Η εκδίκηση της πραγματικότητας

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

...Μπορείς είτε να εκχωρήσεις το μέλλον στους επαναστατικούς διεκδικητές, ή να επαναστατικοποιήσεις τον τρόπο που η εταιρεία σου δημιουργεί στρατηγικές. Ο,τι απαιτείται δεν είναι μία μικρή στροφή στην παραδοσιακή διαδικασία προγραμματισμού αλλά μία νέα φιλοσοφική θεμελίωση : η στρατηγική είναι επανάσταση, οτιδήποτε άλλο είναι τακτικές.

Gary Hamel : Strategy as Revolution, Harvard Business Review, July-August 1996, σελ. 70

Σε προηγούμενο σχόλιό μου, έθεσα το ερώτημα (και όχι την θέση, έστω κι αν κάποιοι σχολίασαν τα ερωτήματα ως θέση εκ μέρους μου : ας είναι…) αν θάπρεπε να ξανασκεφτούμε το ποιο νόμισμα είναι καταλληλότερο για τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας.

Στο παρόν σχόλιο επεκτείνουμε λίγο τις σκέψεις μας, ώστε με κάπως πιο σφαιρικό τρόπο να προσεγγίσουμε το πρόβλημα.

Αν η είσοδός μας στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση ήταν κάτι το σημαντικό, είτε το έβλεπε –και το βλέπει- κανείς θετικά είτε όχι, εν τούτοις, πιο σ........
ημαντική ήταν η δεκαετία που είχε προηγηθεί, που ήταν η περίοδος «σύγκλισης» των υποψηφίων οικονομιών που επρόκειτο να εισέλθουν στο κοινό νόμισμα, προς
standards (δείκτες) που εθεωρούντο ως οι sine qua non όροι ώστε οι οικονομίες αυτές να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στις αυξημένες απαιτήσεις μιας τέτοιας ενιαίας (νομισματικά εννοώ) αγοράς. Και ορθώς, «σύγκλιση» έπρεπε να υπάρξει, (όσο κι αν, όπως θα τονίσουμε αμέσως παρακάτω δεν ήταν αυτή που έπρεπε να είναι), ΔΙΟΤΙ ΕΝΑ ΚΟΙΝΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΞ ΟΡΙΣΜΟΥ ΚΑΤΙ ΤΟ ΙΔΙΟ ΚΑΛΟ (ή ΚΑΚΟ) ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΣΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ. Να το επαναλάβω : η χρησιμότητα ενός κοινού νομίσματος, ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΩΣ ΜΕΣΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ, διαφοροποιείται από οικονομία σε οικονομία, κυρίως ανάλογα με το στάδιο ανάπτυξης στο οποίο βρίσκεται η οικονομία (εισαγωγή, αύξηση, ωριμότητα, επιβράδυνση), τον δυναμισμό της οικονομίας (κύρια σε όρους παραγωγικότητας), τον βαθμό διεθνοποίησής της και τη διάρθρωσή της. Εδώ η επιχειρηματολογία είναι ακριβώς ανάλογη με εκείνη του τι σημαίνει από άποψη συμφέροντος «ελεύθερος» ανταγωνισμός και τι «προστατευόμενη οικονομία» (καθολικά ή σε κάποιους κλάδους της). Μια οικονομία που δεν εισήλθε καν στη διαδικασία της ανάπτυξης ή βρίσκεται στα πρώιμα στάδιά της, το να ανταγωνίζεται «ελεύθερα» τους παγκόσμιους παίχτες των αγορών, είναι σαν να στέλνεις ένα βρέφος ή ένα νεαρό, να τα βάλει μ’ ένα επαγγελματία πρωταθλητή πυγμάχο! ΚΑΜΙΑ, ΜΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΚΑΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ, ΔΕΝ ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΕΠΙΤΥΧΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΣΜΟΥ, ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ ΕΝΙΩΣΕ ΑΡΚΕΤΑ ΔΥΝΑΤΗ ΆΡΧΙΣΕ ΝΑ ΒΓΑΙΝΕΙ ΑΠ’ ΤΟ ΚΑΛΟΥΠΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΤΗΣ ΚΑΙ Ν’ ΑΠΟΖΗΤΑ ΝΑ «ΠΑΙΞΕΙ» ΧΩΡΙΣ «ΚΡΑΤΙΚΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΣ».

Έτσι, για να επανέλθουμε στα καθ΄ ημάς, με την γνωστή προχειρότητα που χαρακτηρίζει ιστορικά τις πολιτικές ηγεσίες τις χώρας μας, (πάντα με τις εξαιρέσεις ώστε να επιβεβαιώνεται ο κανόνας) στον τομέα της διοίκησης γενικότερα, και από επιστημονική άποψη με μια άνευ προηγουμένου μυωπική προσήλωση, αναφορικά με το τι έπρεπε να αποτελέσει την προτεραιότητα στο κεφάλαιο «σύγκλιση», στη εστίαση στον λογιστικό εξωραϊσμό των οικονομικών μας δεικτών, επικράτησε τελικά το επιφαινόμενο της ουσίας. Όλη η ενέργεια αναλώθηκε στο πώς θα εξωραΐσουμε την εικόνα των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών μας, αφήνοντας το κεφάλαιο «πραγματική» οικονομία παράμερα, ή αν θέλετε, θέτοντάς το σε δεύτερη μοίρα, ως εάν ήταν ποτέ δυνατόν για πολύ διάστημα να μπορούμε να δημιουργούμε «ευημερούντες» αριθμούς (κατ’ ουσίαν δηλαδή μαγειρεμένους) με μια πραγματική οικονομία τα προβλήματα της οποίας απλώς να τα θέτουμε κάτω απ’ το χαλί για να μη τα βλέπει η «πεθερά» (η Ευρωπαϊκή Ένωση) : όχι δηλαδή ότι δεν τάβλεπε, μα έκανε ότι δεν τάβλεπε, διότι η πολιτική σκοπιμότητα επικρατούσε την δεδομένη εκείνη στιγμή της οικονομικής. Από την άλλη, όσο τα ευρωπαϊκά κονδύλια εξακολουθούσαν να χρηματοδοτούν έργα και να επιδοτούν δραστηριότητες, κι όσο αν συχνά πυκνά «καθ΄οδόν» μεγάλα τμήματα αυτών των εισροών παροχετεύονταν σε άλλες «δραστηριότητες», όχι πάντα διαφανείς, κι όσο κι αν ενίοτε αντί να χρηματοδοτήσουν παραγωγικές δραστηριότητες και επενδύσεις που θα παρήγαν εισοδήματα και απασχόληση στο μέλλον μάλλον μετατρέπονταν «εδώ και τώρα» σε κατανάλωση, εν τούτοις, ήταν τόσο πολλά τα χρήματα, ώστε ακόμα κι αυτά που έφταναν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη τσέπη του λαού, είτε ως εισοδήματα είτε ως οτιδήποτε άλλο, μας έκαναν να επαναπαυόμαστε. Την ίδια στιγμή ένα ήταν βέβαιο : ότι οι πάντες γνωρίζαμε, οι πάντες το συζητούσαμε μεταξύ μας, ότι «αυτό» (και με το «αυτό» εννοούσαμε συλλήβδην τις κακές προοπτικές που ως οσμή έρχονταν απ’ το βάθος, ακριβώς όπως πριν την μπόρα φτάνει πρώτα εκείνη η χαρακτηριστική μυρουδιά στον αέρα ως προπομπός της μπόρας), κάπου θα «έσκαγε». Ήταν η περίοδος της αποθέωσης της μικροπολιτικής, η περίοδος της αυτοκρατορίας του ΣΗΜΕΡΑ που κατανάλωνε με βουλιμία το ΑΥΡΙΟ. Ήταν η περίοδος όπου μέτραγε περισσότερο το να έχεις το ΣΗΜΕΡΑ το Κολοσσαίο γεμάτο από κόσμο βουτηγμένο στα θεάματα και στον άρτο, ενώ το αύριο, όσο κι αν «τα σημάδια» προμήνυαν ότι δεν θα ήταν μακριά η στιγμή όπου δεν θα υπήρχαν πόροι ούτε για τη χρηματοδότηση των θεαμάτων ούτε για την αγορά άρτων για δωρεάν διανομή, παραπέμπονταν στις Καλένδες. Εν τούτοις, έπρεπε να δούμε κατάφατσα το επίπλαστο της εικόνας μιας «ισχυρής οικονομίας» και «ευημερίας» που οι κυβερνώντες πλάσαραν στον εσωτερικό και στο εξωτερικό, κι έπρεπε να σκάνε το ένα μετά το άλλο τα σκάνδαλα μέσα στα ίδια μας τα χέρια, ώστε να αρχίσουμε πια να ανησυχούμε. (Το σκάνδαλο Κοσκωτά έμοιαζε πλέον με αθώο παιδικό παιχνιδάκι μπροστά στη μεγαλύτερη λεηλασία εθνικού πλούτου και εισοδήματος από συστάσεως ελληνικού κράτους και διαφθορά που έλαβαν χώρα τη τελευταία εικοσαετία).

Έτσι, με τέτοια ψέματα, με μαγειρεμένους (για την ακρίβεια σακατεμένους) τους αριθμούς ώστε να παράγουν την εικόνα μιας δήθεν ισχυρής και ευημερούσας οικονομίας, μπήκαμε στην νομισματική ένωση, με μια όμως διαφορά : ότι στην ένωση αυτή, οι μεγάλες οικονομίες που την απαρτίζουν, όπως η γερμανική και η γαλλική και σε κάποιο βαθμό και η ιταλική η βελγική και ολλανδική, έθεσαν σε κυκλοφορία ένα νόμισμα που εκπροσωπούσε τις πραγματικές δυναμικότητές τους, και όχι ανύπαρκτη οικονομική ισχύ που με τα ψεύτικα στοιχεία προσπαθούσαμε να κατασκευάσουμε εδώ, ελπίζοντας με τα ψέματα να παίξουμε τον ρόλο του «ισότιμου» ανταγωνιστή (αν είναι δυνατό!) στην ισχυρότερη και πιο διεθνοποιημένη αγορά του κόσμου!!!

Όμως, η πραγματική οικονομία, γι΄ αυτό και λέγεται πραγματική, ό,τι δεν μπορεί να επιβιώσει σ’ αυτή το αποβάλλει. Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ, ΚΑΙ ΙΔΩΣ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΗΘΙΚΟΥΣ ΕΝΔΟΙΑΣΜΟΥΣ ΣΕ Ό,ΤΙ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΥΤΗ. Οι αριθμοί δεν σε σώζουν. Το πολύ-πολύ, αν έχεις ερωτευτεί τόσο πολύ μαζί τους, ας παραγγείλεις να τους θάψουν μαζί σου. Όπως επίσης, από την άλλη, είναι εξίσου αληθές, ότι η πραγματική οικονομία έχει χώρο για τον καθένα, με την προϋπόθεση όμως ότι αυτός ο «καθένας» έχει αυτεπίγνωση των δυνατοτήτων και αδυναμιών του, και ότι αυτό το εσωτερικό του ισοζύγιο το διαχειρίζεται αποτελεσματικά, μαζί με το άλλο ισοζύγιο, δηλαδή αυτό των εξωτερικών κινδύνων και απειλών. Όμως οι οικονομίες που συνέθεσαν το «καλάθι του ευρώ», δεν βρίσκονταν όλες στο ίδιο σημείο πάνω στη καμπύλη ανάπτυξης, ούτε ξεκίνησαν όλες από την ίδια αφετηρία, ούτε έχουν όλες τον ίδιο δυναμισμό, ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ ΑΠΟ ΑΠΟΨΗ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΟΡΩΝ. Και η πραγματική οικονομία δεν συγχωρεί ψέματα. Με ψέματα, δεν πάς μπροστά. Το να λες ότι μπορείς να πορευτείς με τους ίδιους ρυθμούς με τους ρυθμούς ας πούμε της γαλλικής, της γερμανικής, της ιταλικής ή της βελγικής ή της ολλανδικής οικονομίας, πολύ απλά ζεις με ψευδαισθήσεις, μέσα σε μια εικονική πραγματικότητα, που μόνο κακό κάνουν. Και βέβαια, οι ίδιες οι παραπάνω οικονομίες, δεν θα ανέχονται για πολύ ακόμα βαρίδια, όπως δεν θα τα ανέχονταν και η Ελλάδα αν τα πράγματα ήταν αντίστροφα.

Σ’ όλα τα παραπάνω, αν προσωπικά είχα να κάνω ένα σχόλιο αναφορικά με το ΑΝ τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά, η απάντησή μου είναι ένα τεράστιο ΝΑΙ. Η θέση μου είναι ότι οι δυνατότητες της ελληνικής επιχειρηματικής τάξης και των εργαζόμενων, δεν έχουν καμιά σχέση με τη κατάσταση που οδηγήθηκε η χώρα, ΑΠΟ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΗΓΕΣΙΕΣ ΠΟΥ ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ ΚΑΤΑΒΑΡΑΘΡΩΣΑΝ ΤΗ ΧΩΡΑ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΗΘΙΚΑ –ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΣΚΑΝΔΑΛΩΝ. Ακόμα και σήμερα, αν υπήρχε μια ηγεσία ικανή να εμπνεύσει, θα ήταν δυνατό να κινητοποιηθούν δυνάμεις που θα αντέστρεφαν την κατάσταση. Βέβαια έχουμε μια νέα κυβέρνηση, και όλοι μας ευχόμαστε να πετύχει, αν και προσωπικά εξακολουθώ να πιστεύω ότι το ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΗΓΕΣΙΑΣ, είναι παρόν, ΚΑΙ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ, ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΟΛΩΝ. Εύχομαι ειλικρινά να διαψευσθώ, διότι εδώ η «επιβεβαίωση» ουδόλως θα διασώσει όσους ορθά επισημαίνουν πράγματα και καταστάσεις, διότι όλοι μας βρισκόμαστε στο ίδιο καράβι, και λέγοντας «όλοι» μας εννοώ όλους εμάς που δεν διαθέτουμε ιδιόκτητα καράβια και πολυτελείς βίλλες σε ασφαλή θέρετρα στο εξωτερικό, έτσι ώστε να μπορούμε να καταφύγουμε σε άλλες θάλασσες, πιο φιλόξενες και πιο ήρεμες, μακριά απ΄ τους πολλούς που ταξιδεύουν αγελαία σε ένα σύγχρονο Τιτανικό ανάμεσα σε επικίνδυνα παγόβουνα.

Και κλείνω υπογραμμίζοντας και πάλι : ΛΥΣΗ ΥΠΑΡΧΕΙ. Μάλιστα δε, η παρούσα κρίση ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΕΥΚΑΙΡΊΑ να αναθεωρήσουμε ως λαός και πολιτική ηγεσία πολλά πράγματα. Όπως στην πολιτική και στη δημοκρατία δεν υπάρχουν μονόδρομοι, δεν υπάρχουν μονόδρομοι ούτε στην οικονομία. Δεν δογματίζω ότι πρέπει να γίνει τούτο ή το άλλο : ΛΕΩ ΑΠΛΩΣ, ΟΤΙ ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΪΔΕΑΤΙΣΜΟΥΣ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΟΥΜΕ ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΤΗ ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΑΣ, ΚΑΙ ΙΔΙΩΣ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΟΥ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΠΡΟΚΡΙΘΟΥΝ. Μέσα στο πλαίσιο αυτών των προβληματισμών είχα θέσει ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ αν θα μας συνέφερε η επαναφορά της δραχμής ή όχι –και φυσικά αυτό δεν είναι το μόνο που πρέπει να μπει στην ατζέντα της συζήτησης. Όμως, το ξανατονίζω : δεν υπάρχουν ισχυρά νομίσματα, υπάρχουν ισχυρές οικονομίες ΠΟΤ ΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΤΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥΣ ΙΣΧΥΡΑ. Και ισχυρές οικονομίες υπάρχουν εκεί όπου υπάρχουν ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΕΣ ΗΓΕΣΙΕΣ. Ικανός λαός, όταν αναφερόμαστε για τον ελληνικό λαό, υπάρχει, αυτό είναι ΤΟ δεδομένο. Και είναι δεδομένο διότι το έχει αποδείξει, αλλά και διότι, αν ακόμα κάτι ακόμα λειτουργεί στο τόπο αυτό, ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ ΣΤΟΝ ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟ ΤΩΝ ΑΠΛΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΩΝ. Και το έχει αποδείξει ακόμα, όταν αυτοί οι ίδιοι οι άνθρωποι που εδώ λούζονταν ταμπέλες όπως οι «τεμπέληδες», οι «μη δημιουργικοί», οι «ευκαιριακοί», σαν ξενιτεύονταν, εκεί, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΑΛΛΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΕΣ, πολλοί απ’ αυτούς διέπρεψαν, ενώ οι περισσότεροι, σε κάθε περίπτωση, πέτυχαν πολλά περισσότερα απ’ ό,τι θα πετύχαιναν αν έμεναν εδώ –ΔΥΣΤΥΧΩΣ! Δεν μεταλλάσσονται βέβαια : απλά, βρίσκουν εκεί αυτό που κι εδώ ήθελαν μα δεν τους το παρείχαν οι πολιτικές. ΈΝΑ ΚΛΙΜΑ ΠΟΥ ΝΑ ΒΟΗΘΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΤΟ ΥΓΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ.

Τι είναι όμως αυτό το «κλίμα»; Να ένα ερώτημα που δεν θα το απαντήσουμε εδώ –για νάχουμε με κάτι να καταπιαστούμε στο μέλλον…