Αγορά ή Κοινωνία

Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης

Σε πρόσφατη συνέντευξή της στην El Pais, η γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γαλλίας, Μαρτίν Ομπρί, εξέφρασε την πικρία της για τον τρόπο που οι ηγέτες της ΕΕ συμφώνησαν να στηρίξουν τις αγορές. «Δεν ήταν και πολύ ωραίο το θέαμα να βλέπεις τους ηγέτες της Ευρώπης κλεισμένους όλη την Κυριακή σε μια αίθουσα, προκειμένου να πάρουν μια απόφαση στήριξης των αγορών πριν ανοίξουν τη Δευτέρα. Έδιναν την εντύπωση ότι όταν ήταν να σώσουν ανθρώπους, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, κανείς δεν μπορούσε να συμφωνήσει. Όταν όμως κινδύνευσαν οι αγορές ή τα χρηματιστήρια, συμφώνησαν αμέσως και δίχως χρονοτριβή»(In.gr 14.05.10). Το ίδιο δεν έκανε και η αμερικανική κυβέρνηση πριν δυο χρόνια; Όταν οι τράπεζες πέταγαν στο δρόμο εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες παίρνοντάς τους τα σπίτια, η αμερικανική κυβέρνηση σφύριζε αδιάφορη. Μόλις κινδύνεψαν οι..........
τράπεζες έσπευσαν να τις στηρίξουν με λεφτά των φορολογουμένων. Κατά τα άλλα, σύμφωνα με τις αρχές των νεοφιλελευθέρων, το κράτος δεν πρέπει να παρεμβαίνει στην αγορά!

Θα έκανε κάτι διαφορετικό η κα Ομπρί αν ήταν στην εξουσία; Σίγουρα όχι. Στη Σύνοδο Κορυφής της Λισσαβόνας, οι «αριστεροί» πρωθυπουργοί της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιταλίας, Τ. Μπλέρ και Μ. Ντ΄Αλέμα, πρότειναν μία σειρά μέτρων στηριζόμενοι σε μία έκθεση των επιστημόνων, Τ. Μποέρι, Ρ.Λεγιάρντ και Σ. Νίκελ. Στην έκθεση αυτή με τίτλο:Welfare to work and the Fight against long-term Unemployment, ανάμεσα σε άλλα «πρωτοποριακά-καινοτομικά» μέτρα, προτείνεται και η λεγόμενη αποκέντρωση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Δηλαδή η κατάργηση των εθνικών συλλογικών συμβάσεων, που μοιραία θα οδηγήσει στις περιφερειακές συλλογικές συμβάσεις σε εθελοντική βάση, οι οποίες στο τέλος θα καταργηθούν για να αντικατασταθούν από τις λεγόμενες συμφωνίες κυρίων μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου. Οι ίδιες οι κυβερνήσεις που προτείνουν την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, απορρίπτουν τις προτάσεις για την καταπολέμηση της ανεργίας. Με εκατομμύρια ανέργους και με εκατοντάδες και χιλιάδες ανέργους-υποψήφιους για μια θέση, η πρόταση για συμφωνία εργοδότη εργαζόμενου είναι όχι απλώς φάρσα αλλά και γελοία.

Από την εποχή του Ρήγκαν και της Θάτσερ, δεν υπάρχει καν το δίλημμα Αγορά ή Κοινωνία. Ολοι συμφωνούν πως προτεραιότητα έχουν η αγορά και η νομισματική σταθερότητα και όχι η καταπολέμηση της ανεργίας. Εχει μείνει στην ιστορία πλέον η φράση της Θάτσερ στην ερώτηση ενός δημοσιογράφου για τις αντιδράσεις της κοινωνίας από τα σκληρά μέτρα κατά των εργαζομένων και την αύξηση της ανεργίας. «Κοινωνία; Ποια είναι αυτή η κυρία; Δεν την γνωρίζω. Εγώ γνωρίζω μόνο την αγορά». Αυτή ήταν η απάντηση της λεγόμενης σιδηράς κυρίας!. Ολες οι κυβερνήσεις των ανεπτυγμένων χωρών, συντηρητικές ή σοσιαλιστικοφανείς, όλες, δίχως εξαιρέσεις, ακολουθούν το δρόμο που χάραξαν οι Ρήγκαν και Θάτσερ και ο οποίος λέει «αυτό που πρωτίστως μας ενδιαφέρει είναι η νομισματική σταθερότητα( δηλαδή οι τράπεζες), ακόμα κι αν η ανεργία φτάσει σε ύψη ρεκόρ».Αρκεί βεβαίως να μην υπάρξουν κοινωνικές εξεγέρσεις. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο το πρώτο πράγμα που έκανε η Θάτσερ ήταν να διαλύσει τα ιστορικά συνδικάτα Trade Unions της Μεγάλης Βρετανίας. Στην προσπάθειά της αυτή είχε βρει συμμάχους στις τότε σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις της Ευρώπης της δεκαετίας του 80, οι οποίες ήλεγχαν τα συνδικάτα των χωρών τους.

Όταν οι βρετανοί ανθρακωρύχοι, υπό την ηγεσία του θρυλικού ηγέτη τους Αρθούρου Σκάρτζιλ απεργούσαν το 1984/85 για πάνω από οκτώ μήνες, οι “αδερφοί” τους προλετάριοι από τη Γερμανία, το Βέλγιο ακόμη κι από την Πολωνία της solidarność του “συντρόφου” Λεχ Βαλένσα έστελναν κάρβουνο στη Μάργκαρετ Θάτσερ. Με την βοήθεια των αδερφών προλεταρίων της Ευρώπης χτυπήθηκαν τα ιστορικότερα συνδικάτα του κόσμου και από τότε δεν έχουν συνέλθει ποτέ. Αυτή ήταν η αρχή της κυριαρχίας του θατσερικού νεοφιλελεύθερου μοντέλου που κυριαρχεί μέχρι σήμερα. Η τακτική αυτή των καλοθρεμμένων(καλολαδωμένων) ηγετών των ευρωπαϊκών συνδικάτων οδήγησε στην αποδυνάμωση όλων των εργατικών ενώσεων της Ευρώπης. Η τακτική αυτή συνεχίζεται και στις μέρες μας.

Ο Τζον Μονκς, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων (CES), Αναφερόμενος στην Τρόϊκα στήριξης της ελληνικής οικονομίας, ζήτησε από τους υπουργούς της ευρωζώνης να προχωρήσουν «σε ρεαλιστικά και κοινωνικώς αποδεκτά σχέδια για την Ελλάδα»!!! Με τέτοια συνδικάτα-αλληλεγγύης, είναι επόμενο πολυεθνικές και πολιτικοί να αντιμετωπίζουν τους εργαζόμενους σαν αγέλες από αντιλόπες ή Γκνού. Αυτό ακριβώς κάνει και η ελληνική κυβέρνηση. Ενώ γνωρίζει πως για να βγάλει τη χώρα από την κρίση απαιτούνται ενορχηστρωμένες δράσεις κινητοποίησης του ελληνικού λαού, επειδή πιστεύει ότι αυτό είναι σχεδόν αδύνατο προτιμά την εύκολη λύση του κοινωνικού αυτοματισμού. Αντί να προσπαθήσει να ενώσει και να ενθουσιάσει τον ελληνικό λαό, ώστε όλοι μαζί να βάλουμε ένα χέρι για να βγούμε από την κρίση, χρησιμοποιεί την τακτική του διαίρει και βασίλευε, βάζοντας τις διάφορες κοινωνικές ομάδες να καταφέρονται η μια κατά της άλλης. Χρησιμοποιεί αδίστακτα τη δοκιμασμένη τακτική εξουσίας των κατακτητών γιατί δεν πιστεύει η ίδια πως μπορούμε να τα καταφέρουμε.. Σ’ αυτήν τη στρατηγική της επιλογή έχει συμμάχους την συντριπτική πλειονότητα των πουλημένων κονδυλοφόρων της λεγόμενης 4ης Εξουσίας που ζήλεψαν τη δόξα των κονδυλοφόρων της 4ης Αυγούστου. Οι εργαζόμενοι, όλοι εμείς οι κατ’ εξοχήν δημιουργοί αξιών και πλούτου, θα πρέπει να καταλάβουμε πως είμαστε μόνοι σαν αντιλόπες στη μέση της σαβάνας, ή θα βρούμε νέες μορφές οργάνωσης και αλληλεγγύης ή θα καταλήγουμε ο ένας μετά τον άλλον στα στόματα των σαρκοφάγων.