Η γυναίκα του Καίσαρα και οι εξεταστικές επιτροπές

Γράφει ο Θεόδωρος Κουλουμπής

Το γνωστό απόφθεγμα για τη γυναίκα του Καίσαρα, η οποία δεν αρκεί να είναι μόνο τίμια αλλά και να φαίνεται τίμια, ισχύει δυστυχώς για την Ελλάδα του σήμερα. Ασχέτως με την όποια πραγματικότητα, ο διεθνής διασυρμός της χώρας μας δεν έχει προηγούμενο - με την εξαίρεση των πέτρινων χρόνων της δικτατορίας Παπαδόπουλου - Ιωαννίδη. Η «Ελλάδα που έχει πτωχεύσει» βρίσκεται σταθερά στα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου και στις πρώτες ειδήσεις των τηλεοράσεων. Σκωπτικά σχόλια αφθονούν, γεμάτα ειρωνεία για τη «φτωχή Ελλάδα και τους πλούσιους Ελληνες» ή για το «ανέκδοτο» που τιτλοφορείται «ελληνική στατιστική». Οι Financial Times μάλιστα σαρκάζουν προτείνοντας να ξελασπώσουμε την οικονομία μας με τα εύρετρα για τα Ελγίνεια Μάρμαρα και την Αφροδίτη της Μήλου.

Το σημερινό μας πρόβλημα επιβάλλει την ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος της κρίσης που μας απειλεί και συλλογικά (κυβέρνηση, αντιπολίτευση και λαός) να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων. Με δεδομένο ότι η .........
χώρα μας βρίσκεται στο ναδίρ της διεθνούς της αξιοπιστίας, πρώτη προτεραιότητα είναι να πάρουμε τα απαραίτητα μέτρα για να την ανακτήσουμε. Και εδώ τίθεται το σοβαρό ερώτημα αν με τη σύσταση επτά, τουλάχιστον, εξεταστικών επιτροπών από το Κοινοβούλιο, εν μέσω οικονομικής κρίσης, θα βελτιώσουμε ή θα χειροτερεύσουμε την εικόνα μας. Η άποψή μου είναι, καθώς τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας ακονίζουν τα καταγγελτικά μαχαίρια τους, ότι οι εξεταστικές επιτροπές της Βουλής θα συμβάλουν στην επιδείνωση της αρνητικής εικόνας της χώρας μας στον εγχώριο και, κυρίως, στον διεθνή Τύπο. Το κόστος θα είναι μετρήσιμο, με την αύξηση των λεγόμενων «σπρεντ» των επιτοκίων του δανεισμού μας που η βροχή αλληλοκατηγοριών των δύο μεγάλων κομμάτων θα τροφοδοτεί.

Από την άλλη πλευρά του προβληματισμού θα ακούγεται, βεβαίως, και η πρόταση ότι αν δεν μάθουμε όλη την αλήθεια για τις παραλείψεις και τα λάθη του παρελθόντος, θα διαιωνίσουμε την ατιμωρησία και την ανευθυνότητα των συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων που ευθύνονται για το σημερινό αδιέξοδο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δημοκρατία εδραιώθηκε στη χώρα μας με τους συνετούς χειρισμούς του Κωνσταντίνου Καραμανλή (νομιμοποίηση της κομμουνιστικής αριστεράς, αδιάβλητες εκλογές του Νοεμβρίου 1974, οριστική διευθέτηση του πολιτειακού μας συστήματος με το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, δίκες των πρωταιτίων της δικτατορίας και των βασανιστών και αναθεώρηση του Συντάγματος του 1952 το 1975). Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα την 1η Ιανουαρίου 1981 ήλθε να σφραγίσει και συμβολικά την εδραίωση των δημοκρατικών μας θεσμών. Εκτοτε τα δύο κόμματα εξουσίας εναλλάσσονται στη διακυβέρνηση της χώρας (σύντομη εξαίρεση αποτέλεσε η προβληματική περίοδος πολυκομματικών κυβερνήσεων 1989 - 90), ενώ τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών δεν αμφισβητήθηκαν από τους εκάστοτε ηττημένους - όπως συχνά συνέβαινε τον 20ό αιώνα μέχρι το 1967.

Δυστυχώς ένα σοβαρό έλλειμμα ποιότητας της δημοκρατικής μας συμπεριφοράς έχει διατηρηθεί μέχρι τις μέρες μας με τη διαιώνιση πελατειακών νοοτροπιών των πολιτικών και των πολιτών μας. Ετσι, ο ακατάσχετος λαϊκισμός και η αποφυγή του λεγομένου πολιτικού κόστους οδήγησαν διαδοχικές κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας στην αναβολή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων για την αναβάθμιση καίριων τομέων δράσης όπως της παιδείας, της δικαιοσύνης, της υγείας, των μέσων ενημέρωσης και, κυρίως, της διαφθοράς στον δημόσιο τομέα και της συστηματικής φοροδιαφυγής στον ιδιωτικό.

Προϊόν του δημοκρατικού μας ελλείμματος υπήρξε μια έντονη τάση ποινικοποίησης της πολιτικής μας ζωής. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου έπειτα από οκτώ χρόνια πρωθυπουργίας σύρθηκε στο ειδικό δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά, το 1990, και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, μετά την ήττα της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του Οκτωβρίου 1993, έζησε κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη της δικής του παραπομπής για τη γνωστή υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών. Ακολούθησαν αλυσιδωτά σκάνδαλα, όπως του χρηματιστηρίου, της παρακολούθησης των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων πολιτικών παραγόντων, της προμήθειας του συστήματος C4I για την ασφάλεια των Ολυμπιακών του 2004 και -ως κορυφή του παγόβουνου- της υπόθεσης της Μονής Βατοπεδίου. Αν προσθέσουμε στα παραπάνω την «απογραφή» του Γιώργου Αλογοσκούφη μετά τις εκλογές του 2004 και την «καταγραφή» του Γιώργου Παπακωνσταντίνου μετά τις εκλογές του 2009, το μήνυμα που άρχισε να εδραιώνεται στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, και ευρύτερα, ήταν ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας «μαγείρευαν τα στατιστικά στοιχεία» για να ικανοποιούν τα απαιτητικά κριτήρια της Ευρωζώνης ή να προωθούν τα στενά κομματικά τους συμφέροντα. Με άλλα λόγια, οι μεσογειακοί Ελληνες κατηγορήθηκαν (και εξακολουθούν να κατηγορούνται) ότι ξεφάντωναν εις βάρος των εργασιομανών Βορειοευρωπαίων.

Αν ο πολιτικός μας κόσμος δεν προσέξει στις εβδομάδες και τους μήνες που έρχονται, η συναίνεση των δύο μεγάλων κομμάτων για την επιβολή αναγκαίων (και επώδυνων) μέτρων που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης μπορεί να εξελιχθεί σε έναν εφιάλτη πόλωσης και κλιμακούμενων καταγγελιών όλων των αποχρώσεων του πολιτικού μας φάσματος. Οι εξεταστικές επιτροπές στο όνομα της ανταγωνιστικής διαλεύκανσης της αλήθειας θα μας θυμίσουν ένα σύγχρονο Οιδίποδα που πεισματικά αναζητεί την αλήθεια και όταν τη βρίσκει δεν αντέχει στη θωριά της και βγάζει τα μάτια του.

Θεόδωρος Κουλουμπής