Η σημειολογία της ρευστότητας…

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Η αλλαγή δεν συνεπάγεται απαραίτητα πρόοδο, αλλά η πρόοδος κατά τρόπο αδυσώπητο απαιτεί αλλαγή…
Henry Steele Commager Δεν χάσαμε το παιχνίδι. Απλά τέλειωσε ο χρόνος. Vince Lombardi

Δεν θα μιλήσουμε για κάποιους δείκτες ρευστότητας που χρησιμοποιούνται στη διοικητική μικροοικονομική ανάλυση, ούτε θα μιλήσουμε για τη μακροοικονομική ρευστότητα. Θα μιλήσουμε για τη ρευστότητα που έχει αρχίσει να δεσπόζει πια σε σημαντικά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, και που δεν αρκείται στο επίπεδο κάποιων θεωρητικών προσεγγίσεων, αλλά επιχειρεί, ή ακόμα περισσότερο –και το χειρότερο- έχει ήδη μετουσιωθεί σε αποδεκτά κοινότυπες εκφάνσεις της τρέχουσας κοινωνικής και πολιτικής δράσης, και τίποτα το περίεργο στον εθισμό αυτό, αφού σωστά ο J. K. Galbraith επισημαίνει : «Δεν υπάρχει, καθώς φαίνεται, κοινωνία που να έπεσε ποτέ θύμα της ανίας. Ο άνθρωπος έχει αποκτήσει μιαν καταφάνερη ικανότητα να αντέχει στο πιο πομπώδες αράδιασμα κοινοτοπιών…». Ό,τι επιχειρούμε, είναι η επί τη βάσει τυχαίων «τρεχουσών κοινοτοπιών» επιβεβαίωση του ιστορικού αυτού κοινωνικού φαινομένου».



Τυχαίως επιλέγουμε το ζήτημα των «εχόντων και κατεχόντων», ως ένα δείγμα ρευστότητας στο επίπεδο της πολιτικής βούλησης και των πολιτικών οικονομικών επιλογών. Δεν ξέρω γιατί, δεν ξέρω ποιες ιδεολογικές μου καταβολές και άλλες ιδεοληψίες κατευθύνουν τις σκέψεις μου, αλλά, όλως ενστικτώδικα αν κανείς με ρώταγε τι έρχεται στο νου μου όταν ακούω τη λέξη «έχοντες και κατέχοντες», θα απαντούσα οτιδήποτε, εξαιρώντας όμως τους «ιδιότυπους» εκείνους εκατομμυριούχους –και ποιος δεν είναι άλλωστε σήμερα (μιλώντας σε όρους «δραχμής»);- που συνιστούν τη μεγάλη, γνωστή πλειοψηφία των μικρομεσαίων βαστάζων του ..........
κρατικού προϋπολογισμού, τους λεγόμενους και «ειλικρινείς» φορολογούμενους που ιστορικά αποτελούν την «τροφό» του Δημοσίου σε πόρους. «Ιδιότυποι» δε είναι αυτοί οι εκατομμυριούχοι, διότι λογίζονται ως «έχοντες» και ταυτόχρονα «κατέχοντες», ενώ δεν αληθεύει κατ’ ανάγκη ούτε το ένα, ούτε το άλλο. «Έχουν» εισόδημα, φορολογικά «ελκυστικό» για «παρεμβάσεις», όμως, η «ελκυστικότητα» απορρέει από το γεγονός ότι «κατέχουν» το «προνόμιο» ότι υπερέβη η κεφαλή τους το αποπνικτικό όριο της φτώχειας. Το ανθρωπινότερο, είναι ιδιόρρυθμος στόχος. Συνήθως αναζητείται στα «ανώτερα δέκατα» των μικρομεσαίων μισθωτών και ελεύθερων επιχειρηματιών. Βεβαίως, και η δίκαιη φορολογική επιβάρυνση επιβάλει τα «δέκατα» αυτά να συνεισφέρουν παραπάνω, βεβαίως και η δίκαιη φορολογική επιβάρυνση επιβάλει οι όποιες φορολογικές απαλλαγές να μην είναι μονομερείς, όμως, το «δίκαιο» αυτό, καθίσταται μονοδιάστατο και συνεπώς άδικο, όταν η ιστορική εμπειρία μας λέγει, ότι είναι προφανής και σημαντική η φοροκλοπή που προέρχεται από πράγματι μεγάλα εισοδήματα, που η ειρωνεία της τύχης, μπορεί, συνηγορούσης και της «αδυναμίας» συλλήψεώς τους, να ευρίσκονται και στα «κατώτερα δέκατα» των μικρομεσαίων, επιδοτούμενα ούτως διπλά.



Όπως και να το κάνουμε, η «φορολογική δικαιοσύνη» που βιώνουμε, δεν συνάδει με την κοινή περί αυτής αντίληψη που επικρατεί. Σταθερός στις απόψεις μου, ότι σημαντικά προβλήματα του τόπου μας δεν οφείλονται σε «τεχνικές αναποτελεσματικότητες», αλλά, πρωτίστως σε ό,τι αποκαλούμε πολιτική βούληση, ξαναπαραπέμπω σ’ αυτή τη τελευταία. Η πολιτική βούληση και θέληση, είναι κάτι στο οποίο αυτοεγκαλούνται συνήθως οι πολιτικοί, ως επιστέγασμα της συνολικής τους πολιτικής παρουσίας, όταν την επικαλούνται. Είναι δε κάτι που έχει έντονα αμφισβητηθεί, ακόμα δε, σε ορισμένες περιπτώσεις, και η πραγματική ύπαρξη τέτοιας βούλησης και θέλησης. Ρευστότης λοιπόν στο ποιοι τελικώς έχουν και κατέχουν…



Τυχαίως επιλέγουμε το ζήτημα της «κεντροαριστεράς» και «κεντροδεξιάς», ως ένα ακόμα δείγμα ρευστότητας. Θα μπορούσαμε να τιτλοφορήσουμε την αναφορά μας, «Η Κρυφή Γοητεία του Κέντρου». Ίσως να πει κάποιος, ότι σε μια εποχή όπου οι –ισμοί (όπως λέγουν αρκετοί, αλλ’ όχι κι εγώ, ου μην αλλά δεν είναι του παρόντος να εξηγήσουμε το γιατί) έχουν πεθάνει, τίποτα πιο φυσιολογικό από το να επιχειρεί να διευρύνει κανείς τους δυνητικούς χώρους ιδεολογικής επιρροής, όταν αναφερόμαστε σε υψιπετείς ιδεολογικές αναφορές, και τίποτα πιο φυσιολογικό από το να διευρύνει κανείς τους δυνητικούς χώρους «αλιείας», όταν αναφερόμαστε στη πεζή τρέχουσα πολιτική σκοπιμότητα. Αίφνης, το «κέντρο», ξαναεφευρίσκεται, αφού εν μεταξύ ενσυνείδητα λεηλατήθηκε, ως μια ασφαλής πηγή αναφοράς που εξασφαλίζει δυνητικά πλεονεκτήματα στις πολυσυλλεκτικές κινήσεις επί του πολιτικού ζατρικίου, πλεονεκτήματα τόσο υπαρκτά όσο και απροσδιορίστως αποδεκτά –από άποψη ιδεολογικής τεκμηρίωσης, αφού αδυνατώ να εντοπίσω το «κεντρώο μοντέλο»-, κι ακριβώς γι’ αυτό το λόγο μπορούν να λειτουργούν ως ανάχωμα για τις δεινώς βαλλόμενες για την αξιοπιστία τους κυρίαρχες ένθεν κακείθεν του «κέντρου» πολιτικές ιδεολογίες. Έτσι λοιπόν, με ιδιαίτερη ζέση οι κυρίαρχες αυτές πολιτικές δυνάμεις αναζητούν μια περίοπτη θέση στο κέντρο, απ ‘όπου ευκόλως θα μπορούν να ελέγχουν το γήπεδο στο σύνολό του, ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του γηπέδου, από μια ουδέτερη κατ’ αρχήν θέση που εύκολα μπορεί να οικειοποιηθεί οποιοδήποτε τμήμα του γηπέδου αυτού, σε σύγκριση με άλλους, που απέχουν από τη σέντρα (ιδού που το ποδόσφαιρο, μπορεί ν’ αποτελέσει και παράδειγμα με πολιτικό περιεχόμενο). Όντας όμως πολιτικά και ιδεολογικά ακαθόριστο τούτο το «κέντρο», τελικά, προσδιορίζεται ως τέτοιο όχι αυτοτελώς, μα από τα άκρα. Εξαρτάται δηλαδή πού προσδιορίζονται με όρους πολιτικής και ιδεολογίας τα άκρα, ώστε στη συνέχεια να καθορίσουμε και το κέντρο, αντί να συμβαίνει το αντίθετο! Έτσι, «κέντρο» μπορεί να είναι η «νέα» Δεξιά, αν εν τω μεταξύ η «παλιά» Δεξιά έχει μετακινηθεί δεξιότερα, ή ¨κέντρο» μπορεί να συνιστά η «ευρύτερη αριστερά», αν η «παραδοσιακή’ Αριστερά αν έχει μετακινηθεί κι αυτή δεξιότερα. Έτσι, π.χ., πριν 40 χρόνια, θα ήταν αδιανόητο η τότε Δεξιά να ονομαστεί «κέντρο», -θα αποτελούσε μάλιστα και ιδεολογικό έγκλημα καθοσιώσεως κάτι τέτοιο-, όπως και να ονομαστεί το «Κέντρο» Αριστερά. Σήμερα όμως, έχοντας εν τω μεταξύ καταρρεύσει στο επίπεδο του «υπαρκτού» τα ιδεολογικά όρια του παρελθόντος, κι από την άλλη έχοντας μείνει στην α΄ κατηγορία του πρωταθλήματος ένας και μόνο αδιαμφισβήτητος παίχτης, η Δεξιά ως ιδεολογία και ο καπιταλισμός ως τρόπος οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης, κι έχοντας στείλει στις άλλες κατώτερες κατηγορίες τις πάλαι ποτέ ισχυρές ομάδες της α΄ κατηγορίας, όπως τον υπαρκτό σοσιαλισμό, κι έχοντας μεταλλάξει επί της ουσίας άλλους πρώην ισχυρούς παίχτες, όπως τη σοσιαλδημοκρατία, η οποία κατ’ ουσίαν εντάχθηκε στο παγκοσμίως κυρίαρχο σύστημα, το περίγραμμα του γηπέδου, έχει γίνει θολό, θολό επίσης και το κέντρο του, και επίσης θολές και οι εναγώνιες προσπάθειες μέσα από το παίξιμο των λέξεων να εφεύρουν οι ενδιαφερόμενοι παραλλαγές με ιδεολογικό περιεχόμενο που νε έδιναν μια «υπόσταση» σ’ αυτή τη ρευστότητα. Όμως, η ιδεολογία, είναι πρωτίστως φιλοσοφία, κι όχι πολιτικό πρόγραμμα. Τα πολιτικά προγράμματα, έρχονται να εφαρμόσουν ιδεολογίες. Εδώ φτάσαμε κυβερνητικά προγράμματα, με παμπάλαιες αντιλαϊκές προτάσεις στο επίπεδο της καθημερινής πολιτικής διαχείρισης, να ενδύονται δήθεν «εκσυγχρονιστικούς», δήθεν «νέους» ιδεολογικούς μανδύες, και μ’ αυτούς να βγαίνουν στη πασαρέλα.



Τυχαίως επιλέγουμε το ζήτημα της «διαφθοράς του κράτους», ως ένα επιπλέον δείγμα ρευστότητας. «Το κράτος της μίζας» είναι ο τίτλος μιας στήλης, στις εσωτερικές σελίδες του Βήματος της 27/7/96. «Το κράτος της έννομης αρπαγής», είναι ο τίτλος ενός βιβλίου που έχω μπροστά μου (των Σωτήρη και Χαράλαμπυο Παπασωτηρίου, εκδ. Παπαζήση). Το ότι τέτοιοι τίτλοι –χιλιοδιατυπωμένοι στον Τύπο και στη βιβλιογραφία-, δεν εγείρουν το ενδιαφέρον, δείχνει ότι δυστυχώς, το φαινόμενο μετεβλήθη σε «τρέχουσα κοινότυπη διαπίστωση». Μάθαμε να ζούμε με την ασθένεια… Αυτή όμως η «έξις», συνιστά ό,τι το χειρότερο. Δε μάθαμε απλώς, πολύ περισσότερο «συμβιβαστήκαμε» με το φαινόμενο. Για να μην πούμε ότι αρχίζει να μετατρέπεται η κατάσταση αυτή σ’ ένα «παιδευτικό» συμβάν καθιερωμένου τρόπου πλουτισμού. Συμβιβαστήκαμε με την ιδέα ότι «ε, τι να γίνει, μπορούμε να κάνουμε τίποτα;».



Δεν αναφέρομαι στις όποιες επ’ αυτού καταγγελίες γίνονται κατά διαστήματα, αντίθετα, αναφέρομαι στις συγκεκριμένες εκείνες καταγγελίες που γίνονται από την πλευρά πολιτικών, κι ακόμα ειδικότερα ενδιαφέρομαι για τις απόψεις εκείνων που κατά καιρούς με τον έναν ή τον άλλον τρόπο υπήρξαν –ή είναι- και κυβερνητικοί παράγοντες με ανάλογες συνεπώς ευθύνες και αρμοδιότητες στα της διαχείρισης των κρατικών υποθέσεων. Η απειλή του εισαγγελέα δεν συγκινεί πλέον, κι αυτό αποτελεί έναν άλλο ευτελισμό, μια άλλη έκπτωση. Η μίζα, δεν είναι μόνο ένα φακελάκι, ή μια προμήθεια. Ένοχα αποσιωπάται το γεγονός ότι «μίζα» συνιστά κι εκείνος ο νόμιμος εκ πρώτης όψεως πλουτισμός ατόμων, που όπως καταγγέλλεται, επίσης συχνά πυκνά, προωθούνται με αδιαφανή κριτήρια και προκλητικά σε θέσεις απ’ όπου προσπορίζουν ποσά πολλαπλάσια των «φορολογικά προσδιορισμένων» εχόντων και κατεχόντων…



Αλλά, αν το κράτος δεν διεφθάρη αορίστως από κάποιους, είναι βέβαιο, ότι οι βολές αυτές στρέφονται εναντίον όσων είχαν ή έχουν εκάστοτε την ευθύνη άσκησης κυβερνητικής εξουσίας. Οι πολιτικοί δηλαδή, που συχνά-πυκνά αντιδρούν στη γενική αίσθηση αναξιοπιστίας που λέγεται ότι τους περιβάλλει, κι εδώ, γενικεύω εννοώντας τον κάθε πολιτικό κι όχι απλά όσους διετέλεσαν και κυβερνητικά μέλη, θα πρέπει ν’ αντιληφθούν, ότι περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, οφείλουν να ανησυχούν και να στηλιτεύουν τελευταίοι, ό,τι αρμοδίως αποφεύγουν να πράξουν, ό,τι αποφεύγουν να πολεμήσουν ασκώντας τις όποιες θεσμοθετημένες αρμοδιότητές τους. Δεν μπορεί για παράδειγμα, ένας βουλευτής να «αποστασιοποιείται» (κατά προτίμηση σε κάποιο κανάλι) από κάτι, όταν τη στιγμή της αλήθειας, που είναι μια ψηφοφορία στη Βουλή, ή στην Κοινοβουλευτική του Ομάδα, ή σε κάποιο άλλο κομματικό όργανο, δια της ψήφου του ενίοτε μπορεί να στηρίζει εντελώς αντίθετα πράγματα απ’ ό,τι δημοσίως δεν δέχεται ή δεν δέχεται πλήρως. Κι όλα αυτά εν ονόματι της «κομματικής πειθαρχίας», που βέβαια μπορεί να υπάρχει, όμως όχι σε βαθμό που να εξαφανίζει την προσωπική άποψη και κύρια το δικαίωμα της διαφωνίας. Τουλάχιστον για να μην μπορεί να έχει ισχύ εδώ η «ντούμπλεξ» καταγωγή που διαγιγνώσκει ο Τσιφόρος, όταν γράφει σε κάποιο του μυθιστόρημα : «Ο κάθε άνθρωπος, γεννιέται από τη μάνα του ντούμπλεξ, δηλαδή, με δύο φάτσες. Μια δική του και μια για τους άλλους» (Ν. Τσιφόρος : Ο κόσμος και ο κοσμάκης, εκδ. Ερμής, σελ. 69).



Τυχαίως επιλέγουμε το ζήτημα των παντοίων «ανησυχούντων», ως ένα επιπλέον δείγμα ρευστότητας. Ανησυχούντες υπάρχουν πολλών ειδών. Είναι οι ανησυχούντες περί τα εθνικά θέματα, οι ανησυχούντες περί την πορεία της οικονομικής μας κατάστασης –της χώρας εννοώ-, οι ανησυχούντες για την κακοδιοίκηση όπως μερικοί υποστηρίζουν των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, και πάει λέγοντας.



Ας δούμε τώρα ποιοι είναι αυτοί οι ανησυχούντες.



Είναι καταρχήν ο απλός λαός. οι μικρομεσαίοι μισθωτοί και ελεύθεροι επαγγελματίες. Αυτοί, είναι ίσως οι μόνοι που μπορούν να ανησυχούν με τη μονίμως καιόμενη αλλ’ ου κατακαιόμενη μοίρα τους, που απλά υποβάλλει τη ζωή τους σ’ ένα διαρκές μαρτύριο, μια ζωή με κύριο συστατικό την αγωνία της επιβίωσης, μια ζωή με πλούσια την παροχή προβλημάτων και εξαιρετικά πενιχρή στην όποια «βελτίωση» των οικονομικών τους που εκάστοτε τους προσφέρεται. Ανησυχούντες, είναι και οι πολιτικοί. Αυτοί συνήθως ανησυχούν για τα πάντα όταν δεν είναι στα πράγματα. Συνήθως μεταβάλλονται σε πιο αισιόδοξους όταν κάπου ικανοποιούνται από άποψη συμμετοχής στην εξουσία. Βάλτε έναν ανησυχούντα, υπουργό σε ένα οποιοδήποτε υπουργείο, και θα δείτε πόσο εύκολα σε λίγο καιρό θ’ αρχίσει να μην τα βλέπει όλα μαύρα, ή τουλάχιστον θα «ελπίζει» βασίμως σε βελτιώσεις επί υπουργίας του. Αν δεν τα δει άσπρα, σίγουρα θα προτιμήσει ένα πιο ανοικτό χρώμα. Αλλά και στον κόσμο των επιχειρήσεων ανευρίσκονται ανησυχούντες, για το πώς οι «υπόλοιποι» διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους. Όμως, σε κάθε Περίπτωση, θα πρέπει να επισημάνουμε τη βασική αντίφαση, ότι το δικαίωμα στην «ανησυχία» δεν είναι απεριόριστο για εκείνους που ευρίσκονται σε θέσεις, ακριβώς για να μειώνουν το βαθμό ανησυχίας, όλων εκείνων που εξαρτώνται από τις αποφάσεις τους. Και ειδικά για τους αδρά αμειβόμενους «ανησυχούντες», ή τους «έχοντες και κατέχοντες» ποσοστά εξουσίας, τούτο θα είχα να πω : «Κύριοι και κυρίες, βρίσκεστε εκεί όχι για να ανησυχείτε, αλλά για να παράγετε έργο που θα αποβάλλει από όλους εμάς τις δικές μας ανησυχίες. Δεν θέλω να ανησυχείτε για τις «μαύρες τρύπες» της οικονομίας μας, θέλω να μου πείτε αν μπορείτε ή όχι να τις κλείσετε με δίκαιο τρόπο. Δεν θέλω να ανησυχείτε για τον αγροτικό τομέα, θέλω να μου πείτε αν μπορείτε να κάνετε κάτι για να έχουμε αγροτική ανάπτυξη. Δεν θέλω να ανησυχείτε για την παιδεία ή την υγεία, θέλω να μου πείτε αν μπορείτε να κάνετε κάτι για να έχουμε αξιοπρεπή υγεία και παιδεία. Δεν θέλω να ανησυχείτε για το αν θα γίνουμε «περιθωριακή επαρχία της Ευρώπης», θέλω να μου πείτε αν μπορείτε να καταστήσετε την Ελλάδα ισχυρή για να επιβιώσει στην Ευρώπη. Δεν θέλω να ανησυχείτε για την οικονομική καχεξία μεγάλων τμημάτων του λαού μας, θέλω να μου πείτε αν μπορείτε να βελτιώσετε –όχι οριακά παρακαλώ, σημαντικά εννοώ- το βιοτικό του επίπεδο. Δεν θέλω οι διοικητές επιχειρήσεων και οργανισμών να ανησυχούν, θέλω να μου πουν αν μπορούν να τις οδηγήσουν σε πορεία ανάπτυξης. Δεν θέλω να ανησυχείτε, διότι δεν επιλεγήκατε για τον λόγο αυτό. Επιλεγήκατε για να εξαλείψετε τις ανησυχίες».



Κι επειδή ανήκω σ’ εκείνους που το δικαιούνται, κλείνω το άρθρο αυτό πλήρης ανησυχιών…