Πληροφορική και Δημόσιος Τομέας

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Με αφορμή την τρέχουσα δημόσια συζήτηση για το ζήτημα της ορθολογικής διαχείρισης του δημοσίου χρήματος, αλλά και την αποτελεσματικότερη ρύθμιση της λειτουργίας της εθνικής οικονομίας γενικότερα, δεν μπορώ να μη διαπιστώσω, το πόσο σε τούτο τον τόπο είναι καλά ριζωμένο το βραχυπρόθεσμο, το συγκυριακό και το χωρίς προοπτική σχέδιο.

Πάντα, στη χώρα μας, μας κυνηγά ένα καταπιεστικό παρόν, όταν δεν μας κυνηγά το παρελθόν. Το μέλλον, πάντα αποτελεί το αγαπημένο θέμα στη πολιτική ρητορική, αλλά, ίσαμε εκεί,

Και βέβαια, όλη αυτή η συζήτηση περί του παρόντος, του μέλλοντος και του παρελθόντος, θα είχε ένα ουσιαστικό περιεχόμενο, αν τουλάχιστον σεβόμασταν την ειδική σημασία και βαρύτητα που αναμφίβολα παίζει το παρελθόν, το παρόν και ο σχεδιασμός του μέλλοντος στο εν γένει οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Όμως, πολύ φοβούμαι, ότι τόσο το παρόν, όσο και το παρελθόν (ως φορέας εμπειρίας και σοφίας) όσο και το μέλλον (ως η προβολή, σε πολλές περιπτώσεις, των αποφάσεων του παρόντος), δεν αντιμετωπίζονται προγραμματικά βάσει ενός καλά μελετημένου σχεδίου, μα κάπως έτσι : περιμένουμε να δούμε τι θα μας ξημερώσει τη .........
.κάθε φορά, ώστε –τη κάθε φορά- να δούμε τι θα κάνουμε. Γνωρίζω ότι τούτη η διαπίστωση θα θεωρηθεί ως απαξιωτική από όλους εκείνους που κατά καιρούς είχαν την ευθύνη της διοίκησης της κρατικής μας μηχανής, μα, ευτυχώς για το επιχείρημά μου, και δυστυχώς για τα κράτος, κρινόμενο διαχρονικά και ιστορικά εκ του αποτελέσματος το έργο των εκάστοτε κρατικών ιθυνόντων, είναι σχεδόν βέβαιο, ότι πολύ δύσκολα αυτοί οι «ιθύνοντες» θα μπορέσουν να δώσουν πειστικές εξηγήσεις.

Στο παρόν άρθρο, δεν πρόκειται να καταπιαστώ με το σύνολο των παραγόντων που συμβάλλουν στην αναποτελεσματικότητα της λειτουργίας της κρατικής μηχανής. Ούτε θα ήταν άλλωστε δυνατό να γίνει αυτό στα πλαίσια μιας ή δυό σελίδων. Θα μείνω, έτσι, σε ένα στοιχείο, που θαρρώ ότι μπορεί να δώσει μια αμυδρή έστω εικόνα των παραλείψεων εκείνων που πράγματι συμβάλλουν κατά τρόπο αποφασιστικό στη δημιουργία αυτής της δυσλειτουργικής και αναποτελεσματικής «μηχανής» : της κρατικής.

Αναφέρομαι στις πράγματι τεράστιες δυνατότητες που προσφέρει η πληροφορική, ή μάλλον, που θα μπορούσε να προσφέρει η πληροφορική στον τομέα αυτό. Ο χρόνος (και το χρήμα που συνδέεται με τον «χαμένο» χρόνο) και οι οικονομικοί πόροι γενικότερα που θα μπορούσαν να εξοικονομηθούν μέσω της εισαγωγής της πληροφορικής στο δημόσιο τομέα και κυρίως με τη διασύνδεση (μέσω της πληροφορικής) του συνόλου των δοσοληψιών μεταξύ των υπηρεσιών του δημοσίου, αυτών των υπηρεσιών και των δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων, όλων δε αυτών με τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας αλλά και τους ιδιώτες, πράγματι, θα ήταν τέτοιου μεγέθους, ώστε θα μπορούσε η πληροφορική να μεταβληθεί στη νέα λοκομοτίβα της εθνικής μας οικονομίας, πέραν της επίσης συμβολής της στην ποιότητα των υπηρεσιών.

Αντί όμως αυτή η λοκομοτίβα να κινείται έτσι όπως θάπρεπε, αντί να υπάρχει ένας οργασμός δραστηριότητας σ’ αυτό το τομέα, ανάλογο με τον οικοδομικό οργασμό των δεκαετιών του 1950 και ακόμα του 1960, (και μάλιστα χωρίς την εξαιρετικά αρνητική επίδραση εκείνης της δραστηριότητας στο περιβάλλον και στη ποιότητα ζωής, λόγω του άναρχου τρόπου που είχε εκδηλωθεί), οι εταιρείες πληροφορικής στην Ελλάδα, με την αναμφισβήτητη τεχνογνωσία τους, δεν αξιοποιούνται από το ελληνικό δημόσιο στην έκταση και τα βαθμό που θα έπρεπε ώστε η πολιτική ρητορεία περί «κοινωνίας της πληροφορίας» (και της πληροφορικής) να περάσει απ’ τη ρητορεία στη πράξη. Και λέγοντας πράξη, δεν εννοώ τις τυχαίες και περιστασιακές εισαγωγές των νέων τεχνολογιών στα της λειτουργίας της ελληνικής δημόσιας διοίκησης αλλά και του ιδιωτικού τομέα, μα εννοώ αυτό που ήδη σημείωσα : μια πραγματική επανάσταση, ένας πραγματικός οργασμός στο τομέα αυτό, που θα είναι ορατός απ’ τον καθένα, όπως ήταν ορατές οι πολυκατοικίες που υψώνονταν στις αστικές περιοχές την εποχή της μεγάλης οικοδομικής άνθησης.

Φυσικά, οι ειδικοί της πληροφορικής, εφόσον ερωτηθούν, είναι βέβαιο ότι θα είναι σε θέση πολύ πιο πειστικά από μένα να δώσουν λεπτομερή σχέδια και παραδείγματα του πώς η πληροφορική θα μπορούσε να δικτυώσει το σύνολο των λειτουργιών του κρατικού, ευρύτερου δημόσιου και ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, μα και τους ιδιώτες στις δοσοληψίες που έχουν με το κρατικό και δημόσιο τομέα.

Αν και η παράθεση δύο ή τριών παραδειγμάτων, πολύ φοβούμαι ότι θα αδικήσει το σύνολο των δυνατοτήτων που παρέχει η πληροφορική στους τομείς που ήδη ανέφερα, ιδίως μάλιστα όταν τούτο επιχειρείται από ένα μη πληροφορικό επιστήμονα μα από ένα οικονομολόγο, εν τούτοις, ας μου επιτραπεί αυτό το «θράσος».

Ένα παράδειγμα, το αντλώ γρήγορα – γρήγορα από ένα σχετικά πρόσφατο γεγονός : το κτηματολόγιο. Σύμπασα η ελληνική κοινωνία, εκατομμύρια άνθρωποι, εκατομμύρια εργαζόμενοι και συνταξιούχοι, συνωθούνταν στα προς τούτο καθορισθέντα σημεία «εξυπηρέτησης» (διάβαζε ταλαιπωρίας) των πολιτών προς τι; Για να υποβάλλουμε τα συμβόλαια κτήσεως των ακινήτων μας, τα σχετικά πιστοποιητικά των υποθηκοφυλακείων, να υποβάλλουμε μια αίτηση όπου δηλώναμε τα στοιχεία της αστυνομικής μας ταυτότητας και φορολογικά στοιχεία (αριθμός φορολογικού μας μητρώου και εφορία στην οποία υπαγόμασταν), και αν μάλιστα τα ακίνητα βρίσκονταν σε διαφορετικούς Δήμους, έπρεπε να επαναλάβουμε την διαδικασία αυτή σε κάθε Δήμο. Το αφελές τώρα ερώτημά μου είναι : [1] Ποιο απ’ όλα τα στοιχεία δεν βρίσκονταν ήδη στη διάθεση του Δημοσίου, ώστε η άντλησή τους να γίνονταν ΑΥΤΟΜΑΤΑ χωρίς τη δική μας φυσική διαμεσολάβηση και [2] διερωτώμαι αν θα ήταν υπόθεση περισσότερη του ενός 5λέπτου με βάση τις καταπληκτικές δυνατότητες που προσφέρει η σύγχρονη πληροφορική στον τομέα της οργάνωσης και διαχείρισης πληροφοριών, ώστε όλα αυτά τα στοιχεία να ενημέρωναν άμεσα και αξιόπιστα τη βάση δεδομένων που δημιούργησε η εταιρεία του Κτηματολογίου, και φρίττω που στην αυγή του 21ου αιώνα, τούτη η διαδικασία έγινε με τεχνολογία κυριολεκτικά το αραμπά (χειρόγραφα).

Ένα δεύτερο παράδειγμα : πάρα πολλοί συμπολίτες μας έτυχε για διάφορους λόγους να επισκεφθούν τα δικαστήρια της Σχολής Ευελπίδων, όπου βρίσκονται το Πρωτοδικείο Αθηνών, η Εισαγγελία Πρωτοδικών αλλά και άλλες δικαστικές αρχές και υπηρεσίες. Πριν κάποιος όμως φτάσει στη Σχολή Ευελπίδων, σίγουρα πέρασε προηγούμενα από το δικηγορικό γραφείο, όπου ανάλογα με την υπόθεση οργανώθηκε η σχετική υπόθεση, που περιλαμβάνει από τη συλλογή ενός (συχνά) μεγάλου όγκου εγγράφων χρήσιμων σε μια δικαστική απόθεση, ως τη σύνταξη του δικογράφου, και ακολούθως την κατάθεσή του και την εκδίκαση, και εκείθεν την έκδοση απόφασης, την κοινοποίησή της, κ.λπ., κ.λπ. Πολλές φορές διερωτήθηκα πόση απ’ αυτή την διαδικασία που αποτελεί την αποθέωση της γραφειοκρατίας (αναγκαίας πιθανώς, αλλά, δεν είναι αυτό το θέμα μας εδώ), δεν θα μπορούσε να συντομευθεί επ’ ωφελεία όλων των παραγόντων της δίκης μα και της οικονομίας, μέσω των εκατοντάδων εκατομμυρίων εργατοωρών που θα εξοικονομούνταν στη διάρκεια ενός σας πούμε έτους. Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα : έστω ότι έχουμε μιας εργατική διαφορά. Πόσο «φουτουριστική» είναι η παρακάτω εικόνα; Ο δικηγόρος συντάσσει σε ηλεκτρονική μορφή το δικόγραφό του, και με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο το καταθέτει στη γραμματεία του δικαστηρίου, λαμβάνοντας άμεσα, ως εάν ήταν παρών, ημερομηνία εκδίκασης και πιστοποίηση παραλαβής. Την ίδια στιγμή, μέσω του ebanking, καταθέτει από τραπεζικό λογαριασμό του σε καθορισθησόμενο λογαριασμό την αξία των δικαστικών παραβόλων με ταυτόχρονη ενημέρωση της γραμματείας του Δικαστηρίου. Κατά τη συζήτηση, ήδη την προηγούμενη ημέρα το απόγευμα, θα μπορούσε να καταθέσει με τον ίδιο ηλεκτρονικό τρόπο τις προτάσεις του μα και τα συνημμένα που εν τω μεταξύ θα είχαν ψηφιοποιηθεί (π.χ. μέσω ενός σκαναρίσματος, ή άλλου πιο πρόσφορου τρόπου) ώστε κι ενσωματωθούν και ενημερώσουν τον φάκελο της δικογραφίας. Ακολούθως, την ημέρα της εκδίκασης, αντί να βλέπουμε αυτό που κάθε πρωί συμβαίνει στην Ευελπίδων, δηλαδή, υπάλληλοι με καροτσάκια σαν αυτά των super markets να μεταφέρουν όγκους φακέλων στις δικαστικές αίθουσες, να υπάρχει στην έδρα των δικαστών από ένα laptop για τον κάθε δικαστή, όπου θα έχουν ήδη αποθηκευθεί οι φάκελοι της δικογραφίας της ημέρας, μαζί με τις ενδεχόμενες άλλες παρατηρήσεις ή σημειώσεις του δικαστή από τη προηγηθείσα μελέτη του φακέλου, ενώ τα πρακτικά της δίκης, θα μαγνητοφωνούνται σε ειδικό αρχείο σε υπολογιστή του γραμματέα της έδρας και αυτόματα θα μεταφράζονται σε κείμενο ώστε να είναι άμεσα διαθέσιμα, και κυρίως, εντελώς αξιόπιστα, χωρίς να εγείρονται αμφισβητήσεις. Και βεβαίως, ακολούθως με τη ίδια φιλοσοφία, η απόφαση όταν εκδίδεται θα ενημερώνει αυτόματα τον ειδικό λογαριασμό του δικηγόρου, ώστε να μπορεί αυτός ο τελευταίος να ενημερώνει τον πελάτη του.

Όμως, όπως είπα, δεν υπάρχει λόγος να επεκταθώ σε άλλα παραδείγματα. Ακόμη κι αυτά που ανέφερα, είναι βέβαιο ότι ένας ειδικός της πληροφορικής θα μπορούσε να διαβεβαιώσει ότι οι σύγχρονες δυνατότητες της τεχνολογίας, είναι πολύ περισσότερες, ακόμη και στα πλαίσια των παραπάνω παραδειγμάτων. Εκείνο που ήθελα να κάνω με το παρόν άρθρο, ήταν να εστιάσω σ’ ένα ζήτημα, το ζήτημα της σημασίας της σύγχρονης πληροφορικής στην οργάνωση της δημόσιας διοίκησης, κάτι καθόλου άγνωστο σε όλους, μα και κάτι που ακόμα βρισκόμαστε πολύ πίσω, ίσως δε, πάρα-πάρα πολύ πίσω…