διπλωματών, ενώ μεταξύ στρατιωτικών αξιωματούχων συχνά επικρατούσε οργή. Oι χαρακτηρισμοί που χρησιμοποιούσαν για την Τουρκία ήταν σκληροί, και απέδιδαν στη στάση της την καθυστέρηση στην ανάπτυξη δεύτερου μετώπου στο βόρειο Ιράκ και κατ' επέκταση την απώλεια Αμερικανών.

Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία ο Μπαράκ Ομπάμα κατέστησε σαφές ότι επιθυμούσε να αποκαταστήσει και να αναβαθμίσει τη σχέση με την Αγκυρα. Αλλωστε, ήταν και ο ίδιος αντίθετος στον πόλεμο του Ιράκ. Ετσι, επισκέφθηκε την Τουρκία μόλις δυόμισι μήνες μετά την ορκωμοσία του, και διεμήνυσε την πρόθεσή του να την εντάξει στον ευρύτερο στρατηγικό σχεδιασμό της προσέγγισης του μουσουλμανικού κόσμου.

Ομως, κι εδώ ο κ. Ερντογάν δεν ανταποκρίθηκε. Η στήριξη στη Χαμάς, οργάνωση την οποία οι ΗΠΑ, όπως και η Ε.Ε., θεωρούν τρομοκρατική, και η προσέγγιση με το Ιράν ενόχλησαν την Ουάσιγκτον. Την εικόνα της τουρκικής κυβέρνησης στα κέντρα εξουσίας της Ουάσιγκτον δεν βοήθησαν οι επανειλημμένες φραστικές επιθέσεις του κ. Ερντογάν κατά του Ισραήλ, ούτε φυσικά οι ενέργειες «ανεξαρτήτων» οργανώσεων όπως αυτές που συμμετείχαν στον στολίσκο της ελευθερίας που δέχθηκε την επίθεση των Ισραηλινών κομάντος. Το ποτήρι ξεχείλισε μετά την πρόσφατη καταψήφιση από την Τουρκία του ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας που προέβλεπε νέες κυρώσεις κατά της Τεχεράνης και το οποίο προωθούσαν τα μόνιμα μέλη του Σ.Α. και η Γερμανία.

Με αυτά τα δεδομένα ήταν αναμενόμενο ότι δεν θα αργούσαν να έρθουν και ουσιαστικές συνέπειες όπως η «δυσκολία» του Κογκρέσου να εγκρίνει την προμήθεια των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων με προηγμένης τεχνολογίας αμερικανικά οπλικά συστήματα που έχει ανάγκη η Αγκυρα.

Κατά τη διάρκεια της θητείας Κλίντον, οι ΗΠΑ είχαν αρχίσει να ασκούν πιέσεις για εκδημοκρατισμό της Τουρκίας και περιορισμό του ρόλου του στρατού στην πολιτική ζωή της χώρας. Οι πιέσεις αυτές αποσκοπούσαν παράλληλα στη δημιουργία του πλαισίου που θα διευκόλυνε την προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Η εκλογή του Ταγίπ Ερντογάν ερμηνεύθηκε αρχικά ως επιτυχία της πολιτικής αυτής. Το γεγονός ότι ήταν δημοφιλής και είχε ισλαμικές ρίζες δημιουργούσε μια νέα προοπτική στο «μέτωπο» των σχέσεων με το Ισλάμ καθώς προσέφερε σε άλλες χώρες με μουσουλμανικούς πληθυσμούς ένα ελκυστικό μοντέλο δημοκρατικής αναρρίχησης στην εξουσία μετριοπαθών ισλαμιστών πολιτικών. Ομως, τελικά, μάλλον δικαιώθηκε η πρόβλεψη που έκανε σε ανύποπτο χρόνο αρμόδιος Αμερικανός αξιωματούχος ο οποίος σημείωνε: «Φοβάμαι ότι με τον Ερντογάν πέσαμε θύματα της επιτυχίας μας...».
Αθανάσιος Ελλις