Καφές, τάβλι και συμπάθεια...


«Η αξία του καφενείου είναι μεγάλη. Εδώ σμίγει ο γέρος κι ο νέος και γίνονται όλοι ένα. Η πολιτική γίνεται στα καφενεία, εδώ πραγματώνεται η δημοκρατία κυριολεκτικά. Αν αυτός ο χώρος σβήσει, θα λείψει η κουλτούρα της χώρας».

O Γιάννης Κατσόγιαννης είναι ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Καφεπωλών Ελλάδας που αριθμεί 2.800

μέλη και εκπροσωπεί τα παραδοσιακά καφενεία στη χώρα μας. Σήμερα, στην εποχή των θορυβωδών καφετεριώνπου συνδυάζουν και άλλες υπηρεσίες όπως το φαγητό- τα παραδοσιακά καφενεία γνωρίζουν τη δική τους κρίση.

«Η καφετέρια και το ΠΡΟΠΟ μας κλείνουν. Είναι ενδεικτικό πως 157 καφενεία έκλεισαν μέσα σ΄ έναν χρόνο και οι υπόλοιποι είχαμε πτώση του τζίρου στο 30%!», λέει ο κ. Κατσόγιαννης. Τα παραδοσιακά καφενεία είναι σήμερα 50.000 σε όλη την Ελλάδα, σερβίρουν ούζο, κρύο μεζέ, καφέ και οι πελάτες παίζουν πρέφα και .........
τάβλι. «Είμαστε ο μοναδικός κλάδος που παρέχουμε υπηρεσίες χωρίς να πληρωνόμαστε. Μας πολεμάνε όλοι. Το τάβλι και ο τζόγος έχει πάει στο ΠΡΟΠΟ. Εμείς πληρώνουμε ΦΠΑ και δημοτικά τέλη. Ο προπατζής από την άλλη βάζει μια καφετιέρα και τέλος. Επίσης, τα μεγάλα καφενεία έχουν πάθει ζημιά από τα μέτρα κατά του καπνίσματος. Πρόσφατα, μάλιστα, συναντηθήκαμε με το Σωματείο των Τούρκων. Αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα, απαγορεύουν και εκεί τον αργιλέ. Πρέπει να δοθούν κίνητρα στο καφενείο, το ΚΙΝΟ να δοθεί σε εμάς», προσθέτει ο κ. Κατσόγιαννης και συνομιλεί με τους πελάτες του δικού του παραδοσιακού καφενείου «Χελωνιάς» στο Μπουρνάζι. Πιο μακριά, το καφενείο «Η Ζίτσα» λειτουργεί στην οδό Βερανζέρου 23 από το 1936, στο κέντρο της Αθήνας. Ιδιοκτήτες σήμερα είναι οι Βασίλης και Τέλης Θεμελής, από τη Λάκκα Σουλίου, που πήραν το καφενείο το 1979.

Αντάμωμα. «Εδώ γινόταν το αντάμωμα των Ηπειρωτών στην Αθήνα. Έβρισκαν δουλειές, ενώ έρχονταν και Πελοποννήσιοι και νησιώτες. Μέχρι το 1983, είχαμε και κλαρίνα χωρίς μικρόφωνο και λειτουργούσαμε μέχρι τις 12 το βράδυ. Μετά μας ζητούσαν άδεια και σταματήσαμε». Ο κ. Βασίλης Θεμελής σκιαγραφεί το ιστορικό προφίλ του παλιού καφενείου και περιγράφει τη σημερινή πραγματικότητα στο μαλακό υπογάστριο της πόλης: «Έχει αλλάξει πια και η Ομόνοια. Είναι πιο επικίνδυνη. Σήμερα θαμώνες είναι οι ηλικιωμένοι, ενώ οι νέοι μάς προτιμούν σπάνια λόγω καφετεριών. Δεν κάθονται πια μαζί οι νέοι με τους γέρους. Άμα κόψουν και το τσιγάρο, θα κλείσουν όλα τα καφενεία», λέει και ρίχνει καφέ στο μικρό μπρίκι.

«Εδώ θα συζητήσεις τα πάντα. Προσωπικά ζητήματα, πολιτική, τα πάντα. Κάποτε εδώ μέσα έπαιζαν και καρεκλιές λόγω διαφωνιών! Υπάρχει ένα δέσιμο σαν οικογένεια. Όλοι στο καφενείο γίνονται μια παρέα. Ο άγνωστος που μπαίνει γνωστός βγαίνει, ενώ στην καφετέρια αυτό δεν υπάρχει», συμπληρώνει. Πιο πέρα Ηπειρώτες πίνουν, μιλούν και κερνούν τα διπλανά τραπέζια. Ένας ξερακιανός πιάνει το τραγούδι (με φάλτσα φωνή). Η «Ζίτσα» συμπυκνώνει την ιστορία της εσωτερικής μετανάστευσης στη χώρα μας. «Είναι υγεία να συχνάζεις στα καφενεία που παραμένουν και φθηνά. Αναπτύσσεται ο διάλογος, η κοινωνικότητα, η επικοινωνία. Η καφετέρια είναι απρόσωπη. Μας επιβλήθηκε ως νεωτερισμός, ως επιταγή της μόδας», σημειώνει ο Γιάννης Μπανίκας, από τη Λάκκα Σουλίου, που συχνάζει στο ιστορικό καφενείο. «Τριάντα πέντε χρόνια έρχομαι εδώ. Συναντάμε συντοπίτες μας, είναι στο κέντρο και μπορούμε να συζητήσουμε τα θέματα της ιδιαίτερης πατρίδας μας. Είναι ο συνδετικός μας κρίκος και βέβαια εδώ είναι πιο ανθρώπινα από την καφετέρια. Έχουμε άλλη άνεση», συμπληρώνει ο Βαγγέλης Παππάς, επίσης από τη Λάκκα Σουλίου, και πίνει τσίπουρο θυμίζοντας τα λόγια του συγγραφέα Κωστή Παπαγιώργη: «Η ουσία του καφενείου είναι παρούσα. Ένα μικρό τμήμα της ανθρωπότητας παριστάνει όλη την ανθρωπότητα. Στο καφενείο πας για να δεις και να σε δουν».

ΤΑ ΝΕΑ