Το μεγαλύτερο σκάνδαλο όλων των εποχών στην Ελλάδα

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Δεν είναι εκστρατεία ο βίος του ανθρώπου επί της γης; Ιώβ, ζ΄, 1
Ας εξοικονομήσουμε χώρο και χρόνο στο άρθρο αυτό, παραδεχόμενοι τουλάχιστον τα αυτονόητα. Το μεγαλύτερο λοιπόν σκάνδαλο στη χώρα μας ΔΕΝ είναι τα λεφτά που «χάθηκαν», ληστεύθηκαν, καταχράστηκαν σ’ όλη την ιστορική πορεία του ελληνικού κράτους, απ’ τη δημιουργία του ίσαμε τα σήμερα.

Tο μεγαλύτερο σκάνδαλο, ακούει σε μια και μόνο : ΑΤΙΜΩΡΗΣΙΑ - αυτό το άθλιο «ό,τι έγινε-έγινε»! – Προσοχή! Όχι για τον καθένα, μα για τους «θεσμικά απυρόβλητους»!

Ατιμωρησία, από την εποχή του πρώτου εθνικού δανείου, πριν 190 περίπου χρόνια, ως την σημερινή εποχή της «διάσωσης προβληματικών» ιδιωτικών επιχειρήσεων (τις θυμάστε; τότε που το «κακό» κράτος αντί να στείλει στη φυλακή τους καταχραστές ανέλαβε να διασώσει –φυσικά με τα λεφτά του λαού!- τις επιχειρήσεις τους –και σε αρκετές περιπτώσεις το πέτυχε), του Χρηματιστηρίου, των δομημένων ομολόγων, του Βατοπεδίου, κ.λπ., κ.λπ.

Η ατιμωρησία, αυτή, είναι πράγματι κανόνας, με μερικές θλιβερές εξαιρέσεις να τον επιβεβαιώνουν.

Θλιβερές, όχι γιατί είναι εξαιρέσεις, μα γιατί, και όταν «δρομολογείται» η τιμωρία και ο κολασμός, είναι επίσης ο κανόνας να την πληρώνουν οι μαρίδες, ή έστω κάποια .........
κάπως μεγαλύτερα ψάρια, μα ποτέ, σχεδόν ποτέ, οι καρχαρίες –ιδιώτες μα κυρίως οι εκπρόσωποι της πολιτικής εξουσίας στην ανώτατη βαθμίδα της ιεραρχίας της : ας πούμε ένας πρωθυπουργός!

Η ατιμωρησία, η οποία όταν συμβαίνει, και κυρίως όταν συμβαίνει διαχρονικά ως κανόνας, και ως εκ τούτου τείνει να λάβει τη μορφή και τη θέση του θεσμού, αν δεν έγινε ήδη «θεσμός», αποτελεί ταυτόχρονα «προς κάθε ενδιαφερόμενο» και πρόσκληση για επανάληψη ή/και συμμετοχή σ’ αυτό το διαχρονικό παιχνίδι λεηλασίας και ληστείας.

Σκάνδαλα ολκής ήταν πάντα και οι όποιες «εξυγιάνσεις» του δημοσίου λογιστικού, του κρατικού κορβανά, διότι στηρίζονταν πάντα στην περαιτέρω λεηλασία του μικρού και μεσαίου εισοδήματος και πλούτου, που όχι σπάνια για την ανάγκη της λεηλασίας βαφτίζονταν και ως «μεγάλοι» όσοι είχαν την ατυχία κάπως να βελτιώνουν τη θέση τους, στο στύψιμο των μαζών (εδώ η λέξη ταιριάζει) προκειμένου να καλυφθούν τα «ελλείμματα» από την λεηλασία, και προκειμένου να την «βγάλουν αβρόχοις ποσί» όσοι πράγματι πλούτισαν και ιστορικά πλουτίζουν απ’ αυτή τη κατάσταση, αλλά και να δημιουργηθεί νέος πλούτος ώστε να αναπληρώσει τον λεηλατηθέντα και ληστευθέντα, ώστε να υπάρχει «ψωμί» για την μελλοντική λεηλασία μπας και χρειαστεί να κοπιάσουν κάποιοι για να πλουτίσουν, και ώστε τα περί επανάληψης της ιστορίας ως φαρσοκωμωδίας που ο Μάρξ είχε πει συμπληρώνοντας τα περί σκέτης επανάληψης του Χέγκελ, να είναι μια άποψη πάντα επίκαιρη. Μπήκαν δηλαδή στα σπίτια μας, μας τα ρήμαξαν, κι έρχονται έπειτα οι ίδιοι οι «μπουκαδόροι» και μας λένε : «τώρα, ελάτε να δούμε πώς θα πληρώσετε τη ζημιά που σας κάναμε, αφού είναι φανερό, ότι εμείς δεν πρόκειται να πληρώσουμε τίποτα!» Την ίδια δε στιγμή, τούτες οι «μάζες» («μάζα» : ο λαός-«πράγμα») δέχονται την επίθεση του Φόβου, μέσα από καλά μελετημένες ψυχολογικά ιδίως στρατηγικές, ώστε να τιθασευτεί η όποια διάθεση για αντίδραση, πόσο μάλλον η ίδια η αντίδραση.



Βέβαια, είναι και οι καλούντες σε «επαναστάσεις» : όχι, μην πανικοβάλλεστε! Δεν αναφέρομαι σε τίποτα επιδρομές και καταλήψεις κάποιας νέας Βαστίλης ή κάποιων βασιλικών ή αυτοκρατορικών ανακτόρων, από πεινασμένους και εξαθλιωμένους, που μη έχοντας να χάσουν παρά τις αλυσίδες τους (και πάλι ο Μάρξ εδώ), αποφάσισαν ότι άξιζε τον κόπο να προσπαθήσουν να πετύχουν το «θαύμα», την «ουτοπία». Και σε πολύ λίγες στιγμές της Ιστορίας, πράγματι, το πετύχαιναν, όμως, δεν είναι κάθε μέρα του Άη Γιαννιού. Νομίζω ότι είχε πολύ δίκαιο ο Μαρκούζε που έλεγε ότι «Σε κάθε επανάσταση φαίνεται ότι υπήρξε μια ιστορική στιγμή, όταν ο αγώνας εναντίον της κυριαρχίας θα μπορούσε να είναι νικηφόρος –αλλά η στιγμή πέρασε. Φαίνεται ότι σε αυτή τη δυναμική υπάρχει ένα στοιχείο αυτό-συντριβής (ανεξάρτητα από την ισχύ τέτοιων παραγόντων, όπως το πρόωρο και η ανισότητα των δυνάμεων).» (εις Ράσελ Τζάκομπι : Κοινωνική Αμνησία, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 1983, σελ. 115) Οι σύγχρονοι «επαναστάτες» όμως, δεν αμφισβητούν ποσώς το σύστημα που παράγει παρακμή και διαφθορά. Προτείνουν «διαδικασίες», «συστήματα διοίκησης και οργάνωσης», κ.λπ., κ.λπ. Ίσως οι πιο «ακραίοι» απ’ αυτούς, να ζητούν και κάποιο «λίφτινγκ» του συστήματος. Όμως, μέχρι εκεί.



Κι εν τω μεταξύ, ενώ έτσι παίζεται το παιχνίδι της παρακμής, ολοένα και περισσότερο η εξαθλίωση προχωρά. Βέβαια, όλοι μας μπορούμε να παρατηρήσουμε το εξόφθαλμο : ότι τούτη τη φορά, πάει να συνθλιβεί η μεσαία τάξη. Όμως τούτη η τάξη είναι και η σχεδόν μόνη που φέρνει το βάρος των δημόσιων οικονομικών. Διότι απ’ αυτή αντλεί τα έσοδα το κράτος ώστε να πληρώνει τις υποχρεώσεις του, να πληρώνει την τάξη των φτωχών και ανέργων που εκ των πραγμάτων δεν έχουν να πληρώσουν ούτε σεντς, και βέβαια να αναπληρώνει και τις τρύπες απ’ την τεράστια φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή των μεγαλοφοροφυγάδων και εισφοροφυγάδων, πέραν του ότι, οι καρχαρίες έχουν όλη την άνεση χωρίς να έρχονται και σε ευθεία αντιπαράθεση με τον νόμο, να μετακινούν τα κεφάλαιά τους, τις επιχειρήσεις και τις δραστηριότητές τους, σε άλλες χώρες, από εκείνες που διαφημίζονται ως «οικονομικά θαύματα», ή «παράδεισοι» (φορολογικοί, εργασιακοί, κ.λπ.).



Και το ερώτημα είναι : τι θα γίνει όταν αποξηρανθεί τελείως και τούτη η πηγή; Αυτό είναι ένα πρόβλημα κυριολεκτικά του λαού, διότι τότε, αν (ή όταν) έρθει τούτη η ώρα, κανείς εξόν απ’ τους κολασμένους τούτης της γης, δεν θα βρίσκεται εδώ. Οι άλλοι, πολύ απλά, θα την έχουν «κοπανήσει»…



Και το παραπάνω ερώτημα φέρνει το επόμενο : και τώρα τι κάνουμε;



Υπομονή! Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι αυτό θ’ ακούσω…



Τούτη όμως η «υπομονή», δεν είναι σαν τις άλλες. Μαζί με το «ό,τι έγινε-έγινε», αποτελεί το άλλο πανάθλιο επιχείρημα των παρηκμασνένων εξουσιών. Δεν είναι η υπομονή με την οποία θα κερδίσεις τη ζωή, είναι η υπομονή που εξασφαλίζει την πολυπόθητη «τάξη» και «ηρεμία» στο σύστημα, μέχρις ότου ο «πολίτης» περάσει απ’ την εφήμερη αυτή ζωή εκεί όπου «απέδρα κάθε θλίψη και στεναγμός». Υπομονή έκανε και ο παππούς και η γιαγιά μου, υπομονή έκανε ο πατέρας μου όσο ζούσε κι εξακολουθεί να κάνει η μάνα μου, υπομονή κάνω εγώ κι η γυναίκα μου, υπομονή κάνει ο γιός μου με τη νύφη μου, υπομονή σκέφτομαι ότι θα πρέπει να κάνει κι ο εγγονός μου, δεκαπέντε μόλις μηνών. Αυτή είναι η υπομονή που μεταλλάσσει τους πολίτες σε υπηκόους.



Κι εγώ πάλι επιμένω : έως πότε;



Να δυο ερωτήματα (τι και ως πότε) η απάντηση των οποίων ίσως απαιτεί κάποιον αρμοδιότερον εμού που θα μας συμβουλέψει με βάση τα όσα η ιστορία διδάσκει, με βάση το τι είναι «πρακτικώς εφικτό» και τι «πρακτικώς ανέφικτο», τι σημαίνει «ρεαλισμός» και τι «ουτοπία», και άλλα παρόμοια.



Περιμένω με ανυπομονησία τις τοποθετήσεις του «πνευματικού μας κεφαλαίου» (όσο δηλαδή μας απόμενε κι απ’ αυτό), ώστε να μας «καθοδηγήσει» με τη «σοφία» του και την «γνώση» του, αν και το μήνυμα που πήρα απ’ την ιέρεια για το τι μπορώ να περιμένω και από δαύτους είναι απογοητευτικό : ««Είπατε τώ βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά, ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην, ουδέ παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο και το λάλον ύδωρ» Έτσι, κατά πως φαίνεται, μάλλον εις μάτην περιμένω κάποια βοήθεια απ’ τη πλευρά αυτή, τουλάχιστον επί του παρόντος…