Το ρουσφέτι ως πολιτικό και οικονομικό έγκλημα

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

«Διορίζεται ο Κουντουργιώτης, διορίζει και τον Σκούρτη τον Νυδραίον, αρχιστράτηγόν του, κι όσο ήξερε ο ένας ήξερε κι ο άλλος από πόλεμον….»

Μακρυγιάννης : Απομνημονεύματα, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1998, σελ. 379



«Λοιπόν πήγα κ’ εγώ στο μαντείο να ρωτήσω, όχι για μένα, τι τα ψωμιά μου, τα χω φαγωμένα, παρά για τον γιο μου το μονάκριβο, αν πρέπει αυτός ν’ αλλάξει ταχτική κι άδικος να γενεί και κατεργάρος δίχως ιερό, μήδ’ όσιο, τι νομίζω, πως τέτοιοι προκόβουν στη ζωή.»

Αριστοφάνης : Πλούτος, εκδ. «Δαίδαλος» - Ι. Ζαχαρόπουλος ΑΕ, Αθήνα, σελ. 6-9 [32-38]





Συνηθίσαμε να θεωρούμε το ρουσφέτι σαν ενέργεια με πολιτική κυρίως διάσταση στα πλαίσια των πελατειακών σχέσεων και των συνεπαγομένων συμπεριφορών. Και βέβαια τίποτα το λάθος στη θεώρηση αυτή. Οι πολιτικοί σύμπαντες το αποκηρύσσουν και ο λαός σύμπας δεν τους πιστεύει. Και αυτό γνωστό. Στο παρόν άρθρο, δεν θα ασχοληθούμε με τα αυτονόητα.



Το παρόν άρθρο, αντίθετα, θα προσπαθήσει να επισημάνει ότι το ρουσφέτι δεν αποτελεί «απλά» μια αλλοτριωμένη πολιτική αντίληψη και συμπεριφορά, δεν σημαίνει απλά ότι τα πηλίκια με τις διπλές κλάρες δεν βρίσκονται κατ’ ανάγκην στα πιο ικανά κεφάλια, αλλά, ακόμα παραπέρα, αποτελεί και οικονομικό και πολιτικό έγκλημα, άλλως πως, σκάνδαλο, με την οικονομική και πολιτική διάσταση της λέξης.



Κατ’ αρχήν, ας διευκρινίσουμε εννοιολογικά και σε σχέση πάντα με το φαινόμενο «ρουσφέτι», πώς χρησιμοποιούνται οι όροι «οικονομικό έγκλημα» και «πολιτικό έγκλημα» στο παρόν άρθρο. Φυσικά, δεν είναι ........... υποχρεωτικό οι έννοιες αυτές να συμπίπτουν μα άλλες που δίνονται επί των ιδίων αυτών όρων, οπωσδήποτε πιο ενδελεχείς (π.χ., η νομική τους έννοια ή έννοιες).



Έτσι λέγοντας οικονομικό έγκλημα, θα εννοούμε κάθε συγγνωστή διασπάθιση ή παροχή χρήματος σε άτομα που είτε δεν το δικαιούνται είτε (η παροχή) γίνεται κατά παρέκκλιση ή/και παράβαση υφισταμένων διαδικασιών ή παρά την ύπαρξη διοικητικής ή επιχειρησιακής ανάγκης και ανεξαρτήτως της χρονικής διάστασης του φαινομένου.



(Ηθελημένα αφήνουμε απ’ έξω τη «λεπτομέρεια» της αποδοχής, δηλαδή αυτών που ωφελούνται από του ρουσφέτι…).



Λέγοντας πολιτικό έγκλημα –υπενθυμίζω ότι οι ορισμοί είναι ad hoc- θα εννοούμε κάθε ενέργεια πολιτικού που χρησιμοποιεί το ρουσφέτι είτε για προσωπικό πολιτικό όφελος είτε και ανεξαρτήτως αυτού. Το πολιτικό έγκλημα ως προς το άνω διερευνόμενο φαινόμενο αποτελεί και ευθεία παραβίαση του Συντάγματος της Χώρας, αφού καταργεί εμπράκτως θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα των πολιτών, όπως αυτά της ισονομίας και ισοτιμίας και εξ αυτού και μόνο του λόγου θα έπρεπε τέτοια φαινόμενα να χαρακτηρίζονται, ευθύς ως διαπιστώνονται, αντισυνταγματικά τουλάχιστον και άρα άκυρα.



Το να διατυπώνει ένας απλός πολίτης μια παρατήρησή του, όπως ο γράφων σε σχέση με το θέμα που θίγουμε, αναφορικά με τα φαινόμενα του κοινωνικού γίγνεσθαι, αναμφίβολα αποτελεί για μια Δημοκρατία, μέρος της δυναμικής της. Το να καλείται όμως ο ίδιος απλός πολίτης να επιχειρηματολογήσει επί των θέσεών του, εκεί αρχίζουν τα δύσκολα αφού δεν υπάρχει καμιά αναγκαιότητα να γνωρίζει τη θεμελίωση των απόψεών του με βάση «επιστημονικές» αρχές, είτε αυτές αφορούν την πολιτική κοινωνιολογία, είτε την οικονομική επιστήμη, είτε την νομική επιστήμη, κ.λπ. Λέγοντας αυτά, οριοθετώ τη δική μου «παντογνωσία».



Επανερχόμενοι επί της ουσίας ας επιχειρήσουμε να κατακτήσουμε το ήμισυ του παντός, δηλονότι την αρχή.



Είναι λοιπόν το ρουσφέτι οικονομικό έγκλημα, σύμφωνα με τον ορισμό που δώσαμε, διότι πολύ απλά : όταν χρησιμοποιώ χρήμα που δεν είναι δικό μου για την προώθηση ατομικών μου συμφερόντων, ή συμφερόντων ατόμων που και αυτά ομοίως δεν είναι «ιδιοκτήτες» αυτού του χρήματος, την ενέργεια αυτή, δεν κατανοώ γιατί θα πρέπει να τη θεωρώ νόμιμη.



Ας δώσουμε δύο πρόχειρα παραδείγματα, που βέβαια δεν εξαντλούν τη συνολική επιχειρηματολογία μας :



Είναι οικονομικό έγκλημα για παράδειγμα ο διορισμός που γίνεται κατά παρέκκλιση ή/και παράβαση υφισταμένων διαδικασιών ή παρά την ύπαρξη διοικητικής ή επιχειρησιακής ανάγκης, διότι χρησιμοποιώ δημόσιο χρήμα για ίδιο όφελος πολιτικό ή/και οικονομικό.



Είναι οικονομικό έγκλημα για παράδειγμα η προώθηση στην ιεραρχία ατόμων κατά παρέκκλιση ή/και παράβαση υφιστάμενων διαδικασιών ή παρά την ύπαρξη διοικητικής ή επιχειρησιακής ανάγκης ή/και παρά την προφανή έλλειψη των αναγκαίων προσόντων των προωθούμενων, σε σχέση με αυτά άλλων που παρελήφθησαν. Διότι «προώθηση» σημαίνει πρόσθετες οικονομικές παροχές.



Η οικονομική διάσταση, οι οικονομικές συνέπειες του εγκλήματος αυτού, σε μικροοικονομικό και μακροοικονομικό επίπεδο, είναι θέμα τεχνικό να προσδιορισθεί. Δεν θα μας απασχολήσει εδώ.



Είναι λοιπόν το έγκλημα πολιτικό έγκλημα, σύμφωνα με τον ορισμό που δώσαμε, όχι μονάχα λόγω της φύσεώς του, ως εγκλήματος οικονομικού, ούτε μονάχα επειδή αντιβαίνει ευθέως διατάξεις του Συντάγματος, αλλά κύρια διότι αποκαλύπτει μια βαριά νοσούσα πολιτική αντίληψη και συμπεριφορά, που με τη σειρά της διαχέεται αλλοτριωτικά σε όλο το λαό. Στη γενική της διάσταση, αυτή η αντίληψη και συμπεριφορά, ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τα εθνικά μας προβλήματα. Παραφράζοντας τον Oscar Wilde, μπορούμε να πούμε : «Τα εθνικά μας προβλήματα είναι μια πολύ μακριά στιγμή. Δεν μπορούμε να τα χωρίσουμε σε εποχές. Μπορούμε μονάχα να σημειώνουμε τις αποχρώσεις και τις επαναλήψεις τους. Για μας ο χρόνος δεν προχωρεί» (Oscar Wilde : De Profundis, εκδ. Δάφνη, σελ. 13). Η αληθής πολιτική διάσταση του πολιτικού εγκλήματος εκτείνεται πράγματι πολύ πέραν των νομικών συνεπειών που μπορεί να έχει.



Το να είναι ήρεμοι όσοι παρανομούν κατά τα ανωτέρω, ότι αν χτυπήσει του κουδούνι του σπιτιού τους στις έξι το πρωί θα είναι ο γαλατάς, σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά σ’ αυτό τον τόπο.



Σημειώσαμε ήδη από την αρχή, ότι δεν αναζητά το άρθρο αυτό «μεθόδους» πάταξης του ρουσφετιού.



Μπορεί αυτή η χώρα να είναι πλήρης προβλημάτων, είναι όμως τα συρτάρια των γραφειοκρατών πλήρη «λύσεων»… Μιας όμως και οι παραπάνω «λύσεις» δεν λειτουργούν, ας σκεφθούμε κάτι που να μπορούσε να λειτουργεί.



Θα μπορούσαμε ίσως ν’ απευθυνθούμε στην «ευαισθησία» των πολιτικών μας. Δεν το συνιστούμε υπό τις παρούσες τουλάχιστον συνθήκες. Ή, για να το πούμε αλλιώς, θα μπορούσαμε να επικαλεσθούμε τον «έρωτα» πολλών για την Ελλάδα, αλλά, δυστυχώς κι εδώ έχει θέση «…η πρώτη φράση του Καποδίστρια προς τον (μετέπειτα δολοφόνο του) Μαυρομιχάλη που πήγε να τον καλωσορίσει στο Ναύπλιο : «Φυλάττω την Παρθένον, διότι έχει πολλούς εραστάς». Και η Παρθένος ήταν η Ελλάς στο διορατικό και τίμιο βλέμμα του» (Βασ. Κυπραίος : Προσβολές της τιμής και της προσωπικότητος, Αθήνα, 1989, σελ. 37). Η αυτοπροβαλλόμενη από τους πολιτικούς «θυσία» στο βωμό των «κοινών», «εθνικών», κ.λπ. συμφερόντων, παρά την επιχειρούμενη φόρτιση της λέξης ώστε να αναγάγει το υποκείμενο της πράξης αυτής στα αναγκαία επίπεδα ηρωισμού, δεν κατορθώνει εν τούτοις να απομακρύνει την ομίχλη που περιβάλει την αληθή βούληση. Μπορούμε να επαναλάβουμε μαζί με τον A. Camus «δεν είδα κανένα να πεθαίνει για το οντολογικό επιχείρημα» (A. Camus : Ο μύθος του Σισύφου, εκδ. Μπουκουμάνης, σελ. 11).



Θα μπορούσαμε ίσως με βάση την εδώ επικαλούμενη αντισυνταγματικότητα του φαινομένου, να προσφύγουμε στο ίδιο το Σύνταγμα και ζητήσουμε από τον Ελληνικό Λαό να κάνει χρήση όχι μόνο του δικαιώματος αλλά και της υποχρέωσής του (έτσι αναφέρεται στο ισχύον Σύνταγμα) να αντισταθεί «…κατά οιουδήποτε επιχειρούντος τη βιαίαν κατάλυσιν αυτού» (άρθρο 120 Σ). Το παλιό 114 για όσους το ενθυμούνται. Ομιλούντες επί της ουσίας, τούτο μόνο μπορούμε να πούμε ως προς αυτό : Όνειρα θερινής νυκτός. Τα κοινωνικά κινήματα της δεκαετίας του ’50 και του ’60 τούτο μόνο επιβεβαιώνουν σήμερα : τη ματαιότητα της ατομικής επιδίωξης μπρος σε συνολικότερες επιλογές.



Μένει συνεπώς μια λύση. Μονόδρομος. Η Τρίτη εκ των Πολιτειακών Εξουσιών. Η Δικαιοσύνη. Δεν θα επιχειρηματολογήσω το γιατί βλέπω ότι το ρουσφέτι αποτελεί φαινόμενο που θα δικαιολογούσε την αυτόκλητη επέμβαση ενός εισαγγελέα. Αφήνω το θέμα αυτό στους επαΐοντες…



Αντ’ αυτών, θα θέσω το θέμα της –πιθανής- ανάμειξης της Δικαιοσύνης, από μια άλλη πλευρά, ας μου συγχωρεθεί το αυτάρεσκον που βρίσκεται πίσω από τη λέξη που θα χρησιμοποιήσω, πρωτότυπη. Η ανωτέρω –πιθανή- ανάμειξη της Δικαιοσύνης, δεν θα σημάνει απλά αποκατάσταση του «κοινού περί δικαίου αισθήματος», αλλά θα την αναδείξει και ως ένα ιδιάζοντα πλην αποτελεσματικό παράγοντα στην όποια συνάρτηση παραγωγής δημοσίου ενδιαφέροντος (π.χ., μια συνάρτηση παραγωγής μιας δημόσιας υπηρεσίας, μιας δημόσιας επιχείρησης, κ.λπ.). Πράγματι, όπως η επιχειρηματικότητα, η τεχνολογία, η οργάνωση, κ.λπ. αποτελούν ή μπορούν να αποτελέσουν παραμέτρους σε μια τέτοια συνάρτηση, είναι φανερό ότι και η (ψευδο[;])μεταβλητή εκείνη που οδηγεί στην αποθάρρυνση εμφάνισης παραγόντων δυσμενών, θα μπορούσε να εισαχθεί σε μια τέτοια συνάρτηση. Αν λοιπόν η Δικαιοσύνη θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν μια τέτοια μεταβλητή, είναι φανερό ότι οδηγούμαστε σε μια άλλη διάστασή της.



Είθισται τα άρθρα να τελειώνουν με μια πρόταση στο θέμα που θίγουν. Δεν θα το κάνουμε. Είμαστε βέβαιοι ότι οι γραφειοκράτες κάτι θα έχουν στα συρτάρια τους. Εδώ ισχύει ο Νόμος του Howe : «Ο καθένας έχει ένα σχέδιο που δεν εφαρμόζεται» (Arthur Bloch : Ο Νόμος του Μέρφυ, εκδ. Γράμματα, σελ. 21). Κάτι το αποτελεσματικό, με ή χωρίς εισαγωγικά. Εξάλλου, είναι πράγματι δηλωτικό των σημερινών ιδίως καταστάσεων, αυτό που είχε πει ο Χάίντεγκερ, ότι δηλαδή «Το «διότι» πνίγεται μέσα στο παιχνίδι. Το παιχνίδι είναι χωρίς «γιατί»…» (Κ. Αξελός : Προς την πλανητική σκέψη, εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, σελ. 27). Όταν ακούω την ελληνική γραφειοκρατία να «επιχειρηματολογεί» θυμάμαι το Συντελεστή Πλάνης του Flannagan (ή άλλως πως καλουμένη Σταθερά του Skinner) που λέει : «Σταθερά του Skinner είναι το μέγεθος το οποίο πολλαπλασιαστεί, διαιρεθεί, προστεθεί ή αφαιρεθεί από την απάντηση που έχεις πάρει, σου δίνει την απάντηση που θα έπρεπε να είχες πάρει» (A. Bloch, ό.π., σελ. 39). Πολύ αργά για υπομονή στο παλιό. Αντί άλλης «εμβριθούς», «τεκμηριωμένης» κ.λπ. απαντήσεως, θα τελειώσω με τούτο : Όταν μερικοί πάψουν να είναι ήρεμοι όταν χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού τους στις έξη η ώρα το πρωί, σημαίνει ότι κάτι αρχίζει να βελτιώνεται σ’ αυτόν τον τόπο…