«Βρισκόμαστε σε κατάσταση πολέμου»

Γράφει ο Αλκιμος

Τα περί «κατάστασης πολέμου» τα ακούσαμε επανειλημμένα τις τελευταίες μέρες από επίσημα κυβερνητικά χείλη. Ποιά είναι όμως η σημασία της λέξης «πόλεμος» σήμερα;

Από την εποχή του Θουκυδίδη μέχρι σήμερα, η «τέχνη» του πολέμου γνώρισε τεράστια ανάπτυξη, εξέλιξη και ποικιλία μορφών. Ωστόσο ορισμένα χαρακτηριστικά του, όπως η παθολογία του, παρέμειναν αναλλοίωτα. Αν κάποιος αμφιβάλλει γι αυτό, δεν έχει παρά να ξαναδιαβάσει την «παθολογία του πολέμου», έτσι όπως την ανέλυσε ο Θουκυδίδης, ο οποίος, παρατηρώντας και περιγράφοντας την απάνθρωπη συμπεριφορά των εμπολέμων κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, σκιαγραφεί, άθελά του, τη σημερινή εικόνα του «κόσμου μας».

Επειδή είμαι απ αυτούς που πιστεύουν πως η ιστορία απλά επαναλαμβάνεται, τα όσα διαδραματίστηκαν τις τελευταίες ημέρες, μου θύμισαν καταστάσεις εμφυλίου, όπου οι αντίπαλες παρατάξεις περιελάμβαναν για μια ακόμα φορά την Αθήνα, και στο άλλο στρατόπεδο είδαμε να βρίσκονται –παραδόξως- οι λάτρεις των Λακεδαιμονίων, οι Γερμανοί. Αν ανασκοπήσει κάποιος τα γραφόμενα του Θουκυδίδη και ειδικά το τρίτο βιβλίο των Ιστοριών, όπου γίνεται αναφορά στον .......εμφύλιο της Κέρκυρας, θα διακρίνει βαθύτατες και αιώνιας αξίας διαπιστώσεις και παρατηρήσεις για την επίδραση της βίας (εν προκειμένω ψυχολογική βία) και του πολέμου –και μάλιστα του εμφυλίου (ανήκουμε από κοινού με τους Γερμανούς –κατά την δική τους δήλωση- στην «οικογένεια της Ευρώπης») πάνω στα ήθη των ανθρώπων και της κοινωνίας.

Επειδή και εγώ πιστεύω πως αυτό που ζήσαμε τελευταία ήταν ένα είδος πολέμου, που δεν έχει τελειώσει όμως ακόμα, θα παραθέσω εδώ ένα απόσπασμα, από ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο που διάβασα πρόσφατα, από το περιοδικό «Blacκ οut» (Οκτώβριος 2005), της Θεσσαλονίκης. Στο απόσπασμα αυτό επιχειρεί η συγγραφέας (Ακριδούλα) να μας παρουσιάσει με λίγα λόγια την έννοια του όρου «πόλεμος», όπως αυτός εξελίχτηκε διαχρονικά:

“Παλιότερα οι πόλεμοι γίνονταν από «αγνούς πατριώτες» οι οποίοι ένιωθαν σα χρέος τους το να υπερασπιστούν την πατρίδα τους ενάντια σε άλλα έθνη-κράτη. Και τότε μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε πίσω από αυτές τις «συναισθηματικά φορτισμένες» έννοιες τον πόλεμο ως έκφραση του ανταγωνισμού ανάμεσα στα κατά τόπους έθνη (-κράτη) και αφεντικά.

Σήμερα, οι πόλεμοι (οι οποίοι σημειωτέον δεν ονοματίζονται καν ως τέτοιοι- η λέξη τείνει να μη χρησιμοποιείται και σίγουρα αυτό δεν είναι τυχαίο) ή καλύτερα οι ανθρωπιστικές επεμβάσεις γίνονται από «σχεδόν ειρηνιστές επαγγελματίες στρατιώτες» με σκοπό την «απελευθέρωση, τον εκδημοκρατισμό και τη θεμελίωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» σε κάποιες περιοχές που απεγνωσμένα χρειάζονται το δυτικό κόσμο να τους επιβάλλει την ειρήνη, τον ανθρωπισμό και τις ιδεολογικές καταβολές του.

Τώρα είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε πίσω από αυτές τις αμείλικτα επιθετικές έννοιες, με το συναισθηματικό «all paper» περιτύλιγμα, την προσπάθεια από μέρους της διεθνοποιημένης κυριαρχίας και των πλανητικών αφεντικών να ξεριζώσουν τις όποιες τοπικές κοινωνικές και πολιτικοοικονομικές δομές, προκειμένου να επιβάλουν ενιαία το καπιταλιστικό οικονομικό μοντέλο και το αντίστοιχό του πολιτικό, τη δυτική αστ(υνομ)ική δημοκρατία, αλλά και το αντίστοιχο μοντέλο ζωής σε καθημερινό επίπεδο που κύριο χαρακτηριστικό του έχει την αλλοτρίωση του υποκειμένου, τον κατακερματισμό του και την ανασύνθεσή του γύρω από την έννοια του εμπορεύματος.”

Στο σημείο αυτό, παραθέτω από το τρίτο βιβλίο των Ιστοριών του Θουκυδίδη το ακόλουθο πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα (σε ελεύθερη μετάφραση), το οποίο θα πρέπει μα μας βάλει σε σκέψεις:

“Παρατηρεί (Γ83) πως οι εμφύλιοι σπαραγμοί δημιουργούν κάθε μορφή κακίας και μοχθηρίας: «οὗ τὸ γενναῖον πλεῖστον μετέχει, καταγελασθὲν ἠφανίσθη (μετ.: η αγαθότης κατεγελάτο τόσον ώστε εξηφανίσθη). Επικρατούσε γενική δυσπιστία όλων προς όλους. Δεν πίστευε κανείς σε κανενός είδους εγγυήσεις και υποσχέσεις ή όρκους. Όποιος επικρατούσε, αντί να δώσει πίστη στους αντιπάλους του, έπαιρνε σκληρά μέτρα για την ίδια του την ασφάλεια. Καθώς συχνά συνέβαινε να επικρατούν οι διανοητικά κατώτεροι, φοβούνταν, εξαιτίας της δικής τους ανεπάρκειας και της ικανότητας των αντιπάλων τους, μήπως νικηθούν κατά τη συζήτηση. Για να μην πέσουν θύματα και υποστούν ταπείνωση, δεν δίσταζαν να φτάσουν στο έγκλημα.”(*)

Προσοχή: Οποιαδήποτε ομοιότης με το σήμερα είναι εντελώς …τυχαία!